Η κουππούα
Γράφει η Έλενα Χατζηπέτρου*
Όταν μου είπε πριν λλίες βδομάδες (ο Ιάκωβος) να γράψω κάτι για την στήλη, εχάρηκα πολλά. Για την ακρίβεια εχάρηκα παραπάνω για την ύπαρξη τούτης της στήλης. Το «γράφουμεν όπως συντυχάννουμεν» ήταν ένα οικογενειακό θέμα για μας που άρκεψεν κάπως έτσι… τζιαι έθθα μπορούσα να αρκέψω αλλιώς τη συμμετοχή μου δαμέ («δαμέ» με Έψιλον πκιον), παρά μόνον με τούτη την ιστορία.
Γύρω στα πέντε του ο Ρατζίβ έκαμεν μας παράπονο για το όνομά του τζιαι ήθελε να το αλλάξει (μεταξύ μας άρκησεν τζιαι λλίον). Επιστράτευσα τότε ούλλες μου τες παιδαγωγικές και ψυχολογικές γνώσεις τζιαι προσπάθησα, όι να τον μεταπείσω (αν εν’ δυνατόν), αλλά να καταλάβω το γιατί. Η έννοια «πτώσεις» ήταν άγνωστη βέβαια για λλόου του, αλλά εν’ τούτες οι ευλοημένες οι πτώσεις που ήταν το θέμα του. «Γιατί το όνομα τού Στυλιανού αλλάζει μέσα στην πρόταση τζιαι το δικό μου όι;», ερωτούσε συνέχεια. Πολλά λογική ερώτηση, ελάλουν του εγώ, αλλά πρακτικά εν εμπορούσα να του εξηγήσω πολλά, ή τουλάχιστον τόσα όσα να τον ικανοποιήσουν (παρόλο που του είπα για το γλωσσικό δάνειο κλπ, ψιλά γράμματα).

Επεράσαμεν δκυο γεμάτα χρόνια με τα γλωσσικά διλήμματα τα δικά μας (επιλογή γλώσσας εκπαίδευσης) τζιαι απανωτά γιατί που τον Ρατζίβ. Όταν αποφασίσαμε να μείνουμε σταθεροί στα ελληνικά τζιαι στο ελληνόφωνο δημοτικό, εμείς ηρεμήσαμε. Ο Ρατζίβ όμως συνέχιζε να μεν γουστάρει το όνομά του τζιαι να ρωτά γιατί να μεν κλίνεται όπως το Στυλιανός.
Στη Δευτέρα τάξη του Δημοτικού οργανώσαμε οι γονείς της τάξης του μιαν επίσκεψη στο εργαστήρι του Χαμπή στα Πλατανίσκια. Ήταν/είναι αξέχαστη εμπειρία για πολλούς λόγους (τζιαι οι μιτσιοί που εμεγαλώσαν ακόμα θυμούνται την). Ο Ρατζίβ ούλλη την ώρα εκκρέμετουν που το στόμα του Χαμπή, ήταν κάτι μεταξύ έκστασης τζιαι νιρβάνας. Σε κάποια φάση λαλεί μου, «μιλά διαφορετικά». «Εεεε;;;;», ρωτώ εγώ. «Αρέσκει μου», λαλεί μου. Εμείναμεν μισή μέρα στου Χαμπή που τους είπεν πολλά τζιαι έδειξεν τους άλλα τόσα. Στο τέλος εχάρισεν τους τζιαι το παραμύθι «Ο Σπανός τζιαι οι σαράντα δράτζιοι» τζιαι επήεννεν ο καθένας με σειρά, ελάλεν το όνομά του τζιαι έγραφεν του αφιέρωση. Όταν ήρτεν η σειρά του Ρατζίβ ο Χαμπής λαλεί του, «ίνταλος γράφεις το όνομά σου;» Ο Ρατζίβ έγραψε το πάνω σε μιαν κολλούα, «εν’ λάθος», λαλεί ο Χαμπής. «Το σωστό εν’ έτσι, Ρατζ̌ίβ (σ.σ. με κουππούα που πάνω που το γράμμα Ζήτα)» τζιαι γράφει την αφιέρωση. «Γιατί;», ρωτά ο Ρατζίβ, τζιαι ο Χαμπής εξήγησέ του την σημασία της κουππούας πάνω που το γράμμα τζιαι έστειλε τον Ρατζίβ στους εφτά ουρανούς (τζιαι ως τωρά εν καταλάβω το γιατί).
Τούτον ήταν! Μετά που τες διαλέξεις στους συμμαθητές του για την κουππούα στο όνομά του, τζιαι μετά που έμαθεν πόξω τζιαι ανακατωτά τον Σπανό, ύστερα που εκάμαμεν γέρημους κάμποσους τόπους μες στο σπίτι για να κάμει τάχα χαρακτικά τζιαι αφού εδκιαβάσαμε, όσα ήταν βατά για την ηλικία του, για την κυπριακή διάλεκτο τζιαι κυρίως για την κουππούα, ο Ρατζίβ ηρέμησε. Εδέκτηκε την επιλογή τζιαι την ιστορία του ονόματός του, αλλά εδήλωσεν μας ότι θα το γράφει με κουππούα.
Ο Ρατζίβ εμεγάλωσεν δίγλωσσος, αλλά που κάποια φάση τζιαι μετά ελειτουργούσε ως φυσικός χρήστης της αγγλικής. Εσυνεχίσαμεν τες συζητήσεις για την γλώσσα τζιαι κυρίως την κυπριακή που συνέχεια κάτι εν του εκόλλαν τζιαι είσιεν ερωτήσεις. Στα ΜΚΔ οι αναρτήσεις του για κάμποσον τζιαιρό, χρόνια ίσως, ήταν στα αγγλικά. Την πρώτη φορά που έγραψε κάτι εκτός αγγλικών ήταν στα κυπριακά. Σιοκκαρίστηκα, ερώτησά τον, εσυζητήσαμεν το (πάλε). Λαλεί μου, «εγώ θα γράφω όπως μιλώ σε ούλλες τες γλώσσες που μιλώ. Που την στιγμή που γράφω αγγλικά όπως μιλώ, γιατί να μεν γράφω κυπριακά αφού έτσι μιλώ;».
Μετά ήρτεν στην ζωή του η φιλοσοφία τζιαι εσιγύρισεν νομίζω τα πράματα. Τζιαι ο Ρατζίβ έγινε ιδεολογικά λάτρης της κυπριακής διαλέκτου, που ο ίδιος λαλεί την γλώσσα. Τζιαι εδώ τζιαι δέκα χρόνια μουρμουρά πως, άμα ούλλοι γράφουμε όπως μιλούμε θα κερδίσουμε τζιείνον που το γλωσσικό κατεστημένο εν μας διά, την γλώσσα μας!
Υ.Σ. Για να δουν οι παλλιόττεροι ότι τζιαι σήμμερα βρίσκουνται 25ρηδες τζιαι 30ρηδες που αγαπούν την γλώσσα τους τζιαι παλεύκουν με τον τρόπο τους για τούτην.
*Η Έλενα Χατζηπέτρου είναι ειδική δασκάλα κωφών.

______________________________________
Ό,τι ήταν να πούμεν, ήπιαμεν το
Της Κατερίνας Νικολάου*
Άρπαξα τη ζιβανία που το θάλαμο, τα Dunhill τζιαι το ραδιούιν που την κουζίνα, τζιαμαί εκάπνιζεν η μάνα μου, πιντωτά, η γιαγιά εχώνετουν μες στην κάμαραν, το πακκέτο δεξί συρτάρι της κονσόλας, με την Nivea τζιαι τα αμματογυάλια, ήβρα το τσακμάτζιν του παππού μου στην αυλή, ο άδρωπος, έπιννεν όπου εγούσταρεν, εκαθούμασταν τα θκυο μας στο σκαμνούιν τζιαι εθωρούσαμεν τις αποικίες των λυμπούρων, τέσσερις ακριβώς εφκαίναν που την τρύπαν ή εφκάλλαμεν παρατσούκλια για τις συγγένισσες, η Γερομαρία, η Κλιαμούρα ή χωρίς να μιλούμεν εκάμναμε πετάσσια που εφημερίδες, ξύλινα σπαθκιά… ’κόμα έχω το.
Εθκιάλεξα ποτηρούιν που την αρμαρόλλα, περλέ τζιαι τελικάτο, ο ρόλος απαιτούσε γοητεία, τσιάρο – ζιβάνα, τσιάρο – καφές, τελετουργία, εκστατική, η απόλαυση του καημού τους, η μόνη ώρα που εππέφταν οι μάσκες της επιβίωσης, εδιαλύετουν η απελπισία, εξαφανίζετουν που τη φάτσαν τους τζιείντο ψωροπερήφανο «η ζωή συνεχίζεται κανονικά», αρκέφκαν το κλάμαν, ενεκαλιούνταν, ενευριάζαν, επονούσαν κορμίν τζιαι ψυσιήν, μετά κάτι αθθυμούνταν τζιαι εφύρνουνταν, κατάσταση trans, ένα βρόκκο ποτό, μιαν ρουφκιά μνήμη, ερούφουν τα φουγάρα τους τζιαι Ιστορία εχάσαμεν τα ούλλα, εσκορπιστήκαν οι χωρκανοί, τα χτηνά εμείναν μόνα τους, άθαφτοι τζιαι ο Νίκος μας, ο Σαββής, ο Κοσμάς, ο Παυλάκης, η ζωή πριν τζιαι μετά, αχ τζιαι βαχ τζιαι μαύρες κουρούκλες, τζιαι μαύρες ελιές, έπιασα τα ταιρκαστά της μυσταγωγίας τζιαι βουρ για τον γουμά.

Ελάτρευκα το τζιείντο σπιτούιν, τρεις κάμαρες, σπηλιές, μονοπατούθκια, κολότζια με ανθούς, όρνιθες με ονοματεπώνυμο, οι κάττοι μου, μόνο για τζιείνους έγραφα στο σχολείο, ο Ρόμπιν, ο Ρόμπιν Βήτα, ο γκριζούλης, που έτρωεν πίτουρα με τις όρνιθες, μαυροτζινάρες, ελιόδεντρα, ζαμπούκος δια πάσαν νόσον τζιαι πάσαν μαλακίαν, ένα κολοκάσι σε βαρέλι που ήρτεν μιτά τους με το φορτηγό του Ερυθρού Σταυρού, σύκα, κιτρόμιλα, αυλάτζια έργα τέχνης, να τζιυλά το νερό τρυφερά, «να μεν πονούν τα δεντρά», εν εκίαρεν ο παππούς να πληγώσει πλάσμα του Θεού, η γιαγιά ήταν ο σφαγέας, κουνέλια, ποττέ όμως λαβήν καράτε, ένας κεραυνός έσυρεν έναν κυπαρίσσι, το απόλυτο χάι-λάιτ, ατέλειωτο παιχνίδι, σπιτούθκια, μάππα στο χωράφι με θκυο πόρτες, επάρκαρεν το όχημαν ο πυροσβέστης, σιοκ και δέος, ούτε κιχ εμείς άμα ετζιοιμάτουν, μετακόμισα κανονικά με τα παππούθκια μου, τες νύχτες ετρύπωνα μαζί τους μες στα ρούχα, μια σκέτη ευτυχία που πλιθάρι στην Ακρόπολη, κέντρο Λευκωσίας.
Μες τον νουν μου φυσικά το μικρό σπίτι στο λιβάδι, στον δικό τους ήταν χαλαμάντουρο, κακουχία, αγωνία ώσπου να δώκει η μέριμνα στον συνοικισμό, ένα μιτσικουρί ένεκα συνταξιούχοι, κάνεναν εν έκοφτεν αν αφήκαν εξιακόσσιες σκάλες γης πίσω, που την μέρα που ήρταν ποδά, τα υπάρχοντά τους ήταν κάτω που τσίγκους, ήρτεν ένας άθρωπος να πιάει το κρεβάτι με τους στύλλους, «πιάστε τουλάχιστον 20 λίρες» η μάνα μου ούτε ν’ ακούσει, για όνομα του Θεού, εν’ χάρη που μας κάμνετε, εν’ πελάς.
Άναψα το τσιαρούιν μου, ήπια το ποτούιν μου, αγαλλίαση, να παίζει το τρανζίστορ τ’ αμερικανικά και τά σά εκ των σών σοί προσφέροντες κατά πάντα και διά πάντα, πόσον εσιαίρουμουν που είχα τη γιαγιά τζιαι τον παππού μου, πόσο όμορφη ήταν η ζωή, εστράφηκα πίσω, έδωκα της μάμμας μου το πακκέτο, «εγώ που εννά μεγαλώσω εννά καπνίζω», εγύρισεν πάνω μου, εγύρισε ξανά στην γιαγιά μου τζιαι εσυνέχισε την κουβέντα της… Εννά μεν ήμουν οκτώ χρονών;
*Η Κατερίνα Νικολάου είναι δημοσιογράφος και σύμβουλος επικοινωνίας.

____________________________________________
Για το τζιυνήιν
Γράφει ο Κοσμάς Γ. Οικονόμου*
Την ώραν που γίνεται τούτη η δημοσίευση εγιώ, λογικά, είμαι στο βουνόν! Τζιαι γιατί να μεν είμαι δηλαδή αφού τούτην την μέραν καρτερώ την ’που τες κοσιοκτώ του περασμένου Φεβράρη, μεν σας πω ’που τες τριανταμιάν του Οκτώβρη του κοσιέναν, το δείλις, που ετέλειωσεν η περσινή «πρώτη»! Σήμερα, το λοιπόν, «πρώτη εξόρμηση ενδημικού» ή «πρώτη μέρα του λαού» ή «του πέρτικου», όπως μπορεί να την λαλούμεν άλλωσπως! Τζιαι ο καθένας που μας τζιυνηά την όπως του κάμνει κκέφιν ή όπως μπόρει (νόμοι, ακρίβκεια, πετρόλαα, ηλικία, άλλη ιστορία τούτα…). Για μας τους τζιυνηούς τούτη η μέρα, αλλά τζιαι το τζιυνήιν γεννικά, εν’ έναν θέμαν που μόνον εμείς μπορούμεν να καταλάβουμεν·τζιαι μπορεί τζιαι όσοι σέβουνται τούτον που κάμνουμεν τζιαι σιαίρουνται με τη δικήν μας χαράν.

Για μέναν εν’ ένα σωρόν πράματα που αθθυμούμαι που τον τζιαιρόν που ήμουν μιτσής. Που εκαρτέρουν τον τζιύρην μου να στραφεί που την παανιάν του τζιαι να νεκατώσω μέσ’ στην βούρκαν να δω είντα ’ν που έφερεν. Ύστερα που νεφούλλεψα, άρκεψα τζι’ εγιώ, το κατά δύναμην, με τα βερκά τζιαι τα λάστιχα – εν ήταν γιασάκκιν τότες! Αθθυμούμαι που επήαιννα στον μακαρίτην τον παππούν μου τον Κοσμάν να δήσουμεν το λάστιχον – για την ακρίβειαν το πετσίν πά’ στο λάστιχον με την κλωστήν. Τζι’ έβρισκεν αφορμήν να μου λαλεί για τα τζιυνήα του τζιαιρού του, που εφορτωννούνταν τρυόνια με τα βερκά. Τωρά πρέπει να δηλώννουμεν πόσα παίζουμεν για να μεν μας βάλουν ττερπιέν. Τζιαι όπως οι παραπάνω που μας, δίπλα στον τζιύρην μου. Μετά που επέρασα τα είκοσι εν μου άρεσκεν να του φωνάζω «α, παπά!»,πά’ στο βουνόν. «Πάνω σου, Γιωρκή!» (ή «μάστρε»!) άρεσκεν μου καλλύττερα! Η εποχή που είχαμεν δικόν μας σσιύλον, είχεν άλλην χάρην. Ούτε τούτην την σχέσην εν μπορούν να καταλάβουν όσοι εν αναγιώσαν δικόν τους «ζωντανόν» (άσχετα αν εν’ για το τζιυνήιν ή όι). Μετά που έφκαλα άδειαν άρκεψα να τζιυνηώ με τους φίλους μου, με τζιείνους που ετζιυνηούσαμεν κάποτε με τα βερκά τζιαι τα λάστιχα. Με τζιείνους που επαντρέψαμεν ο ένας τον άλλον τζιαι σήμμερα τζιυνηούμεν ακόμα μαζίν – δόξα σοι ο Θεός. Τζιαι όι μόνον με τούτους! Σήμερα παίρνω τζιαι το Γιωρκούιν μου μιτά μας. Θυμούμαι πόσον εχάρηκεν την πρώτην φοράν που είδεν «γέννημαν νήλιου» που τ’ αλήθκεια! Γράφω – γράφω τζι’ εν εκαλοκατάλαβα αν είπα πολλά ή αν δεν είπα τίποτε! Εμπορούσα δηλαδή να τα πω τζιαι μ’ έναν τετράστιχον που ’γραψα πριν πολλά χρόνια για το είντα ’ν που ’ν το τζιυνήιν για λλόου μου.
Εν’ η παρέα, το βουνόν τζι’ όι το «απού πιάει»
το ξύπνημαν που το πρωίν
η μυρωδκιά που το θρουμπίν
μα τζιαι το ταραλάιν!
Καλά τζιυνήα τζιαι καλές σήκωσες να φτάσουμεν!
*O Κοσμάς Γ. Οικονόμου είναι γραμματέας τού Παγκύπριου Ομίλου Λαϊκών Ποιητών & Φίλων της Ποίησης και πρώην γραμματέας Κυνηγετικού Συλλόγου Φρενάρους.
