Θέμα υψίστης σημασίας θεωρείται η διαχείριση των υδάτινων πόρων, κάτι που αναπόφευκτα σχετίζεται με τη ζήτηση του νερού και των αναγκών που προκύπτουν. Ενδεικτικά στη Λεμεσό, ενώ είχαμε 160 χιλιάδες πληθυσμό, σε διάστημα 10 χρόνων έγιναν 260 χιλιάδες, ενώ στην Πάφο, που είχαμε 22 χιλιάδες, σε διάστημα λιγότερο των πέντε χρόνων έχουμε 40 χιλιάδες κατοίκους. Ο υδρολόγος δρ Γιώργος Χριστοδούλου, ο γεωλόγος Γεώργιος Κωνσταντίνου και ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας Ανδρέας Γρηγορίου, σχολιάζουν στον «Π» τις προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν, ώστε να μην πούμε το νερό νεράκι.
Αλλαγή φιλοσοφίας
Η φιλοσοφία της κυβέρνησης πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοστεί στην ολιστική αειφόρο ανάπτυξη των φυσικών πηγών της χώρας, θεωρεί ο υδρολόγος δρ Γιώργος Χριστοδούλου, προσθέτοντας πως εάν συνεχίσει ο σημερινός αλόγιστος ρυθμός οικοδομικής ανάπτυξης δεν θα μείνει ούτε γη ούτε θα επαρκούν οι υδάτινοι πόροι αλλά θα πίνουμε νερό της αφαλάτωσης, χαρακτηρίζοντάς το νερό της μπαταρίας. Ο υδρολόγος αναφέρει πως η Κύπρος βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από ημίξηρο κλίμα, συνεπώς οι υδάτινοι πόροι είναι περιορισμένοι. Όπως εξήγησε, θα έπρεπε να ακολουθηθούν διαφορετικές πολιτικές, όπως αυτή που εφάρμοσε ο πρώτος διευθυντής του Τμήματος Υδάτων Χρήστος Κοντεάτης, ο οποίος ήταν αυτός που φρόντισε να συνδεθούν οι ποταμοί της Κύπρου, δηλαδή τα επιφανειακά νερά και τα υπόγεια νερά, σε ένα τεράστιο δίκτυο, ούτως ώστε να αλληλοκαλύπτονται οι περιοχές του νησιού. Έτσι, έγιναν πέραν των 120 φραγμάτων συν άλλα δίκτυα τα οποία αξιοποιούν τα υπόγεια νερά. «Στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών για αειφόρο ανάπτυξη, είμαστε υπόχρεοι να σκεφτόμαστε διπλά, όταν αποφασίζουμε πώς να διαχειριστούμε τους υδάτινους πόρους», επισήμανε. Πρόσθεσε επίσης πως για 30 χρόνια η κύρια ανάπτυξη της χώρας εξαρτάται από το Building Development με προσέλκυση δεκάδων χιλιάδων νέων ενοίκων και άλλων αγοραστών γης. Αυτό σημαίνει, όπως είπε, αύξηση της ζήτησης νερού για κατοίκους, με αποτέλεσμα οι αγρότες να έχουν και μειωμένες ποσότητες και κακής ποιότητας νερό που προέρχεται από την αφαλάτωση.
Η υπεράντληση
Στην εκτίμηση ότι εκείνο που έσωσε την Κύπρο σε περιόδους ολιγομβρίας, όπως είναι η περίοδος που ζούμε, ήταν τα υπόγεια ύδατα, προέβη ο γεωλόγος Γεώργιος Κωνσταντίνου. «Όταν βρήκαν νερό στις περιοχές που γίνονταν γεωτρήσεις, πότιζαν το σιτάρι και το κριθάρι αλλά και τα εσπεριδοειδή με αποτέλεσμα να υπάρχει ανεξέλεγκτη άντληση υπόγειου νερού», ανέφερε ο γεωλόγος. Πρόσθεσε πως τα προϊόντα αυτά δεν τα καρπώνονταν οι Κύπριοι αλλά εξάγονταν στην Αγγλία σε πολύ καλές τιμές.
Τι λέει το Υπουργείο Γεωργίας
Το σύνολο των παραγόντων που επέτειναν το πρόβλημα και έφεραν αύξηση στη ζήτηση του νερού, επισημαίνει στον «Π» ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Ανδρέας Γρηγορίου. Στους βασικούς παράγοντες αναφέρει την ταχεία αύξηση του πληθυσμού, παράλληλα με την αστικοποίηση, αλλά και την αυξανόμενη ζήτηση για νερό από παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όπως η βιομηχανία, η ανάπτυξη ακινήτων και ο τουρισμός. Φυσικά, όπως αναφέρει, το πρόβλημα έγινε ακόμη πιο εμφανές με την περιορισμένη εισροή στα φράγματα και την κλιματική αλλαγή. «Το πρόβλημα -συνέχισε- είναι σύνθετο και πολυδιάστατο, με οικονομικές, κοινωνικές αλλά και περιβαλλοντικές προεκτάσεις, ιδιαίτερα για τη χώρα μας που ταλανίζεται από μακρές περιόδους λειψυδρίας και η αντιμετώπισή του απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση, με τη λήψη άμεσων, μεσοπρόσθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων και σίγουρα όχι την προώθηση μεμονωμένων και αποσπασματικών δράσεων», αναφέρει ο κ. Γρηγορίου.
Το σχέδιο δράσης
Ήδη από τον Νοέμβριο, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το Πρόγραμμα Δράσης για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, το οποίο ετοιμάστηκε από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων σε συνεργασία με άλλα τμήματα του Υπουργείου Γεωργίας, καθώς και άλλων υπουργείων. Περιλαμβάνει ένα σύνολο 28 άμεσων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στοχευμένων δράσεων που θα συμβάλουν στη βιωσιμότητα των υδάτινων πόρων, την ενίσχυση της υδατικής ασφάλειας και την απεξάρτηση από τις κλιματολογικές συνθήκες, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Όπως εξήγησε ο κ. Γρηγορίου, «προωθούνται ακόμη συνεργασίες τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε διεθνές, με σκοπό την ανταλλαγή καλών πρακτικών, εμπειρογνωμοσύνης και τεχνολογιών για τη διασφάλιση υδατικών αποθεμάτων. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις ιδιαιτερότητες του τόπου μας και τα ζητήματα που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα ολόκληρης της αγροδιατροφικής αλυσίδας και τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα, θα ήταν παράλειψη να μην κάνω ιδιαίτερη αναφορά και στις δράσεις που αφορούν τον εκσυγχρονισμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων μέσω του σχεδίου Κοινής Αγροτικής Πολιτικής 2023-2027».