Το ενδεχόμενο της αλλαγής των συνόρων δια της ένοπλης βίας στην Ουκρανία προκαλεί έντονη ανησυχία στη Λευκωσία, η οποία φοβάται ότι μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στο κυπριακό πρόβλημα, αφού θα δημιουργήσει προηγούμενο για συνοριακές αλλαγές σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου. Οι ανησυχίες εντείνονται και από το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες, που συναντήθηκαν το βράδυ της Δευτέρας με τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσινγκτον, δεν απέρριψαν ως θέση αρχής την ιδέα της παραχώρησης ουκρανικών εδαφών αλλά επέλεξαν να επικεντρωθούν στις εγγυήσεις ασφαλείας, αφήνοντας να νοηθεί ότι η Ουκρανία θα αποφασίσει μόνη της εάν θα συναινέσει στην αλλαγή των συνόρων.
Χθες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, συμμετείχε σε τρεις διαδοχικές τηλεδιασκέψεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), της «Συμμαχίας των Προθύμων» και των ηγετών των κρατών μελών της ΕΕ, με θέμα τις τελευταίες εξελίξεις στο ουκρανικό ζήτημα.
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Κωνσταντίνο Λετυμπιώτη, «κατά την τοποθέτησή του, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ανέδειξε την κρισιμότητα του ζητήματος των κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών, σημειώνοντας ότι οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να βασίζεται στον πλήρη σεβασμό της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Υπογράμμισε ότι η ιστορική εμπειρία της Κύπρου, με το 37% του εδάφους της να παραμένει εδώ και 51 χρόνια υπό παράνομη τουρκική κατοχή, επιβεβαιώνει με τον πιο σαφή τρόπο την ανάγκη υπεράσπισης αυτών των αρχών, χωρίς εκπτώσεις και εξαιρέσεις».
Στην τηλεδιάσκεψη των αρχηγών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος συμμετείχε και η πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αννίτα Δημητρίου, η οποία υποστήριξε την ανάγκη υπεράσπισης των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τονίζοντας τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής και της παράνομη κατοχής του 37% της Κύπρου. «Ως ΔΗΣΥ και ως ΕΛΚ», τόνιζε σε χθεσινή της ανακοίνωση η Πινδάρου, «επαναβεβαιώσαμε ότι η κατάπαυση του πυρός πρέπει να αποτελέσει τη βάση για μια δίκαιη και διαρκή ειρήνη και ότι ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας είναι αδιαπραγμάτευτος και μόνο η ίδια η Ουκρανία μπορεί να αποφασίσει το μέλλον της».

Η μεγάλη στροφή
Για στροφή των Ευρωπαίων ηγετών στο θέμα της Ουκρανίας έκανε λόγο ο διεθνολόγος και γεωστρατηγικός αναλυτής Βασίλης Κοψαχείλης. Άφησε μάλιστα να νοηθεί ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες πιέζουν την Ουκρανία να οικειοποιηθεί τη λύση που ετοιμάζονται να της επιβάλουν οι ΗΠΑ και η Ρωσία, λέγοντας ότι τώρα αποφάσισαν να παρουσιαστούν ως αρωγοί της όλης προσπάθειας. Εξέφρασε δεν την εκτίμηση ότι «οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να αποδεσμευτούν γρήγορα και με όποιο κόστος από τις αμυντικές δεσμεύσεις που έχουν απέναντι στην Ουκρανία, διότι όλη αυτή η ιστορία με το σχέδιο ReArm και τον αμυντικό προϋπολογισμό της ΕΕ αφαιρεί κονδύλια ουσιαστικά από το κοινωνικό πακέτο, με αρνητικό αντίκτυπο στην αποδοχή των εθνικών κυβερνήσεων στο εκλογικό Σώμα».
Ο κ. Κοψαχείλης υποστήριξε ότι «οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι στην Αλάσκα αποφάσισαν ότι η Ουκρανία θα παίζει τον ρόλο που είχε η Γερμανία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου». Δηλαδή, συμπλήρωσε, «οι Αμερικανοί θα κατασκευάσουν στρατιωτικές βάσεις για τον έλεγχο της κατάστασης και θα δοθούν στη Ρωσία κάποια ουκρανικά εδάφη που κατοικούνται από ρωσόφωνους και η Μόσχα θα εγκαταστήσει εκεί ορισμένα check points και όλο το παιχνίδι που λέγεται Ουκρανία θα ελέγχεται αποκλειστικά από τους Αμερικανούς και τους Ρώσους».
Συνεχίζοντας, είπε ότι οι σημερινοί Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν έχουν την κουλτούρα για να σκεφτούν γεωπολιτικά και πως ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, προσφέρει σε αυτούς ένα σχέδιο εξόδου από το δίλημμα στο οποίο βρέθηκαν. Εξήγησε δε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες πιέζουν τώρα τον Ουκρανό Πρόεδρο να αλλάξει λίγο το δικό του αφήγημα και να πει «εντάξει, θα συζητήσουμε για τα εδάφη στα οποία ήδη έχει βάλει πόδι η Ρωσία». Ακολούθως ανέφερε ότι οι Ευρωπαίοι δεν έχουν ούτε σχέδιο αλλά ούτε την ισχύ να επιβάλουν μια νέα τάξη πραγμάτων, ωστόσο επιθυμούν να έχουν κάποιο ρόλο για την εξυπηρέτηση των δικών τους εθνικών συμφερόντων.
Προχώρησε μάλιστα και σε μια ερμηνεία των κινήσεων των Ευρωπαίων ηγετών στον αμυντικό τομέα, λέγοντας ότι επιχειρούν να ικανοποιήσουν τον φιλελεύθερο κόσμο που θεωρεί ότι στην Ουκρανία συγκρούεται η δημοκρατία και η ελευθερία με τον σκοταδισμό, να αναπληρώσουν τα αποθέματα οπλισμού που χάθηκαν από τις αποθήκες τους και να ενισχύσουν την πολεμική τους βιομηχανία.
Εγγυήσεις ασφαλείας
Σε ό,τι αφορά την πρόταση του Ουκρανού Προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, για αγορά αμερικανικών όπλων αξίας 100 δισεκατομμυρίων ευρώ με χρήματα των Ευρωπαίων στα πλαίσια των εγγυήσεων ασφαλείας, ο κ. Κοψαχείλης ανέφερε ότι μέρος αυτών των χρημάτων θα προκύψει από το σχέδιο ReArm και τον προϋπολογισμό της ΕΕ για την άμυνα και θα καλυφθεί από τα «παγωμένα» ρωσικά περιουσιακά στοιχεία. Εξέφρασε δε την εκτίμηση ότι «οι Ρώσοι, προκειμένου να πάρουν εδάφη και να δείξουν προς τα έξω ότι έχουν κερδίσει, θα κάνουν εκπτώσεις σε αυτό το θέμα». Υπενθύμισε, επίσης, ότι η ΕΕ ενέκρινε γύρω στα 50 δισεκατομμύρια ευρώ ως χρηματοδοτική βοήθεια προς το Κίεβο.

Ενώπιον σκληρού διλήμματος ο Ζελένσκι
H συνάντηση μεταξύ Ντόναλντ Τράμπ και Ζελένσκι διεξήχθη σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα από την προηγούμενη, με τον Ουκρανό Πρόεδρο να προσφέρει 100 δισ. δολάρια για αγορές αμερικανικών οπλικών συστημάτων αλλά και ένα πρόγραμμα αξίας 50 δισ. δολαρίων για τη συμπαραγωγή drones ανάμεσα σε ουκρανικές και αμερικανικές εταιρείες, ανέφερε στον «Π» ο διεθνολόγος δρ Αλέξανδρος Ζαχαριάδης, ερευνητικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κύπρου και του London School of Economics.
«Σε αντάλλαγμα», πρόσθεσε, «οι ΗΠΑ δείχνουν διατεθειμένες να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ουκρανίας, χωρίς να αποκλείουν τη συμμετοχή αμερικανικών στρατευμάτων στη διεθνή δύναμη που θα συμμετάσχει στην εφαρμογή των εγγυήσεων ασφαλείας». Συνεχίζοντας είπε ότι «εδώ υπάρχει ένα καίριο ερώτημα το οποίο μένει αναπάντητο: Είναι διατεθειμένη η Ουκρανία να απολέσει ολόκληρο το Ντονμπάς χάριν αυτών των εγγυήσεων;».
Ακολούθως, ο δρ Αλέξανδρος Ζαχαριάδης ανέφερε ότι «ο Πρόεδρος Πούτιν έχει ξεκαθαρίσει πως, για να υπάρξει συμφωνία, θέλει να πάρει και το Ντονμπάς πέρα από την Κριμαία, το οποίο περιλαμβάνει τις επαρχίες του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ». Πρόσθεσε δε ότι «ενώ το Λουχάνσκ έχει καταληφθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον ρωσικό στρατό, αυτό δεν ισχύει για το Ντονέτσκ, στο κέντρο του οποίου εκτείνεται μια γραμμή 50 χιλιομέτρων, από την Κονσταντινοβκά στα νότια μέχρι το Σλοβιάνσκ στα βόρεια, με το Κραματόρσκ να βρίσκεται περίπου στο κέντρο». Κατά μήκος αυτής της περιοχής, συμπλήρωσε, «η Ουκρανία από το 2014 και μετά έχει επενδύσει εκατομμύρια στην ανάπτυξη στρατιωτικών υποδομών και οχυρωματικών έργων που θα έκαναν μια οποιαδήποτε προσπάθεια κατάληψης της περιοχής εξαιρετικά δύσκολη, χρονοβόρα και με υψηλό κόστος σε ζωές αλλά και χρήματα». Ενδεικτικά, συνέχισε, «ο ρωσικός στρατός φαίνεται να προσπαθεί να κινηθεί παραπλεύρως της ζώνης αυτής για να την περικυκλώσει, κάτι για το οποίο θα χρειαστεί πάρα πολύ χρόνο και κόπο».
Προειδοποίησε δε ότι «σε περίπτωση που χαθεί το Ντονέτσκ, και ιδιαίτερα χωρίς μάχη, τότε οι ρωσικές δυνάμεις θα έχουν τη δυνατότητα την επαύριον να προελάσουν προς την κατεύθυνση του Χαρκόβου ή και του Ντιπροπετρόβσκ, όπου δεν υπάρχουν ανάλογα οχυρωματικά έργα». Άρα, πρόσθεσε, το ερώτημα το οποίο ανέφερα πιο πάνω είναι εκείνο που πρέπει να απαντήσει ο Ζελενσκι. «Δηλαδή», εξήγησε, «αξίζουν οι εγγυήσεις ασφαλείας που θα προσφερθούν όσο η απώλεια των πιο ισχυρών οχυρώσεων που έχει η Ουκρανία;» Ειδικά, συνέχισε, «εάν την επαύριον μιας συμφωνίας υπάρξει και άρση των κυρώσεων που θα επιτρέψει στη Ρωσία, που έχει ενισχυμένη και έτοιμη στρατιωτική βιομηχανία, να ανακάμψει οικονομικά σε γοργούς ρυθμούς και μαζί να ανακάμψει και ο ρωσικός στρατός».