του Νίκου Μεσαρίτη
Η πολιτική ανατροπή στα κατεχόμενα δεν είναι μια απλή εκλογική εξέλιξη. Είναι η τρίτη φορά που οι Τουρκοκύπριοι, μέσα σε συνθήκες καταπίεσης και εξάρτησης, υψώνουν τη φωνή τους απέναντι σε εξωτερικά κέντρα εξουσίας. Διεκδικούν δημοκρατία, δικαιώματα και ειρήνη, όχι μόνο στον βορρά αλλά για το νησί ολόκληρο. Στη μισή δική μας Κύπρο όμηρο του Αττίλα, η αντίδραση ντροπιαστική. Μπορεί τα δύο μεγάλα κόμματα να στάθηκαν με σχετική ωριμότητα, αλλά τα υπόλοιπα —από τους εθνικιστές έως τους ακροδεξιούς— έσπευσαν πάλι να πουν «ΟΧΙ». Δεν είναι ελπίδα, γιατί τον βορρά κρατά η Τουρκία, είπαν. Ντροπή χίλιες φορές.
Ποιος κάλεσε την εγγυήτρια Τουρκία το 1974 με το προδοτικό πραξικόπημα;
Ποιοι άφησαν αφύλακτα τα βόρεια παράλια ξεπερνώντας τον Εφιάλτη; Έστειλαν καταδρομείς και ορεινό πυροβολικό στην Πάφο να επιβάλουν το πραξικόπημα.
Ποιοι ενώ κρατούσαν τον Πενταδάκτυλο δεν έριξαν ούτε μια σφαίρα στον τόπο της απόβασης;
Ποιοι συμφώνησαν τη διπλή ένωση αφήνοντας τη μισή πατρίδα κατεχόμενη πενήντα ένα χρόνια;
Ποιος ύψωσε συνθήματα του ψευδοπατριωτισμού που ακόμη δηλητηριάζουν τον τόπο;
Ποιοι τράβηξαν συρματόπλεγμα φέρνοντας σύνορα στη Λευκωσία;
Οι ίδιοι κύκλοι που τότε πρόδωσαν την πατρίδα, σήμερα επιμένουν να ορίζουν την «καθαρότητα» του λαού. Οι εθνικιστές και οι ακροδεξιοί έχουν ανάγκη από φόβο για να επιβιώσουν πολιτικά. Αν δεν υπάρχει εχθρός, τον επινοούν· αν δεν υπάρχει απειλή, τη δημιουργούν. Με λόγο γεμάτο από παλιές ρητορικές περί «προδοσίας» και «εθνικής καθαρότητας», προσπαθούν να μαντρώσουν την κοινωνία σε ψεύτικες βεβαιότητες. Δεν συζητούν, δεν αναλύουν, δεν ασκούν πολιτική. Κατασκευάζουν απλοϊκά διλήμματα για να εμποδίσουν τους πολίτες να σκεφτούν ελεύθερα. Συντηρούν τη διχόνοια, γιατί μόνο μέσα σ’ αυτήν μπορούν να υπάρξουν.
Από την άλλη, αξίζει ό,τι σημείωσε ο Σταύρος Αντωνίου. Οι Τουρκοκύπριοι δεν στράφηκαν προς γραφικούς υποψηφίους· υπήρχαν αρκετοί ανάμεσα στους οκτώ. Επέλεξαν ένα από τα παραδοσιακά κόμματα, με κριτήριο πολιτικό και όχι εθνικό. Αυτό δείχνει πως, και στις δύο πλευρές του νησιού, παραμένει ζωντανό ένα κοινό αίτημα: να μπορούν οι Κύπριοι —όλοι οι Κύπριοι— να αποφασίζουν για τη μοίρα τους.
Κανένας δεν χρειάζεται να «αναγνωρίσει» την τουρκοκυπριακή ψήφο· το έκαναν ήδη η ΕΕ, τα euro news και ο ΟΗΕ. Όσο κι αν κάποιοι φωνάζουν για «παρανομία» ή «έποικους», η διεθνής κοινότητα θεωρεί πλέον Κύπριους όσους γεννήθηκαν στα εδάφη που η ΕΟΚΑ Β΄ παρέδωσε στην Τουρκία.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πολύπλοκη, αλλά πραγματικότητα — και όσοι τους εκνευρίζει, επιλέγουν τον εθνικισμό ως άλλοθι για τις δικές τους ασήκωτες ευθύνες. Ο εθνικισμός δεν βοήθησε ποτέ και πουθενά. Μόνο πρόδωσε. Ήρθε η ώρα να θυμώσουμε εμείς — οι πολίτες που πιστεύουν στη λογική, στη δημοκρατία, στην ειρήνη. Να σταθούμε απέναντι στους ψεύτικους «πατριώτες», στους γραφικούς «καθαρούς», και να απαιτήσουμε πολιτική με ευθύνη και σχέδιο. Γιατί το μέλλον στην Κύπρο δεν εξασφαλίζεται με συνθήματα. Εξασφαλίζεται μόνο με πράξεις.
Η αλήθεια είναι απλή και σκληρή: όσο υπάρχει τουρκικός στρατός στο νησί, η Κύπρος δεν θα είναι ελεύθερη. Η παρουσία του Αττίλα είναι το σύμβολο μιας διαρκούς ομηρίας που κρατά όλους τους Κυπρίους δεμένους στο παρελθόν. Κανένα μέλλον δεν μπορεί να χτιστεί πάνω σε συρματοπλέγματα και προκαταλήψεις. Ο πραγματικός αντίπαλος δεν είναι ο «άλλος». Είναι η στασιμότητα και η απουσία πολιτικής βούλησης. Ο λαός της Κύπρου αξίζει μια πορεία που να στηρίζεται στη σκέψη, όχι στα συνθήματα· στην ωριμότητα, όχι στις εύκολες κατηγορίες. Η ειρήνη δεν χαρίζεται, κατακτάται. Και κατακτάται μόνο όταν το συμφέρον του λαού τίθεται πάνω από τις επιδιώξεις των ακραίων και των τρίτων. Η φωνή της λογικής —αυτή που ενώνει και δεν διχάζει— είναι το πραγματικό κεφάλαιο του νησιού. Με αυτή τη φωνή μπορούμε να ξαναφτιάξουμε την Κύπρο: ενιαία, δημοκρατική, χωρίς στρατούς και διαχωρισμούς.
Μια Κύπρος που, επιτέλους, θα ανήκει στους Κυπρίους.






