Ηχηρό καμπανάκι στην κυβέρνηση κτυπά το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, απαιτώντας την ολοκληρωμένη σταχυολόγηση όλων των δαπανών για τις οποίες έχει ληφθεί πολιτική ή άλλη δέσμευση και παρακολούθηση της πορείας των πραγματικών καθαρών πρωτογενών δαπανών με επίσημη καταγραφή της πορείας τουλάχιστον ανά τρίμηνο (αν όχι μηνιαία).
Στην ενδιάμεση του έκθεση που δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγο, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εισηγείται όπως διαμορφωθεί επίσημη και ολοκληρωμένη σταχυολόγηση όλων των δαπανών για τις οποίες έχει ληφθεί πολιτική ή άλλη δέσμευση και οι οποίες δεν έχουν συμπεριληφθεί στον ετήσιο προϋπολογισμό(Π/Υ) και Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΜΔΠ).
«Η λίστα θα πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει εκτιμώμενο κόστος και χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. Η σχετική λίστα θα πρέπει να αναθεωρείται τουλάχιστον ανά τρίμηνο (αν όχι μηνιαία)», αναφέρει.
Σημειώνεται πως τα δραματικά γεγονότα στην ορεινή Λεμεσό εξελίχθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σύνταξης της έκθεσης και της έγκρισής της. Ως εκ τούτου, εκτενής ανάλυση των επιπτώσεων δεν είναι δυνατή.
Άμεση παρακολούθηση πορείας πρωτογενών δαπανών
Το Συμβούλιο ζητά ακόμη να αρχίσει άμεσα η παρακολούθηση της πορείας των πραγματικών Καθαρών Πρωτογενών Δαπανών (ΚΔΠ), με επίσημη καταγραφή της πορείας τουλάχιστον ανά τρίμηνο (αν όχι μηνιαία), ούτως ώστε να μπορεί να τύχει έγκαιρης διόρθωσης η δημοσιονομική τροχιά.
Παράλληλα, σημειώνει ότι η τροχιά δαπανών της γενικής κυβέρνησης κάτω από τους ΚΟΔ (Κανόνες Οικονομικής Διακυβέρνησης) θα πρέπει επίσης να καταγράφεται ρητά στους ετήσιους Π/Υ και ΜΔΠ, πέρα από τις αναφορές στις συνολικές δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης. Επισημαίνει ότι η εν λόγω παρακολούθηση θα πρέπει να εστιάζεται στον ρυθμό αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών.
Να αποφεύγονται αποφάσεις και δεσμεύσεις
Την ίδια ώρα, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζει ότι θα πρέπει να αποφεύγονται οι αποφάσεις πολιτικής, επίσημες ανακοινώσεις ή άλλες δεσμεύσεις οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές δαπάνες κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της υποβολής του ετήσιου προϋπολογισμού και ΜΔΠ στη Βουλή των Αντιπροσώπων, και της τελικής του ψήφισης, καθώς δημιουργούν τετελεσμένα εκτός Π/Υ και αυξάνουν τον κίνδυνο εκτροχιασμού δαπανών.
«Σε κάθε περίπτωση, να αποφεύγονται δεσμεύσεις πολιτικής χωρίς να προηγηθεί κοστολόγηση και εκτίμηση χρονοδιαγράμματος», τονίζει.
Επίσης, υποδεικνύει ότι οι συστάσεις ανά χώρα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Country Specific Recommendations, CSRs) για την Κύπρο πρέπει να θεωρηθούν ως ντε φάκτο κορυφαίες προτεραιότητες της χώρας, με ρητές και δημόσιες αναφορές στη συγκεκριμένη δέσμευση της χώρας. Παραδέχεται ότι η επίδοση της Κύπρου στο συγκεκριμένο θέμα παραμένει χαμηλή.
Πολιτική μείωσης ανελαστικών δαπανών
Στις εισηγήσεις του Συμβουλίου, περιλαμβάνεται και η πολιτική μείωσης (ή τουλάχιστον συγκράτησης) των ανελαστικών δαπανών, με δεδηλωμένο στόχο να αποτελούν συγκεκριμένο ποσοστό των συνολικών δαπανών της γενικής κυβέρνησης, επισημαίνοντας ότι η συγκράτησή τους θα δημιουργήσει χώρο στον Π/Υ για τη λήψη μέτρων αν παραστεί ανάγκη και θα επιτρέψει στη Δημοκρατία να τηρήσει αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική.
Όχι σε συμπληρωματικούς προϋπολογισμούς
Ακόμη το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι πρέπει να διατηρηθεί η σημερινή αυστηρή στάση έναντι οποιωνδήποτε συμπληρωματικών προϋπολογισμών, οι οποίοι αποτελούν διαχρονική αδυναμία των δημοσίων οικονομικών και οι οποίοι καθίστανται ακόμα πιο προβληματικοί μετά την εισαγωγή των ΚΟΔ. «Η ενίσχυση του αρχικού προγραμματισμού δαπανών και της ποιότητας των επί μέρους προϋπολογισμών αποτελεί κρίσιμο βήμα για την ενίσχυση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας», αναφέρει.
Υποστηρίζει ότι πρέπει να δοθεί αυστηρή καθοδήγηση σε όλα τα Τμήματα, Διευθύνσεις, Υπουργεία και Αρχές της Δημοκρατίας για προσεκτικό μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό δράσεων και δεσμευτικά τριετή ΜΔΠ. «Η όποια αναθεώρηση δαπανών σε σχέση με ΜΔΠ προηγούμενων ετών, θα πρέπει να καταγράφεται ρητά», σημειώνει προσθέτοντας ακόμη ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής πρέπει να συμπεριληφθούν στις ενδεχόμενες υποχρεώσεις κατά την εκτίμηση ρίσκου.
Το Συμβούλιο χαιρετίζει τη στάση του Υπουργείου Οικονομικών έναντι των συμπληρωματικών προϋπολογισμών, προσδοκώντας ωστόσο σε λήψη μέτρων ούτως ώστε η συγκεκριμένη στάση του Υπουργείου, να καταστεί μόνιμη και να μην εξαρτάται από την προσωπική στάση συγκεκριμένων αξιωματούχων. «Προσδοκούμε σε λήψη μέτρων ούτως ώστε η συγκεκριμένη στάση του Υπουργείου Οικονομικών, να καταστεί μόνιμη και να μην εξαρτάται από την προσωπική στάση συγκεκριμένων αξιωματούχων», τονίζει.
Όγδοη σύσταση του Συμβουλίου είναι να αρχίσει διάλογος με την Κομισιόν με στόχο την διασαφήνιση των προθέσεων της σε πολιτικό επίπεδο, σε περίπτωση που αποτύχει ο στόχος της τροχιάς δαπανών αλλά διατηρηθεί το δημόσιο χρέος σε επίπεδα κοντά στο 60%.
Τέλος, ζητά όπως γίνει πλήρης καταγραφή των δυνητικών και αναδυόμενων δαπανών που προκύπτουν από υποχρεώσεις (όπως είναι η υλοποίηση της ΕΣΕΚ, η ψηφιακή μετάβαση και η άμβλυνση του φυσικού ρίσκου από την κλιματική αλλαγή) και οι οποίες δύνανται να εκτροχιάσουν τον δημοσιονομικό σχεδιασμό τα ερχόμενα έτη.
Παλαιότερη εισήγηση-Κίνδυνος για δαπάνες «έκπληξη»
Το Συμβούλιο σημειώνει και παλαιότερη εισήγησή του για να αρχίσει άμεσα διάλογος σε τεχνοκρατικό επίπεδο με την Κομισιόν με σκοπό τον αποκλεισμό ορισμένων από τις μεγάλες δαπάνες από την εκτίμηση των ΚΠΔ όπως αυτές ορίζονται στους νέους ΚΟΔ (π.χ. ΔΕΦΑ-ΕΤΥΦΑ, ΚΕΔΙΠΕΣ, περιλαμβανομένου και του ενδεχόμενου αποχαρακτηρισμού τους ως μέρος της «Γενικής Κυβέρνησης»), καθώς και για την διασαφήνιση του λογιστικού και στατιστικού χειρισμού των δαπανών που συνεχίζονται σε βάθος χρόνου (π.χ. ΚΕΔΙΠΕΣ, Ταμείο Αλληλεγγύης).
Όσον αφορά στη συγκεκριμένη εισήγηση, το Υπουργείο Οικονομικών έχει αρχίσει να λαμβάνει τα σχετικά μέτρα σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη Eurostat. Εκκρεμεί όμως η πλήρης μετάβαση της Δημοκρατίας στα νέα λογιστικά πρότυπα. «Η καθυστέρηση προκαλεί ασάφειες και αβεβαιότητα ως προς την πορεία δαπανών της Δημοκρατίας και εντείνει τον κίνδυνο να προκύψουν δαπάνες-«έκπληξη» σε μελλοντικούς προϋπολογισμούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαχείριση του χρέους αλλά και για τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας», επισημαίνεται.
Κοντά στο 3% ο ρυθμός ανάπτυξης
Αναφορικά με την κυπριακή οικονομία, το Συμβούλιο αναφέρει ότι συνεχίζει να καταγράφει σημαντικές αντοχές στις εξωγενείς πιέσεις, καθώς ο συνδυασμός μεγάλων ιδιωτικών έργων, εγχώριας ζήτησης και δημόσιας κατανάλωσης διατηρούν το ΑΕΠ σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
«Η επίδραση των εξωγενών εξελίξεων δεν αναμένεται πως θα έχει σημαντικό αποτύπωμα μέσα στο 2025, ενώ για το 2026 αναμένεται πως ο ρυθμός ανάπτυξης θα παρουσιάσει μικρή αποκλιμάκωση, αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα κοντά στο 3%», εκτιμά.
Δημόσιο Χρέος
Επιπλέον, το ΔΣΚ αναφέρει ότι η Δημοκρατία συνεχίζει να καταγράφει συνεχή και σημαντική μείωση του ενοποιημένου δημόσιου χρέους και η επίτευξη του ορίου του 60% «θεωρείται πλέον ιδιαίτερα πιθανή εντός του 2025», προειδοποιώντας παράλληλα ότι «η μόνιμη φύση στην αύξηση δαπανών και η προσωρινή φύση στην αύξηση των εσόδων, σε συνδυασμό και με τις πολλές αναδυόμενες δυνητικές δαπάνες της Δημοκρατίας, θέτουν σε αβέβαιο έδαφος την διατήρηση της σημερινής τροχιάς» του δημόσιου χρέους.
Το ΔΣΚ αναφέρει ότι η μείωση του χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθοδηγείται από τα αυξημένα έσοδα της Δημοκρατίας και από επιδράσεις βάσης, λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Αναφέρει ότι τα υψηλά ρευστά αποθέματα έχουν επιτρέψει τη δημιουργία ισχυρού αποθεματικού, το οποίο αξιοποιείται για τη μείωση του υφιστάμενου χρέους.
«Η πορεία του χρέους παραμένει πτωτική και, σε συνδυασμό με τις τοποθετήσεις πολιτικής και τις δεδηλωμένες πολιτικές του Υπουργείου Οικονομικών, εκτιμούμε πως η εν λόγω πτωτική πορεία θα συνεχιστεί», υπογραμμίζει.
Το ΔΣΚ χαιρετίζει και ενθαρρύνει τη στάση του Υπουργείου Οικονομικών, και θεωρεί πως η επίτευξη του στόχου για χρέος χαμηλότερο του 60%» δεν πρέπει να αποτελέσει την ολοκλήρωση της προσπάθειας, καθώς το ενδεχόμενο να χρειαστεί η Δημοκρατία πρόσβαση στην αγορά για την χρηματοδότηση αναδυόμενων αναγκών που δεν έχουν ακόμα εκτιμηθεί ή συνυπολογιστεί πλήρως, είναι αυξημένο τα επόμενα χρόνια» και προσθέτει πως «τα χαμηλά επίπεδα χρέους αποτελούν πηγή ισχύος για τη Δημοκρατία».
Ωστόσο, αναφέρει πως «η γενικότερη εικόνα του δημόσιου χρέους παραμένει ιδιαίτερα θετική, αλλά υφίστανται σημαντικές αδυναμίες, κυρίως ως προς την διατήρηση διαχρονικά των σημερινών πλεονασμάτων».
«Η μόνιμη φύση στην αύξηση δαπανών και η προσωρινή φύση στην αύξηση των εσόδων, σε συνδυασμό και με τις πολλές αναδυόμενες δυνητικές δαπάνες της Δημοκρατίας, θέτουν σε αβέβαιο έδαφος την διατήρηση της σημερινής τροχιάς», υπογραμμίζει.
Πιέσεις από αναδυόμενους κινδύνους
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Συμβουλίου, μεσοπρόθεσμα, οι αναδυόμενοι κίνδυνοι που σχετίζονται με την κυβερνοασφάλεια, τον μετριασμό των κλιματικών επιπτώσεων, τις ανάγκες υποδομών αλλά και τις ανάγκες για την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, σε συνδυασμό και με τα ζητήματα άμυνας, ενδέχεται να ασκήσουν πρωτογενώς δημοσιονομικές πιέσεις. Οι δε μακροοικονομικές πιέσεις θα είναι, τόσο άμεσες όσο και δευτερογενείς.
«Εξακολουθούμε να ανησυχούμε για το θέμα της κλιματικής αλλαγής, το οποίο θα απαιτήσει σημαντικές δαπάνες για αντιμετώπιση του φυσικού ρίσκου τα επόμενα χρόνια, κάτι που επιβεβαιώθηκε και με τα πρόσφατα γεγονότα του Ιουλίου», τονίζει.
Ταυτόχρονα σημειώνει την καθυστέρηση στην υλοποίηση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας έναντι των ευρωπαϊκών απαιτήσεων που αφορούν στο συγκεκριμένο θέμα. Εντοπίζεται πολύ περιορισμένη πρόοδος στην υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και εκφράζεται ανησυχία για το υψηλό μελλοντικό κόστος, περιλαμβανομένων και των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας για αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων στο πλαίσιο του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών ΙΙ (ΣΕΔΕ ΙΙ).
Όσον αφορά στην πράσινη μετάβαση και στην κλιματική αλλαγή, το διεθνές επενδυτικό κλίμα έχει επίσης επηρεαστεί και εκτιμάται πως η γενικευμένη στασιμότητα στις εν λόγω επενδύσεις θα επηρεάσει και την κυπριακή πραγματικότητα.
Ανεπαρκής η πρόοδος για πράσινη ατζέντα
Το Συμβούλιο επισημαίνει ακόμη ότι γενικότερα η «Πράσινη Ατζέντα,» η οποία περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις της Κύπρου κάτω από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το επερχόμενο ΣΕΔΕ ΙΙ (ETS II), τον Κανονισμό Επιμερισμού Προσπαθειών (ESR) αλλά και της άμβλυνσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (περιλαμβανομένων των φυσικών καταστροφών), αποτελεί μια ιδιαίτερα οξεία αδυναμία της Δημοκρατίας, με την μέχρι σήμερα πρόοδο να είναι ανεπαρκή παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα φιλοδοξίας έχουν τεθεί χαμηλότερα των υποχρεώσεων.
Πέραν των €3,4 δισ. οι δαπάνες για κλιματική κρίση
«Με την επιδείνωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά και την αύξηση των απωλειών λόγω ακραίων περιβαλλοντικών εξελίξεων, η χώρα ενδεχομένως φτάσει σε σημείο κρίσης, το οποίο θα υποχρεώσει την εκτελεστική εξουσία σε υψηλές δαπάνες που ενδέχεται να ξεπεράσουν τα 3.4 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια κάτι που πρέπει να αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχίας».