Η πρόσφατη καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, για υπόθεση βιασμού, καθιστά επίκαιρη όσο ποτέ τη συζήτηση της πρότασης νόμου που τερματίζει το ανέλεγκτο της Νομικής Υπηρεσίας και δη του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Αν και καταχωρίσθηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης η συγκεκριμένη υπόθεση βιασμού, στη συνέχεια, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, Σάββας Αγγελίδης, προχώρησε στην αναστολή της ποινικής δίωξης του κατηγορουμένου που διεκδικούσε βουλευτική έδρα με τον ΔΗΣΥ, επικαλούμενος νέα στοιχεία που προέκυψαν. Χθες και μετά το χαστούκι από το ΕΔΔΑ, ο κ. Αγγελίδης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να καταχωρίσει εκ νέου την υπόθεση ενώπιον της Δικαιοσύνης εφόσον συναινέσει το θύμα. Επί της ουσίας τίποτα δεν άλλαξε καθώς το μαρτυρικό υλικό παραμένει ως έχει. Απλά μετά την κατσάδα από το ΕΔΔΑ, η Νομική Υπηρεσία υποχρεώθηκε να πράξει το αυτονόητο: Να καταχωρίσει την υπόθεση και να αφήσει τα δικαστήρια να αποφανθούν για την αθωότητα ή την ενοχή του κατηγορουμένου.
Η επίμαχη πρόταση νόμου που καταργεί το ανέλεγκτο των δυο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας υπογράφεται από εννέα βουλευτές: Ειρήνη Χαραλαμπίδου (ΑΚΕΛ), Δημήτρη Δημητρίου (ΔΗΣΥ), Παύλο Μυλωνά (ΔΗΚΟ), Χαράλαμπο Θεοπέμπτου (Κίνημα Οικολόγων), Σταύρο Παπαδούρη (Κίνημα Οικολόγων), Ρίτα Θεοδώρου Σούπερμαν (ΔΗΣΥ), Χρύσανθο Σαββίδη (ΔΗΚΟ) και τους ανεξάρτητους Αλεξάνδρα Ατταλίδου και Κωστή Ευσταθίου.
Την καταχώνιασαν
Η πρόταση νόμου αραχνιάζει στα συρτάρια της Επιτροπής Νομικών της Βουλής από τον Φεβρουάριο του 2024. Ουδέποτε συζητήθηκε. Γεγονός που αποδίδεται, όπως καταγγέλλουν βουλευτές που υπογράφουν την πρόταση νόμου, στους δύο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας που διαφωνούν με τις πρόνοιες της πρότασης νόμου, η οποία επιβάλλεται να συζητηθεί σε συνάρτηση με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που ενέκρινε προ ημέρων το Υπουργικό Συμβούλιο και αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή για ψήφιση, ενδεχομένως και αύριο. Το νομοσχέδιο καταργεί τις υπερεξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα και διαχωρίζει τις αρμοδιότητές του σε δύο ξεχωριστούς ρόλους: Ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας θα παραμείνουν νομικοί σύμβουλοι του κράτους και παράλληλα δημιουργείται ο θεσμός του Γενικού Δημόσιου Κατηγόρου και του Βοηθού Δημόσιου Κατηγόρου, ο οποίος θα έχει και την αποκλειστική ευθύνη των ποινικών διώξεων, όπως και των αναστολών ποινικών διώξεων. Συνεπώς, η διαφάνεια στις αποφάσεις του Γενικού και του Βοηθού Δημόσιου Κατηγόρου, όπως και η δημόσια λογοδοσία θα πρέπει να κατοχυρωθούν μέσα από την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου. Δεν αρκεί η επίκληση του δημόσιου συμφέροντος για να αποσύρεται μια ποινική υπόθεση από τα δικαστήρια. Θα πρέπει να δικαιολογείται, κιόλας.
Το σκεπτικό
Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου των εννέα βουλευτών, «σκοπός της είναι η τροποποίηση του Άρθρου 113 του Συντάγματος ούτως ώστε να καταστεί δυνατός ο εκσυγχρονισμός και η διά νομοθεσίας καλύτερη ρύθμιση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Γενικού Εισαγγελέα. Λόγω του συνδυασμού και της συσσώρευσης πολύ σημαντικών εξουσιών και αρμοδιοτήτων σε έναν ανεξάρτητο αξιωματούχο και, κυρίως, λόγω των ιδιοτήτων που του αποδίδονται ως του νομικού συμβούλου της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των υπουργών αφ' ενος και του υπευθύνου δι' όλας τας ποινικάς διώξεις αφ' ετέρου, διαπιστώνεται η δημιουργία ποικίλων προβλημάτων που σχετίζονται με την έλλειψη εχεγγύων αντικειμενικής αμεροληψίας, ασυμβιβάστου, σύγκρουσης συμφέροντος, έλλειψης λογοδοσίας, άσκησης ελέγχου και επίδειξης διαφάνειας. Καθίσταται, επομένως, επιτακτική η ανάγκη διαχωρισμού των προαναφερθεισών εξουσιών και αρμοδιοτήτων και η απόδοσή τους σε ξεχωριστά όργανα στη Δημοκρατία προς τον σκοπό της διασφάλισης των προαναφερθέντων εχεγγύων. Αυτή η αναγκαιότητα, απαραίτητη σε κάθε σύγχρονο κράτος και ιδιαίτερα σε ένα κράτος μέλος της ΕΕ, έχει επανειλημμένα επισημανθεί από κορυφαίους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Επιτροπή Βενετίας, η Ομάδα Κρατών GRECO κ.ά., προς τους οποίους πρέπει να συμμορφωθεί και εναρμονισθεί η Κυπριακή Δημοκρατία».
Μόνο στην Κύπρο...
- Είμαστε το μοναδικό κράτος μέλος της ΕΕ στο οποίο δεν προβλέπεται κανένας έλεγχος των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα είτε υπό τη μορφή δικαστικού ελέγχου είτε υπό τη μορφή εσωτερικού ελέγχου.
- Η απουσία δυνατότητας προσφυγής κατά των αποφάσεων των δημόσιων κατηγόρων, ειδικά σε περιπτώσεις μη δίωξης ή αναστολής ποινικής δίωξης, αντίκειται στα ευρωπαϊκά πρότυπα καθώς δημιουργεί σοβαρό έλλειμμα λογοδοσίας και αυξάνει τον κίνδυνο αυθαιρεσίας.
- Την ανάγκη για λογοδοσία και δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων των δημόσιων κατηγόρων επισημαίνουν και διεθνείς οργανισμοί όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και η Επιτροπή Βενετίας, ένα από τα σημαντικότερα θεσμικά όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης που ειδικεύεται στο κράτος δικαίου.
- Η απουσία άσκησης ελέγχου επί των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα παραβιάζει το δικαίωμα των ατόμων που επηρεάζονται δυσμενώς από αυτές τις αποφάσεις, όπως είναι για παράδειγμα τα θύματα ή και οι στενοί συγγενείς τους.
Έσπασε το απόλυτο ανέλεγκτο με το Πόθεν Έσχες
Με την ψήφιση του νέου νόμου για το Πόθεν Έσχες, που τέθηκε σε εφαρμογή την 01/11/2024, ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, οι σύζυγοι και τα ανήλικα τέκνα τους είναι υποχρεωμένοι να υποβάλλουν δήλωση περιουσιακών στοιχείων με σκοπό να ελέγχονται για αθέμιτο πλουτισμό.
Με τον υπό αναφορά νόμο, καταγράφηκε το πρώτο ουσιαστικό πλήγμα στο απόλυτο θεσμικό ανέλεγκτο με το οποίο περιβάλλει το Σύνταγμα τους δυο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας που έδωσαν νομικές μάχες για να μην εφαρμοστεί. Συγκεκριμένα, συμβούλευσαν τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη να μην υπογράψει τον νόμο για να τεθεί σε εφαρμογή και να προσφύγει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για να τον ακυρώσει, επικαλούμενος ισχυριζόμενη παραβίαση συνταγματικών αρχών και με γνώμονα τη διασαφήνιση της θεσμικής διάστασης του θέματος.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με γνωμάτευσή του στις 20/11/2024 απέρριψε τη θέση του Προέδρου Χριστοδουλίδη και των νομικών του συμβούλων και άνοιξε τον δρόμο για τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των δυο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, των οποίων η περιουσία, κινητή και ακίνητη, δημοσιοποιήθηκε όταν υπέβαλαν Πόθεν Έσχες ως υπουργοί του Νίκου Αναστασιάδη.