Έντονη ανησυχία εκφράζει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο για το κόστος της κλιματικής αλλαγής που ενδεχομένως να ξεπεράσει τα €3 δισ. τα επόμενα χρόνια.
Σε ένθετο για τη «Δασική Πυρκαγιά στην Ορεινή Λεμεσό 2025» που περιλαμβάνεται στην ενδιάμεσή του έκθεση που δημοσιοποιήθηκε χθες, το Συμβούλιο αναφέρει ότι στους μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς, η συμπερίληψη των δαπανών για άμβλυνση του φυσικού ρίσκου που προκύπτει από την κλιματική αλλαγή καθίσταται όλο και πιο σημαντική.
«Με την επιδείνωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά και την αύξηση των απωλειών λόγω ακραίων περιβαλλοντικών εξελίξεων, η χώρα ενδεχομένως να φτάσει σε σημείο κρίσης, το οποίο θα υποχρεώσει την εκτελεστική εξουσία σε υψηλές δαπάνες που ενδέχεται να ξεπεράσουν τα €3,4 δισ. τα επόμενα χρόνια, κάτι που πρέπει να αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχίας», τονίζεται.
Τα δραματικά γεγονότα στην ορεινή Λεμεσό εξελίχθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σύνταξης της έκθεσης και της έγκρισής της. Ως εκ τούτου, εκτενής ανάλυση των επιπτώσεων δεν είναι δυνατή.
«Οι ανάγκες για ενίσχυση υποδομών και προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των ακραίων φαινομένων δεν μπορούν να θεωρούνται ως απρόβλεπτες καθώς οι τάσεις είναι πλέον καλά καταγεγραμμένες από σειρά φορέων, περιλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας», επισημαίνεται.
Το Συμβούλιο εκτιμά ότι τα φαινόμενα ακραίων φυσικών καταστροφών αναμένεται πως θα επιδεινωθούν, τόσο σε συχνότητα όσο και σε σοβαρότητα τα επόμενα χρόνια.
Κάτω από τους νέους Κανόνες Οικονομικής Διακυβέρνησης, το επιπλέον κόστος που θα επωμιστεί η Δημοκρατία μπορεί να επιτραπεί ως απρόβλεπτη συγκυρία, υπογραμμίζεται. Ωστόσο, υποδεικνύεται, με βάση το μέσο κόστος φυσικών καταστροφών την τελευταία δεκαετία, θα πρέπει να υιοθετηθεί συγκεκριμένη πρόβλεψη στους ετήσιους προϋπολογισμούς και Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά Πλαίσια (ΜΔΠ) .
Επιπλέον, σημειώνεται ότι ο δείκτης προστασίας από τον φυσικό κίνδυνο που προκύπτει από την κλιματική αλλαγή είναι ιδιαίτερα χαμηλός για την Κύπρο. Οι ανάγκες για επιπλέον δαπάνες που να σχετίζονται με την υποδομή προστασίας ανθρώπων, φύσης και πόρων, καθίστανται όλο και μεγαλύτερες. Η καθυστέρηση στη συμπερίληψη των εν λόγω δαπανών στους κρατικούς σχεδιασμούς, αφενός αυξάνουν το απόθεμα ρίσκου και αφετέρου το συνολικό τελικό κόστος.
Στις υποδομές θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το τραπεζικό κόστος ρίσκου καθώς πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατηγοριοποιούνται ως υψηλού ρίσκου (σχεδόν 20% των χαρτοφυλακίων), γεγονός που τους θέτει εκτός αγοράς δανείων, αναφέρει.
Ακόμη, τονίζεται ότι η ασφαλιστική κάλυψη είναι ανεπαρκής για φυσικές καταστροφές και θα πρέπει να ενισχυθεί μέσα από κανονιστικές ρυθμίσεις η ασφάλιση οικίας και επιχείρησης κατά των φυσικών καταστροφών.
Ταυτόχρονα σημειώνει την καθυστέρηση στην υλοποίηση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας έναντι των ευρωπαϊκών απαιτήσεων που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα. Εντοπίζεται πολύ περιορισμένη πρόοδος στην υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής για την Ενέργεια και το Κλίμα και εκφράζεται ανησυχία για το υψηλό μελλοντικό κόστος, περιλαμβανομένων και των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας για αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων στο πλαίσιο του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών ΙΙ (ΣΕΔΕ ΙΙ).
Όσον αφορά την πράσινη μετάβαση και την κλιματική αλλαγή, το διεθνές επενδυτικό κλίμα έχει επίσης επηρεαστεί και εκτιμάται πως η γενικευμένη στασιμότητα στις εν λόγω επενδύσεις θα επηρεάσει και την κυπριακή πραγματικότητα.