Τα μάτια θεωρούνται το «παράθυρο» του εγκεφάλου· και αυτή η εξωτερική επέκταση του κεντρικού νευρικού συστήματος μπορεί να αποκαλύψει πρώιμα σημάδια άνοιας.
Δύο πρόσφατες και εκτεταμένες μελέτες πληθυσμού, η μία στο Ηνωμένο Βασίλειο και η άλλη στην Αυστραλία, υποδηλώνουν ότι όσοι έχουν χειρότερες επιδόσεις σε απλές εξετάσεις όρασης διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια στο μέλλον, αναφέρει το Science Alert.
Στη βρετανική έρευνα διαπιστώθηκε ότι άτομα με πιο αργή οπτική επεξεργασία είχαν αυξημένη πιθανότητα να αναπτύξουν άνοια μέσα στα επόμενα δώδεκα χρόνια. Αντίστοιχα, η αυστραλιανή μελέτη κατέδειξε ότι η επιδεινούμενη οπτική οξύτητα αποτελεί σημαντικό δείκτη γνωστικής έκπτωσης στο ίδιο χρονικό βάθος.
Ο ρόλος της απώλειας όρασης και της απώλειας ακοής
«Η μείωση της όρασης μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, ορισμένοι από τους οποίους είναι αντιμετωπίσιμοι – όπως ο καταρράκτης ή η ανάγκη για σωστά γυαλιά», σημειώνει η επικεφαλής της αυστραλιανής έρευνας, νευροεπιστήμονας Nikki-Anne Wilson από το NeuRA (Neuroscience Research Australia). «Αυτό που δείχνει τώρα η έρευνα είναι ότι η έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση αυτών των αλλαγών μπορεί να συμβάλει στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης άνοιας».
Με αυτά τα δεδομένα, η Επιτροπή για την Άνοια του ιατρικού περιοδικού The Lancet αναγνώρισε την απώλεια όρασης στην τρίτη ηλικία ως νέο παράγοντα κινδύνου, αποδίδοντας σε αυτήν έως και το 2,2% των περιστατικών. Συγκριτικά, η μη αντιμετωπισμένη απώλεια ακοής στη μέση ηλικία σχετίζεται με περίπου 7% των περιπτώσεων.
Βέβαια, η ύπαρξη προβλημάτων όρασης ή ακοής δεν σημαίνει ότι ένα ηλικιωμένο άτομο είναι καταδικασμένο να εμφανίσει άνοια. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να αντανακλούν πλήθος άλλων υποκείμενων προβλημάτων υγείας, γεγονός που καθιστά τα αισθητηριακά τεστ ατελή ως διαγνωστικά εργαλεία για την άνοια. Ωστόσο, σε επίπεδο πληθυσμού, νέες έρευνες δείχνουν πως η χρήση ακουστικών βοηθημάτων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας, και πιθανότατα κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την αντιμετώπιση προβλημάτων όρασης.
Απώλεια όρασης και κοινωνική συμμετοχή
Η αξιολόγηση τέτοιων αισθητηριακών μεταβολών στους ηλικιωμένους θα μπορούσε, επομένως, να είναι κρίσιμη. Στην αυστραλιανή μελέτη, οι επιστήμονες ανέλυσαν την οπτική οξύτητα 2.281 συμμετεχόντων και διαπίστωσαν ότι η επιδείνωσή της προέβλεπε χαμηλότερες επιδόσεις σε επίλυση προβλημάτων, μνήμη και προσοχή. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι η κοινωνική συμμετοχή μετριάζει κάπως αυτή τη συσχέτιση.
«Δείχνουμε για πρώτη φορά ότι η συσχέτιση ανάμεσα στην πτώση της όρασης και τη συνολική γνωστική επίδοση μπορεί να εξηγείται εν μέρει από τη μειωμένη κοινωνική επαφή», υπογραμμίζει η Wilson. «Όσοι αντιμετωπίζουν προβλήματα όρασης ίσως αποφεύγουν κοινωνικές δραστηριότητες από άγχος, κάτι που επηρεάζει και τη γνωστική λειτουργία».
Στη μελέτη του Ηνωμένου Βασιλείου, πάνω από 8.000 συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε τεστ όρασης, στο οποίο έπρεπε να πατήσουν ένα κουμπί μόλις έβλεπαν ένα τρίγωνο να εμφανίζεται στην οθόνη μπροστά τους. Στο τέλος, εκείνοι με τη χαμηλότερη ταχύτητα οπτικής επεξεργασίας είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να διαγνωσθούν με άνοια. Παρ’ όλα αυτά, το τεστ δεν είχε κλινική προγνωστική αξία σε ατομικό επίπεδο, δηλαδή δεν μπόρεσε να προσδιορίσει ποια άτομα θα διαγνωσθούν με άνοια με βάση μόνο τα αποτελέσματα της όρασής τους. Οι ερευνητές προτείνουν ότι τέτοια εργαλεία μπορούν να ενταχθούν στον ευρύτερο προληπτικό έλεγχο, σε συνδυασμό με άλλες γνωστικές εξετάσεις.
Η άνοια είναι εξαιρετικά περίπλοκη και είναι αμφίβολο ότι ένας μόνο παράγοντας κινδύνου συμβάλλει στην ασθένεια. Ωστόσο, όλο και περισσότερες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι τα μάτια είναι πολύ ευαίσθητα στη φθορά που προκαλεί η γήρανση γενικά. Η Επιτροπή για την Άνοια του The Lancet συνιστά να καταστούν προσβάσιμες σε όλους οι εξετάσεις και η θεραπεία για την απώλεια όρασης. «Η θεραπεία της απώλειας όρασης αποτελεί μια σαφή ευκαιρία για την πρόληψη της άνοιας», κατέληξε η μεγάλη ομάδα εμπειρογνωμόνων.






