Σκεφτείτε το εξής σενάριο: τέσσερις Ελληνοκύπριοι, ο Αντρέας 36 ετών, ο Νίκος επίσης 36, ο Κυριάκος 25 και ο Παντελής 24, είχαν πάει εκδρομή.
Το 4x4 τους χάλασε κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά, σε έναν χωματόδρομο σε ένα δάσος ξεκίνησαν με τα πόδια να βγουν κάπου πιο έξω για να έχουν σήμα τα κινητά, ο ένας κάτι έπιανε και πρόλαβε να στείλει ένα μήνυμα στον αδερφό του όταν ακόμα έκαναν και κάποια πλάκα με το πάθημά τους.
Χάθηκαν, βρέθηκαν αποκλεισμένοι, κάποια στιγμή είδαν τη φωτιά όμως κανείς δεν θα μάθει ποτέ ποιος πανικοβλήθηκε πρώτος, ποιος λιποθύμησε πρώτος στους καπνούς, ποιος πνίγηκε πρώτος και πως ένιωσαν οι άλλοι αν ζούσαν ακόμα, ποιον άρπαξαν πρώτο οι φλόγες. Τίποτα. Βρέθηκαν απανθρακωμένοι το βράδυ.
Παίξτε αν θέλετε λίγο με το σενάριο στο μυαλό σας. Φτιάξτε τη δική σας συνέχεια.
Δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις. Συχνά τις κάνω και εγώ όπως και οι πλείστοι, καλό είναι όμως να τις αποφεύγουμε. Σκοπός μου δεν είναι καταλήξω σε αυθαίρετα συμπεράσματα ότι οι τέσσερις Αιγύπτιοι εργάτες δεν ζούσαν καλά στην Κύπρο όπως και πολλοί άλλοι σε μια χώρα όπου ο Πρόεδρος της οποίας είχε ορκιστεί προ διετίας ότι η Πολιτεία έψαχνε κάτι άλλους χασιμιούς, χασιμιές για την ακρίβεια και είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να τις βρει -τάχα- παρόλο που, όπως είπε, ο Πρόεδρος εν τη ρύμη του λόγου του... ήταν αλλοδαπές. Παρόλο που. Ναι.
Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν ότι ήταν αλλοδαπές, το πρόβλημα ήταν ότι ήταν δούλες. Κάτι που αποδεικνύεται από τον απλό συλλογισμό πως εάν ήταν λ.χ. η γυναίκα κάποιου μαυροπινακισμένου στην ΕΕ ολιγάρχη ο οποίος κατάφερε να αγοράσει ένα διαβατήριο είτε από το γραφείο του Προέδρου, είτε από κάποιο άλλο, η Πολιτεία θα την είχε ψάξει πολύ περισσότερο από όσο θα έψαχνε ακόμα και μια άλλη Κύπρια.
Με τις δούλες όμως πιθανότατα θα έκαναν και «χιούμορ» κάποιοι αστυνομικοί τις πρώτες μέρες: «άτε ολάν, που εννά γυρεύκω τη μαϊμούνα μες την πυρά, να δούμεν τζαι τούτη με ποιον γαμ… τωρά!». «Ρε μαλ…, ήβρεν κανένα μαύρον;». «Χαχα, λαλείς ρε;». «Ότι ώρα σου το λαλώ».
Με τις δούλες και πεθαμένες να τις βρουν, όταν θα καταλαγιάσει ο θόρυβος -θόρυβος εάν βέβαια βρουν πολλές μαζί ή κάνα παιδάκι καμίας κάπου θαμμένο- όταν λοιπόν το ζήτημα ξεχαστεί, θα ξεχαστούν και οι ευθύνες αυτών που δεν τις έψαξαν. Άλλωστε, δεν θα τις έβρισκαν ζωντανές το πιθανότερο. Άρα γιατί να τις ψάξει κανείς. Σάμπως θα αναστηθούν; Ούτε και η γυναίκα του ολιγάρχη, είπατε; Ναι, μόνο που εκεί θα υπάρχουν συνέπειες όσο δεν βρίσκεται.
Πού το πάω; Πουθενά. Τα βάζω σκόρπια, όπως θα προσέξατε, ίσως και όχι τόσο, για να τα σκεφτούμε μαζί αλλά κυρίως ο καθένας μας μόνος του και μόνη της. Σας διαβεβαιώ ότι δεν έχω καμία πρόθεση να υιοθετήσω τίποτα αβίαστα. Ούτε να υιοθετήσω ούτε και να απορρίψω τις καταγγελίες λ.χ. ότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τους τέσσερις εργάτες από την Αίγυπτο, ούτε καν το ότι δόθηκαν, όπως καταγγέλθηκε, γάντια στους φίλους τους όταν βρέθηκαν για να τους μαζέψουν. Δεν το γνωρίζω. Μπορεί. Μπορεί και όχι.
Αυτό που γνωρίζω σίγουρα είναι πως δεν το μάθω ποτέ. Ούτε εγώ, ούτε εσείς. Αυτό με τα γάντια, εάν ισχύει κάπως θα καλυφθεί -πεθαμένοι δεν ήταν άλλωστε εκείνοι και εργάτες επίσης οι άλλοι, θα μας πουν εάν πιέσουμε, που δεν θα πιέσουμε και πολύ διότι θα το ξεχάσουμε και εμείς, ποιος θα τους μάζευε, δουλειά τους δεν είναι στο κάτω κάτω;- αλλά ειδικά το άλλο το εάν τους έψαξαν δεν πρόκειται να το μάθουμε. Γιατί ούτε κάποιος άλλος θα ψάξει ποτέ να το μάθει.
Συχνά λέμε πως εμείς οι Κύπριοι είμαστε ρατσιστές. Και συχνά είναι σωστό. Κάποτε όχι. Ρατσιστές είμαστε πάντοτε σε μία και μοναδική περίπτωση: στην αδυναμία του άλλου. Στην αίσθηση ότι ο άνθρωπος αυτός είναι «κατώτερός» μας όταν θα μπορούσαμε να του υψώσουμε τον τόνο της φωνής μας χωρίς να μπορεί λόγω ανάγκης να αντιδράσει, να του πούμε «ρε!» ή «κόρη», να διατάξουμε, να νιώσουμε αφέντες για λίγο.
Εκεί πάντα γινόμαστε ρατσιστές. Είναι το κουσούρι μιας προέλευσης με την οποία ποτέ δεν μπορέσαμε να συμβιβαστούμε.
Από εκεί και πέρα, είναι απλά το αυτονόητο: το κράτος μας είναι καθρέφτης αυτού που είμαστε και εμείς. Χωρίς συμφέρον δεν ρωτά, δεν ψάχνει, δεν ενδιαφέρεται, δεν λειτουργεί, συχνά δε δεν υπάρχει. Κάποτε πάμε και εμείς θύματα αυτής της πρακτικής.
Μόνο που τότε, εμφανίζεται ο Πρόεδρος. Και εάν είναι καλός θεατρίνος, όπως ο τωρινός και όπως οι πλείστοι στον κλάδο, ρίχνει λίγο δάκρυ και τα ξεχνάμε όλα. Όχι ότι τον πιστεύουμε βέβαια. Όχι ότι ξεχνάμε πως όλα αυτά τα μασκαραλίκια γίνονται για να ξεχάσουμε επίσης πως διαχρονικά, και αυτός και άλλοι δεν έκαναν τίποτα, αν μιλάμε π.χ. για τις πυρκαγιές, την ώρα που πετούσαν τα λεφτά εδώ και εκεί ή επέτρεπαν το κράτος να χάνει έσοδα και μάλιστα τρελά.
Το κάνουμε απλώς γιατί ξεπλένουμε λίγο και τη δική μας αδιαφορία, το κομμάτι αυτό που δεν κάναμε εμείς, αυτό που δεν διεκδικήσαμε ενόσω συνέβαιναν όλα αυτά. Αν κάηκε και κάνας δούλος νιώθουμε κάπως πιο άσχημα. Μαύρος ξεμαύρος, είναι κρίμα δεν είναι; Άσχημα, εντάξει... Μην φανταστείτε για πολύ. Όπως τις συγκινήσεις μας στο facebook. Μετά σβήνει όταν δούμε κάτι άλλο. Ένα κουτσομπολιό, κάτι σε φαΐ, κάτι που μας φτιάχνει αλλιώς. Κάτι.
Να 'ναι καλά ο Πρόεδρος. Πλύθηκε και μας καθάρισε και εμάς. Πάμε παρακάτω.
Μα να τους ψάξει ποιος; Και γιατί να τους ψάξει; Πότε τους ξανάψαξε; Αυτούς ή άλλους

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.