Νεκτάριος Μιχαήλ*
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εντάσεις ανά τον κόσμο έχουν τονίσει το γεγονός ότι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ ενδέχεται να είναι απροετοίμαστες και σίγουρα υπολειτουργούν όσον αφορά την παραγωγή όπλων. Σε πρόσφατη ομιλία του, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, σημείωσε ότι «όσον αφορά τα πυρομαχικά, η Ρωσία παράγει σε τρεις μήνες ό,τι παράγει το ΝΑΤΟ σε ένα ολόκληρο έτος».
Ενώ πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν, μέχρι σήμερα, αυξήσει τη ζήτηση για διάφορα είδη πυρομαχικών, η Ευρώπη δεν διαθέτει ούτε τα εργοστάσια ούτε τις πρώτες ύλες που απαιτούνται για να υποστηρίξουν την αύξηση στην παραγωγή τους. Ένα σαφές παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι τα εργοστάσια που παράγουν βασικά χημικά εκρηκτικά είναι πλέον σπάνια στην Ευρώπη, καθώς τα περισσότερα έκλεισαν στα τέλη του 20ού αιώνα και τα εναπομείναντα έχουν παραγγελίες οι οποίες αναμένεται να τους πάρουν μερικά χρόνια για να τις υλοποιήσουν.
Πρώτες ύλες
Ακόμη και αν τα εργοστάσια στην Ευρώπη ανακατασκευαστούν ή επεκταθούν, οι πρώτες ύλες που απαιτούνται για τη δημιουργία πυρομαχικών θα πρέπει να εισαχθούν. Για παράδειγμα, η νιτροκυτταρίνη, μια χημική ένωση που χρησιμοποιείται ευρέως στα πυρομαχικά, παράγεται από κυτταρίνη, μια φυτική ύλη που προέρχεται συνήθως από βαμβακερά υπολείμματα ή ξυλοπολτό. Εκτός από την έλλειψη εργοστασίων, η Ευρώπη παράγει μόνο το 4% περίπου της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής βαμβακιού και εισήγαγε βαμβάκι αξίας άνω των 2,8 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2024. Αν και η αξία των εισαγωγών βαμβακιού δεν είναι μεγάλη σε νομισματικούς όρους, η απουσία του υποδηλώνει ότι είναι ακόμη πιο δύσκολο για την ΕΕ να εξασφαλίσει αυτάρκεια στην παραγωγή πυρομαχικών, ακόμη και αν αυξηθεί ο αριθμός των διαθέσιμων εργοστασίων.
Το ίδιο ισχύει και για άλλα βασικά υλικά στην παραγωγή όπλων. Για παράδειγμα, η ευρωπαϊκή παραγωγή σιδήρου μειώθηκε στο 3% της παγκόσμιας παραγωγής ορυκτών το 2018, από περισσότερο από 40% πριν από έναν αιώνα, με την εξάρτησή της από τις εισαγωγές να ανέρχεται σε περίπου 50% το 2024. Επιπλέον, η Ευρώπη εξαρτάται από εισαγωγές για το 94,8% της ενεργειακής της διαθεσιμότητας, σύμφωνα με στοιχεία του 2023, με τις εισαγωγές πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου (σε όγκο) να παραμένουν στα επίπεδα του 2021 ή και να τα υπερβαίνουν, ενώ το κλείσιμο των σταθμών παραγωγής πυρηνικής ενέργειας επιδεινώνει περαιτέρω τις ενεργειακές ανάγκες. Όσον αφορά τα στοιχεία σπάνιων γαιών (μαγνήσιο, γάλλιο, σιδηρονιόβιο κ.λπ.), τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης και άλλες εφαρμογές άμυνας, οι εισαγωγές της ΕΕ ήταν 2,5 φορές υψηλότερες από τις εξαγωγές το 2024, με το 95% αυτών να προέρχεται από την Κίνα, τη Μαλαισία και τη Ρωσία.
Τα παραπάνω συνήθως δεν λαμβάνονται υπόψη όταν πρόκειται να μετρηθεί ο βαθμός εξάρτησης της ευρωπαϊκής άμυνας από άλλες χώρες. Ωστόσο, περίπου το 50% των συνολικών εισαγωγών πραγματοποιείται από βιομηχανικές επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι αυτές αντιπροσωπεύουν μόνο το 14% περίπου του συνόλου των επιχειρήσεων. Ως αποτέλεσμα της εξάρτησης της Ευρώπης από τις εισαγωγές πρώτων υλών και ενέργειας (βλ. διάγραμμα) και της μακροχρόνιας μείωσης των στρατιωτικών δαπανών πριν από το 2024, περίπου το 80% των προμηθειών όπλων της Ευρώπης πραγματοποιήθηκε εκτός της ΕΕ (κυρίως από τις ΗΠΑ).
Περιορισμένος αντίκτυπος
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, είναι αναμενόμενο ότι οι στρατιωτικές δαπάνες στην ΕΕ δεν θα έχουν ισχυρό αντίκτυπο στην οικονομία. Αν και η Γερμανία ανακοίνωσε πρόσθετες αμυντικές δαπάνες ύψους περίπου 1% του ΑΕΠ ετησίως, το τελικό αποτέλεσμα στην οικονομική ανάπτυξη δεν αναμένεται να είναι σημαντικό. Η γερμανική οικονομία βασίζεται κατά 40% στο κεφάλαιο με το μερίδιο της εργασίας να ανέρχεται στο 60%, γεγονός που υποδηλώνει ότι το τελευταίο μπορεί να τεθεί ως ανώτατο όριο επίδρασης, δεδομένης της ανάγκης εισαγωγής πρώτων υλών. Φυσικά, ο μέσος όρος αυτός αποκρύπτει το γεγονός ότι η μεταποίηση συνήθως έχει χαμηλότερο μερίδιο εργασίας.
Επιπλέον, δεδομένου ότι περίπου το μισό της κατανάλωσης των νοικοκυριών στη χώρα προέρχεται επίσης από εισαγωγές, η αύξηση των δαπανών κατά 1% δεν αναμένεται να επηρεάσει την ανάπτυξη περισσότερο από 0,2%-0,3%, δεδομένης της μικρής συμβολής του κεφαλαίου λόγω του υψηλού ποσοστού εισαγωγών. Η επίδραση στον πληθωρισμό αναμένεται να είναι πολύ μικρότερη. Αν και αυτοί οι πρόχειροι υπολογισμοί είναι ακατέργαστοι και εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, άλλες εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι η βραχυπρόθεσμη επίδραση είναι πιθανό να είναι ακόμη μικρότερη, με μια πρόσφατη μελέτη να σημειώνει ότι, εάν οι δαπάνες χρηματοδοτηθούν μέσω αυξήσεων φόρων αντί για δανεισμό, η βραχυπρόθεσμη επίδραση μπορεί να αποδειχθεί αρνητική.
Δευτερογενείς επιδράσεις
Μια άλλη δυνατότητα τόνωσης της ανάπτυξης φαίνεται να υπάρχει σε σχέση με τις (δυνητικές) δευτερογενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι, μόνο το 4,5% των στρατιωτικών δαπανών της ΕΕ προορίζεται για έρευνα & ανάπτυξη (Ε&Α), σε αντίθεση με περίπου 16% στις ΗΠΑ. Ακόμη και στην περίπτωση θετικής αλληλεπίδρασης μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου κεφαλαίου, το πιθανό αποτέλεσμα παραμένει ασαφές. Σε ένα παράδειγμα της σχέσης μεταξύ των δύο, ενώ οι σημαντικότερες καινοτομίες στη βιομηχανία ημιαγωγών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οφείλονταν σε ιδιωτικές επενδύσεις σε Ε&Α, αυτές πραγματοποιήθηκαν με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων στρατιωτικών προμηθειών. Βασικά, η ιδέα ήταν ότι οποιαδήποτε νέα εξέλιξη στον τομέα των ημιαγωγών θα ήταν ευπρόσδεκτη από τον στρατό και θα αναθέτονταν νέες συμβάσεις, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να έχουν κίνητρα να επενδύσουν περισσότερο από το ιδιωτικό τους κεφάλαιο στην Ε&Α. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό είναι πολιτικά (ή γραφειοκρατικά) εφικτό στην ΕΕ, και οι επιχειρήσεις ενδέχεται να επιλέξουν να προωθήσουν τις καινοτομίες τους στις ΗΠΑ ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι στρατιωτικές συμβάσεις ενδέχεται να χορηγούνται ευκολότερα.
Επομένως, οι θετικές επιδράσεις των στρατιωτικών δαπανών στην παραγωγικότητα ενδέχεται να μην είναι οι ίδιες στην ΕΕ, τουλάχιστον στον βαθμό που είναι στις ΗΠΑ. Δεδομένου ότι οι περισσότερες μελέτες χρησιμοποιούν δεδομένα των ΗΠΑ, είναι πιο δύσκολο να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα. Αν και ενδέχεται να σημειωθούν ορισμένα κέρδη παραγωγικότητας, είναι απίθανο να είναι σημαντικά, εκτός εάν προκύψει και σχετική εμπορική εφαρμογή.
Εάν δεν γίνουν πρόσθετες δαπάνες
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Ενώ έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στις επιπτώσεις που μπορούν να έχουν οι στρατιωτικές δαπάνες στην οικονομία και τον πληθωρισμό, θα ήταν καλύτερο να επικεντρωθούμε σε αυτό που θα μπορούσε να συμβεί εάν δεν γίνουν πρόσθετες δαπάνες. Τα αμυντικά όπλα και τα πυρομαχικά είναι περισσότερο μια ασφαλιστική πολιτική, που λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας και υποστηρίζει την επιβίωση ενός κράτους. Μία από τις συνέπειες του «μερίσματος της ειρήνης» μετά τον Ψυχρό Πόλεμο φαίνεται να ήταν η πίστη ότι η οποιαδήποτε πιθανότητα πολέμου είναι ελάχιστη καθώς και η βεβαιότητα ότι το μέλλον θα παραμείνει λαμπρό υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, μια αφήγηση η οποία δεν φαίνεται να συνεχίζει να υφίσταται.
Αν και οι εκτιμήσεις για τον αντίκτυπο που μπορούν να έχουν οι στρατιωτικές δαπάνες στην οικονομία υποδηλώνουν ότι αυτός είναι πιθανό να είναι μικρός βραχυπρόθεσμα, δεν πρέπει να δοθεί έμφαση στις άμεσες οικονομικές επιπτώσεις, αλλά στον αντίκτυπο στην «ψυχική ηρεμία»: οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες βελτιώνουν την πιθανότητα η ΕΕ να είναι σε θέση να αποτρέψει τυχόν απειλές και να παραμείνει ένας από τους βασικούς πυλώνες του κόσμου. Si vis pacem, para bellum, όπως έλεγαν οι Ρωμαίοι. Δεδομένου ότι η Γερμανία (σε αντίθεση με τη Γαλλία και την Ιταλία) διαθέτει δημοσιονομικό περιθώριο για την προώθηση υψηλότερων αμυντικών δαπανών, αυτό θα πρέπει να γίνει χωρίς να δοθεί έμφαση σε τυχόν βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, οι οποίες είναι πιθανό να είναι περιορισμένες.
Αντίθετα, θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική ενίσχυσης της οικονομικής σταθερότητας μέσω της εξασφάλισης επαρκούς στρατιωτικής ισχύος που θα λειτουργεί αποτρεπτικά. Αυτό θα εξασφάλιζε την επιβίωση της ΕΕ και, τελικά, θα προωθούσε την οικονομική ανάπτυξη μέσω της γεωπολιτικής σταθερότητας. Φυσικά, ο πυρήνας μιας στρατηγικής επανεξοπλισμού είναι οι πρώτες ύλες: η Ευρώπη πρέπει να επανεξετάσει τόσο την ενεργειακή της στρατηγική όσο και τις βασικές πρώτες ύλες που χρειάζεται, με στόχο να εξασφαλίσει υψηλότερο επίπεδο αυτάρκειας, κάτι που θα ενισχύσει όχι μόνο τις πολεμικές της δυνατότητες, αλλά θα έχει και ευρύτερες ευεργετικές κοινωνικές επιπτώσεις.
*Διευθυντή Οικονομικών Ερευνών στην τράπεζα. Οι απόψεις που εκφράζονται είναι προσωπικές. Το άρθρο δημοσιεύεται επίσης στην ιστοσελίδα της Εταιρείας Κυπριακών Οικονομικών Μελετών. https://cypruseconomicsociety.org/blog/blog-posts