Πήρα ένα μακροσκελές γράμμα από έναν φίλο. Άρχισε ρωτώντας «παντού είναι άνοιξη και μέσα μας δεν είναι;». Ήταν αργά το βράδυ. Μακάρι να μπορούσα να το δημοσίευα στην εφημερίδα και να το διάβαζαν όλοι. Όμως, εκείνος δεν μου το είχε γράψει για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα. Σε αυτό το γράμμα υπήρχαν πολλά σε σχέση με την πολυπλοκότητα της ζωής, το πεπερασμένο της, την αιωνιότητά της. Σε εκείνον αφιερώνω αυτό το άρθρο.
Ναι αγαπητέ μου φίλε, υπάρχουν πολλά να λεχθούν, όμως κανείς δεν απέμεινε να μιλήσει. Αυτό έγραψαν στον τοίχο ενός σπιτιού που γκρεμίστηκε στο Αντίγιαμαν, που έγινε ο τάφος των αγαπημένων μας αγγέλων; Η πιο πρόσφατη γραφή σε τοίχο που είδα ήταν σε μια κίτρινη πέτρα στη νεκρή ζώνη. Κάποιος που περνούσε από εκεί με ρώτησε στα τουρκικά: «Τι γράφει αδελφέ;» «Βρόμικα γράφει», του είπα. «Βάι τους ξεδιάντροπους βάι», είπε.
Μου υπέβαλαν μια ερώτηση και σε μια συνάντηση. Ουσιαστικά παντού σε αυτό το νησί υποβάλλουν αυτή την ερώτηση. Όμως, πρώτη φορά έδωσα διαφορετική απάντηση. Μου φαίνεται πως αυτό ήταν το πιο σωστό. «Πότε θα λυθεί το Κυπριακό», ρώτησαν. «Όταν πεθάνουμε εμείς», είπα. Η δική μας γενιά. Η τελευταία γενιά. Ναι αγαπητέ φίλε μου, εμείς είμαστε η τελευταία γενιά που είδε αυτό το νησί αδιαίρετο και ενιαίο. Άμα φύγουμε και εμείς απ' εδώ, θα διορθωθούν τα πάντα. Θα μπουν στη θέση τους τα πράγματα! Δεν θα μείνει κανείς που να νοσταλγεί μια ενιαία Κύπρο. Ακριβώς όπως μου είπε ένας φίλος. Ως γνωστόν παραπονιέμαι πολύ για το γεγονός ότι γράφονται ενωμένα τα «και» και τα «κι» και όχι χωριστά. Δεν μπόρεσα να του το μάθω με κάποιον τρόπο. Στο τέλος βαρέθηκε και τα πέταξε. «Πότε θα διορθωθεί αυτό, ξέρεις;» είπε. «Πότε;». «Όταν εσείς πεθάνετε»! Έχει πολύ δίκιο. Θα έχει λυθεί και αυτό το ζήτημα όταν δεν απομείνει κανείς που να παραπονιέται γι' αυτό. Συμφωνείς, έτσι δεν είναι; Όταν δεν απομείνει κανείς που να παραπονιέται για τη διαίρεση αυτού του νησιού, το πρόβλημα θα έχει λυθεί από μόνο του. Έτσι θα γίνει και όταν δεν απομείνει κανείς που να ενοχλείται από την κατοχή. Θα ησυχάσει και ο κατακτητής και ο εισβολέας. Κοίτα για παράδειγμα, εκτός από μερικά άτομα, μήπως υπάρχει κανείς που παραπονιέται για τις μπόλικες υπηκοότητες που διανέμουμε; Δεν υπάρχει! Λύθηκε από μόνο του και αυτό το πρόβλημα. Μάλιστα, στολίστηκε μακιγιαρίστηκε και βρήκε και πολλούς αγοραστές. «Εργαζόμενοι είναι αυτοί που έρχονται, είμαστε και εμείς εργαζόμενοι», είπαν. Αρχίσαμε να μην μπορούμε ακόμα και να γράψουμε ότι κατάγεται από την Τουρκία ο άνδρας, ο οποίος άσκησε βία σε μια γυναίκα. Αμέσως σου επιτίθενται εκείνοι που έχουν στήσει καραούλι. Χαρακτηρίζουν «ρατσιστή» όποιον το λέει. Ελεύθερα μπορείς να γράψεις ότι είναι Νιγηριανός. Είναι ρατσισμός να γράψεις ότι κατάγεται από την Τουρκία!
Ας τα προσπεράσουμε αυτά, ας τα προσπεράσουμε. Συζητήσαμε πολύ τα πάντα και μπουχτίσαμε. Μας τελειώνουν αυτές οι επαναλήψεις. Αν θα έχεις αγαπημένη, να είναι μια αγαπημένη που όταν ξαπλώνεις στο κρεβάτι του πόνου μισολιπόθυμος να σε ρωτά «ήπιες νερό ψυχή μου;». Να μην είναι μια αγαπημένη γεμάτη με συνθήματα σαν μια μπροσούρα κόμματος. Να σου πει «σ' αγαπώ» την ώρα που δεν θα το περιμένεις. Να περνάνε από τα μυαλό σου φιλιά και αγκαλιές ακόμα και σε μια πολύ σοβαρή συνάντηση. Αν έμεινες χωρίς πατρίδα, να είναι η πατρίδα σου. Όταν πας μακριά, να είναι κοντά. Όταν είναι κοντά, να μην είναι μακριά. Να μην πεθάνει πριν από εσένα για να μην λυπηθείς. Χαιρετίσματα στον παππού που σκέφτεται ότι ανεβαίνει τα τελευταία σκαλοπάτια της ζωής του, όμως μόλις γεννηθεί το εγγονάκι του κόβει το τσιγάρο και αρχίζει τα πάντα από την αρχή. Τι ωραίο πράγμα που είναι το χαμόγελο ενός μωρού. Τα παιδιάστικα καμώματα που κάνουμε για να κάνουμε ένα μωρό να γελάσει. Αξίζει όλος ο κόσμος το γέλιο του.
Τι πράγματα συμβαίνουν ακόμα καθώς γράφω σε τούτο το τραπέζι. Είσαι κουρασμένος. Κουρασμένος από τις απογοητεύσεις. Διότι είναι πολύ σωστή η πρόταση που γράφτηκε σε εκείνον τον γκρεμισμένο από τον σεισμό τοίχο. Κανείς δεν έμεινε να μιλήσει. Μόνος πεθαίνει και ο μεγάλος ποιητής και ο αλήτης στον δρόμο. Μήπως δεν θα πεθάνουμε μόνοι όλοι; Τότε προς τι αυτή η φωνασκία; Αυτός ο ασταμάτητος θόρυβος; Ένας χότζας θα μας διαβάσει μια προσευχή για να έχει δουλειά να κάνει και μόλις τελειώσει η δουλειά του θα διαφύγει στη νεκροφόρα του. Έχει και μια παρηγοριά η μητέρα που πέθανε ο σχιζοφρενής γιος της σε ηλικία 35 χρόνων. «Σώπασαν όλες οι φωνές που άκουγε μέσα στο κεφάλι του, θα ξεκουραστεί τώρα», λέει.
Δεν τελειώνει εδώ αυτό το άρθρο αγαπητέ φίλε μου. Μακάρι εκείνος ο νέος που κρεμάστηκε και αυτοκτόνησε στην Κερύνεια να μιλούσε μαζί μου πριν το κάνει. Υπάρχει και συνέχεια…