Δύο προτάσεις νόμου για τροποποίηση του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου και του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, ώστε η διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής από το Εφοριακό Συμβούλιο να ολοκληρώνεται εντός χρονικής προθεσμίας έξι μηνών από την υποβολή αυτής, η οποία προθεσμία να είναι ανατρεπτική, αντί εντός χρονικής προθεσμίας ενός χρόνου από την υποβολή αυτής, ως προβλέπεται σήμερα, κατέθεσε η βουλεύτρια του ΔΗΣΥ, Φωτεινή Τσιρίδου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κρίνονται αναγκαίες λόγω της ιδιαίτερης σημασίας των φορολογικών διαφορών, καθότι για το μεν κράτος η έγκαιρη και σαφής επίλυση των φορολογικών διαφορών συμβάλλει στην ομαλή είσπραξη των φόρων, στοιχείο κρίσιμο για τη διατήρηση σταθερής δημοσιονομικής πολιτικής και την ενίσχυση της αξιοπιστίας του φορολογικού συστήματος, για τους δε ιδιώτες και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, η ταχεία και προβλέψιμη διευθέτηση των φορολογικών διαφορών είναι καθοριστική για την ασφάλεια δικαίου, τον οικονομικό προγραμματισμό αυτών και τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων.
«Είναι γεγονός ότι όσον αφορά τον τομέα των επενδύσεων, η καθυστέρηση στη διευθέτηση φορολογικών διαφορών μπορεί να δημιουργήσει αβεβαιότητα, αποθαρρύνοντας εγχώριες και ξένες επενδύσεις, με αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη. Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται σήμερα για την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας δημιουργεί σημαντικές καθυστερήσεις και αβεβαιότητα για τους φορολογούμενους και τους επενδυτές και κρίνεται ως υπερβολικά μεγάλο», τονίζει.
Συναφώς, υπογραμίζει, η μείωση αυτού στους έξι μήνες -προθεσμία η οποία θα είναι ανατρεπτική- εξασφαλίζει ότι οι επενδυτές θα έχουν σαφή και έγκαιρη εικόνα των φορολογικών τους υποχρεώσεων και των πιθανών διαφορών, γεγονός που ενισχύει την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Ιδιαίτερη βαρύτητα, υπογραμμίζει, αποκτά η ρύθμιση δεδομένου ότι, μετά την απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου ακολουθεί κατά κανόνα η διαδικασία δικαστικής προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία μπορεί να είναι μακροχρόνια και πολύπλοκη. Πολύ, δε, περισσότερο αν εξαντληθούν όλα τα προσφερόμενα ένδικα μέσα, προσθέτει. Επομένως, υποδεικνύει, είναι κρίσιμο το πρώτο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας να ολοκληρώνεται εντός ενός αυστηρού και σύντομου χρονικού πλαισίου, ώστε να περιορίζονται οι καθυστερήσεις και να διασφαλίζεται η έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης.
Περαιτέρω, τονίζει, κατ' εξαίρεση, το Διοικητικό Δικαστήριο έχει εξουσία να ελέγχει όχι μόνο τη νομιμότητα, αλλά και την ουσιαστική ορθότητα της διοικητικής πράξης στις φορολογικές διαφορές, γεγονός που υπογραμμίζει τη βαρύτητα που αποδίδει ο νομοθέτης στις φορολογικές υποθέσεις και ενισχύει την ανάγκη για σαφή και δεσμευτικό χρονικό περιορισμό του σταδίου της διοικητικής εξέτασης.
Συναφώς, επισημαίνει, η θέσπιση σύντομης ρητής ανατρεπτικής προθεσμίας εξυπηρετεί τον στόχο της ασφάλειας δικαίου, περιορίζει την αβεβαιότητα, ενισχύει την προβλεψιμότητα και ενθαρρύνει την ταχεία ολοκλήρωση των διαδικασιών προς όφελος όλων των εμπλεκομένων μερών, περιλαμβανομένων των επενδυτών και της επιχειρηματικής κοινότητας.
Συναφείς ρυθμίσεις, εξηγεί, απαντώνται ήδη στο εθνικό δίκαιο σε τομείς μείζονος δημόσιου συμφέροντος, όπως η νομοθεσία που αφορά την κατακύρωση μεγάλων έργων, πρακτική που καταδεικνύει ότι, όταν διακυβεύεται το δημόσιο συμφέρον ή η σταθερότητα της οικονομίας, η πολιτεία υιοθετεί ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις ταχείας κρίσης.
Σύμφωνα με την κ. Τσιρίδου, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κρίνονται αναγκαίες καθότι εισάγουν μια ουσιαστική τομή στο φορολογικό διοικητικό δίκαιο, συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της διοικητικής διαδικασίας, ενισχύουν την προβλεψιμότητα και την ασφάλεια δικαίου και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, με ιδιαίτερη μέριμνα για τη δημιουργία φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος.