Η πορεία του δημόσιου χρέους και οι πληρωμές τόκων των ΗΠΑ αναμένεται να επιδεινωθούν και να ξεπεράσουν τις αντίστοιχες χώρες, προειδοποιεί ο Scope Ratings, τονίζοντας ότι το δημόσιο χρέος θα αγγίξει το 133% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 και οι πληρωμές τόκων το 12% των εσόδων, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα θα παραμείνει υψηλό το 2025 σε περίπου 6,4% του ΑΕΠ.
Ταυτόχρονα, ο γερμανικός οίκος τονίζει επίσης ότι θα είναι δύσκολη η σταθεροποίηση της πορείας του δημόσιου χρέους χωρίς νέα μέτρα αύξησης εσόδων, όπως οι ευρείες αυξήσεις φόρων.
Αναφέρει επίσης ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες των ΗΠΑ είναι υψηλές και ανέρχονται στο 38% του ΑΕΠ για το 2025 και «θα παραμείνουν έτσι, αγγίζοντας, κατά μέσο όρο, το 34% του ΑΕΠ τα έτη 2026 - 2030 – οι υψηλότερες από οποιονδήποτε άλλο κράτος που αξιολογεί ο οίκος εκτός από αυτόν της Ιαπωνίας (A/Stable)».
Συγκεκριμένα, ο Scope Ratings αναφέρει σε έκθεσή του για τις ΗΠΑ ότι «χωρίς ουσιαστικά διορθωτικά δημοσιονομικά μέτρα, ο δείκτης δημόσιου χρέους των ΗΠΑ θα φτάσει το 133% του ΑΕΠ έως το 2030», υπερβαίνοντας τις προβλέψεις του για το δημόσιο χρέος της Γαλλίας (122%) και του Ηνωμένου Βασιλείου (111%), ενώ οι πληρωμές τόκων θα ανέρχονται κατά μέσο όρο στο 12% των εσόδων, τουλάχιστον διπλάσιες από αυτό των αντίστοιχων κρατών.
Σύμφωνα με τον γερμανικό οίκο, τα επίμονα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, η αύξηση των δαπανών για τους τόκους και η περιορισμένη δημοσιονομική ευελιξία είναι οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην ανοδική πορεία του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης των ΗΠΑ έναντι του ΑΕΠ.
«Αυτή η δυναμική υποστήριξε την απόφασή μας να επιβεβαιώσουμε στις 9 Μαΐου 2025 την αξιολόγηση AA των ΗΠΑ με αρνητική προοπτική, παρά την παρουσία αρκετών πιστωτικών πλεονεκτημάτων», υπογραμμίζει.
Αναφέρει ότι μεταξύ αυτών των πλεονεκτημάτων της αμερικανικής οικονομίας είναι η ανθεκτικότητα, οι βαθιές και με ρευστότητα αγορές κεφαλαίων και η πρωτοκαθεδρία του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Σημειώνει ότι το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης των ΗΠΑ διευρύνθηκε στο 7,3% του ΑΕΠ πέρσι, πολύ πάνω από τον μέσο όρο πριν από την πανδημία Covid-19, που ήταν περίπου 4,8% μεταξύ 2015 - 2019.
Ο γερμανικός οίκος αναμένει ότι το έλλειμμα θα παραμείνει υψηλό το 2025 σε περίπου 6,4% του ΑΕΠ, με μέσο όρο περίπου 7% την περίοδο 2026 - 2030, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των μεγαλύτερων αναγκών χρηματοδότησης για την υποστήριξη κοινωνικών προγραμμάτων, όπως η κοινωνική ασφάλιση, το Medicare και οι υπηρεσίες συνταξιοδότησης και αναπηρίας για στρατιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους.
Αναφέρει ότι η πιθανή παράταση του νόμου σε σχέση με τις περικοπές φόρων, οι πρόσθετες προτεινόμενες φορολογικές μειώσεις, καθώς και οι υψηλότερες δαπάνες για την άμυνα και την ασφάλεια των συνόρων θα ασκήσουν περαιτέρω πίεση στα δημόσια οικονομικά.
O Scope αναφέρει ότι η προβλεπόμενη αύξηση του χρέους των ΗΠΑ προς το ΑΕΠ προέρχεται από τα επίμονα πρωτογενή ελλείμματα του προϋπολογισμού και τις υψηλές καθαρές πληρωμές τόκων, οι οποίες αναμένεται να αντιστοιχούν κατά μέσο όρο περίπου στο 12% των εσόδων μεταξύ 2025 και 2030.
Αναφέρει ότι αυτό συγκρίνεται με περίπου 7% για το Ηνωμένο Βασίλειο, 5% για τη Γαλλία και το Βέλγιο και μόνο περίπου 2,5% στην περίπτωση της Γερμανίας.
Σε σχέση με την λήψη αμερικανικών κρατικών ομολόγων, ο Scope αναφέρει ότι η μέση διάρκεια των κρατικών ομολόγων είναι μικρή, στα 5,9 έτη, σε σύγκριση με μέσο όρο 7,2 ετών στις προηγμένες οικονομίες, προσθέτοντας ότι τα υψηλότερα επιτόκια επηρεάζουν τη δυναμική του χρέους σχετικά γρήγορα.
Περιορισμένη δημοσιονομική ευελιξία
Αναφέρει επίσης ότι η περιορισμένη δημοσιονομική ευελιξία περιορίζει την ικανότητα της αμερικανικής διοίκησης να αντισταθμίσει τις υψηλότερες ανάγκες δαπανών, με σημαντικές περικοπές δαπανών ή αυξήσεις εσόδων.
Προσθέτει ότι οι συνεχιζόμενες οικονομικές πιέσεις από τις δαπάνες, ιδίως από την αύξηση των υποχρεωτικών δαπανών και των δαπανών για τόκους, πιθανότατα θα ωθήσουν τον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ στο 169% έως το 2055, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.
«Αυτή η πορεία αντικατοπτρίζει επίσης τις μακροπρόθεσμες πιέσεις δαπανών που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού», σημειώνει.
Επιπλέον, ο Scope αναφέρει ότι το ΔΝΤ εκτιμά ότι η καθαρή παρούσα αξία των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη (112%) και τις συντάξεις (15%) θα ανέλθει στο 127,5% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2024-50, το υψηλότερο προβλεπόμενο βάρος μεταξύ των προηγμένων οικονομιών.
Προσθέτει ότι οι προτεινόμενες μειώσεις της διακριτικής χρηματοδότησης από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για το οικονομικό έτος 2026, σε συνδυασμό με τα υψηλότερα αναμενόμενα έσοδα από δασμούς, «είναι απίθανο να μειώσουν σημαντικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού».
«Ελλείψει περικοπών στην κοινωνική ασφάλιση, το Medicare ή τις δαπάνες που σχετίζονται με την άμυνα, η σταθεροποίηση της πορείας του χρέους θα αποδειχθεί δύσκολη χωρίς νέα μέτρα αύξησης εσόδων, όπως οι ευρείες αυξήσεις φόρων», καταλήγει.
Πηγή: ΚΥΠΕ