Ναι, εμείς πάντα έτσι ήμασταν. Δεν υπάρχει κάτι όπως πότε γίναμε έτσι. Πάντα έτσι ήμασταν. Και τώρα έτσι είμαστε. Κάναμε πράγματα που δεν έπρεπε να κάνουμε. Ακολουθήσαμε ανθρώπους που δεν έπρεπε να ακολουθήσουμε. Δεν ακολουθήσαμε εκείνους που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Πουλήσαμε τα κορίτσια μας στους Άραβες. Θέλαμε διχοτόμηση. Γραφτήκαμε κομάντο στον αγγλικό στρατό. Χειροκροτήσαμε τους ομιλητές που δεν έπρεπε να χειροκροτηθούν. Καταραστήκαμε εκείνους που έπρεπε να χειροκροτηθούν. Γράψαμε «πιασμένο» στις πόρτες των ελληνοκυπριακών σπιτιών. Δεν θα γράφαμε. Πλέον μην κοιτάτε τούτο το χάλι μας που γίναμε κόλακες, συμφεροντολόγοι, τρώμε ο ένας τον άλλον και σκάβουμε ο ένας τον λάκκο του άλλου και να ρωτάτε «πότε γίναμε έτσι;» Πάντα έτσι ήμασταν!
Ή πάλι εσείς Ελληνοκύπριοι αδελφοί μου; Και εσείς πάντα έτσι ήσασταν; Ή μήπως κοιτάγαμε ο ένας τον άλλο και με όποιον δάσκαλο καθίσαμε τέτοια γράμματα μάθαμε; Αυτό το μυθιστόρημα άρχισε κακώς, πήγε κακώς και γι’ αυτό τελειώνει κακώς τώρα; Εγώ δεν βλέπω καθόλου καλό το τέλος αυτού του δρόμου. Ξέρω ότι οι δεινόσαυροι έστησαν καραούλι. Εκείνοι δεν θα διαχωρίσουν τον καλό και τον κακό, εκείνον που έχει δίκαιο και εκείνον που έχει άδικο. Θα μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Θα κλάψουμε πιο πολύ από τις μέρες που κλάψαμε πιο πολύ. Πείτε μου. Πάντα έτσι ήσασταν εσείς; Σας φαίνονταν στενά τα εδάφη στα οποία γεννηθήκατε; Γι’ αυτό είπατε να ενωθούμε με την Ελλάδα; Ζητήσατε ένωση! Δεν θα ζητούσατε ένωση! Κάνατε δημοψήφισμα για την ένωση. Δεν θα κάνατε εκείνο το δημοψήφισμα!
Αν εμείς ακολουθήσαμε ανθρώπους τους οποίους δεν έπρεπε να ακολουθήσουμε, ακολουθήσατε και εσείς. Δεν θα τους ακολουθούσατε. Ο Μακάριος ορκίστηκε για ένωση στην Εκκλησία της Φανερωμένης. Δεν θα έπαιρνε εκείνο τον όρκο. Ελλάδα, αχ ψυχή μου Ελλάδα. Κοιτίδα του πολιτισμού. Μήπως δεν αγαπώ τουλάχιστον όσο εσύ τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη; Όμως, η Κύπρος είναι η δική μου πατρίδα. Θέλω να είναι δική μου η γη που γεννήθηκα, έστω και αν είναι μικρή. Αν εμείς συρθήκαμε πίσω από το μισοφέγγαρο, συρθήκατε και εσύ πίσω από τον σταυρό. Αν εμείς γίναμε όμηροι των πασάδων, γίνατε και εσείς όμηροι των παπάδων. Δεν θα γινόσασταν όμηροι των παπάδων. Δεν θα σκοτώνατε τους δύο Τουρκοκύπριους εκείνο το κρύο βράδυ του Δεκέμβρη στον Ταχτακαλά. Τους σκοτώσατε. Δεν θα παίζατε από εκείνο το ραδιόφωνο το τραγούδι «Περίμενα και δεν ήρθες». Όμως, το παίξατε. Εμείς δεν είπαμε τίποτα όταν η υπόγεια οργάνωση σκότωνε Τουρκοκύπριους πατριώτες αποκαλώντας τους προδότες. Και εσείς δεν είπατε τίποτα όταν η υπόγειά σας οργάνωση σκότωνε Ελληνοκύπριους πατριώτες. Θα μιλούσατε. Δεν θα παίρνατε εκδίκηση για τη βάρβαρη δολοφονία των Τούρκων στην πεδιάδα του Γκιόνελι, σκοτώνοντας αθώους Τούρκους στον Άγιο Βασίλη. Θα τασσόσασταν ενάντια στη μεταφορά χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών στο νησί μετά το 1963. Τουλάχιστον οι αριστεροί σας θα τάσσονταν ενάντια. Δεν το έκαναν.
Εκφυλιστήκαμε, ξεφτιλιστήκαμε, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε εκείνον που έχει δίκαιο από εκείνον που έχει άδικο. Λέμε ότι έχει άδικο εκείνος που έχε δίκαιο και δίκαιο εκείνος που έχει άδικο. Η κολακεία είναι το πεδίο που είμαστε πιο πετυχημένοι. Γίναμε ειδικοί στο να σκάβουμε ο ένας τον λάκκο του άλλου. Είμαστε κουτσομπόληδες, ψεύτες, κακεντρεχείς. Πάντα έτσι ήμασταν. Ο ισχυρός είχε πάντα μέσον, ο ανίσχυρος πάντα δεν είχε. Και εσείς πάντα έτσι ήσασταν; Πάντοτε ήταν περισσότεροι οι πουλημένοι ανάμεσά σας από εκείνους που δεν ήταν πουλημένοι; Δεν τιμωρήσατε τους φασίστες πραξικοπηματίες της 15ης Ιουλίου. Θα τους τιμωρούσατε. Ποτέ δεν θα λέγατε ναι σε μια λύση διζωνική. Αλλά είπατε. Αν εμείς δεν τιμωρήσαμε τους δολοφόνους μας, δεν τους τιμωρήσατε και εσείς. Συγχωρήσατε εν γνώσει σας τους δολοφόνους των χωριών Μαράθα και Τόχνη. Δεν θα τους συγχωρούσατε. Θα μνημονεύατε πάντα με σεβασμό τον Αυξεντίου, όμως δεν θα μνημονεύατε τον Γρίβα. Τον μνημονεύσατε. Δεν θα βάζατε τη ρετσινιά του «εχθρού της ειρήνης» σε όσους δεν πέρασαν έστω και μια φορά στον βορρά μετά το άνοιγμα των πυλών. Τη βάλατε. Δεν θα φοβόσασταν να πάρετε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης τον πληθυσμό που μεταφέρθηκε στο νησί μετά το 1974. Φοβηθήκατε. Δεν θα ξεχνούσατε καθόλου ότι η πατρίδα μας βρίσκεται υπό κατοχή, όμως το ξεχάσατε. Ξεχάσατε και εσείς, όχι μόνο οι τζογαδόροι. Πήγατε στην Άγκυρα και αγκαλιαστήκατε με τον κατακτητή σας. Δεν θα αγκαλιαζόσασταν. Και εσείς πάντα έτσι ήσασταν;