Πως απαντά η κυπριακή νομολογία στον Σάββα Αγγελίδη

ΠΟΛΙΤΗΣ NEWS

Header Image

Σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας «οι πεπαλαιωμένες αυτές αντιλήψεις οφείλοντο στην έμφυτη δυσπιστία περί της αξιοπιστίας των γυναικών ως μαρτύρων-παραπονούμενων»

*Της Μαρίας Θεριστή

Το παρόν κείμενο δεν εμπεριέχει προσωπικές απόψεις της γράφουσας, αλλά περιορίζεται στην επισήμανση πρόσφατης νομολογίας σε  ζητήματα αξιολόγησης από τα δικαστήρια μας, μαρτυρίας παραπονουμένων προσώπων, σε υποθέσεις που αφορούσαν κατηγορίες διάπραξη βιασμού.

Η εξελικτική νομολογία  των τελευταίων χρόνων η οποία προκύπτει από τις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις, έχει αντιμετωπίσει εξαντλητικά και διεξοδικά, ζητήματα, όπως π.χ. η ενισχυτική και η υποστηρικτική μαρτυρία, ύστερα και από τις σχετικές νομοθετικές τροποποιήσεις, η καταδίκη χωρίς άλλη μαρτυρία, πλην περιστατικής κ.α.

Ενδιαφέρον δε παρουσιάζει πολύ πρόσφατη νομολογία που παρατίθεται πιο κάτω, η οποία αναφέρει μεταξύ άλλων και ενδεικτικά ότι σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας  «οι πεπαλαιωμένες αυτές αντιλήψεις οφείλοντο στην έμφυτη δυσπιστία περί της αξιοπιστίας των γυναικών ως μαρτύρων-παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα, οι οποίες δεν υιοθετούνται σήμερα.»

Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί στην εξέλιξη της νομολογίας όσον αφορά στην αξιολόγηση μαρτυρίας σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, όπου η νομολογία παρουσιάζεται  ειδικότερα τα τελευταία χρόνια να καλείται να αποφανθεί σε ζητήματα είτε μικροαντιφάσεων είτε άλλων ζητημάτων στις μαρτυρίες θυμάτων βιασμού, τις οποίες συχνά οι πλευρές της υπεράσπισης των κατηγορουμένων προβάλλουν ως περιέχουσες ανακολουθίες και ως σοβαρά ρήγματα στη μαρτυρία.

Η νομολογία που παρατίθεται πιο κάτω, προκύπτει από υποθέσεις όπου με βάση τα πραγματικά γεγονότα τα θύματα ήταν ενήλικα πρόσωπα.( Στις υποθέσεις ανηλίκων θυμάτων η νομολογία διευρύνει ως θα ήταν αναμενόμενο, ακόμα περισσότερο το πιο πάνω αναφερόμενο πλαίσιο.)

Ζητούμενο στην πιο κάτω παράθεση νομολογηθέντων, είναι να δούμε ποια αντίκριση νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας, πιθανόν να αναζητούσε ένας κατήγορος πριν από την καταχώρηση μιας ποινικής υπόθεσης, για την περίπτωση που θα ήθελε να εξετάσει τις πιθανότητες επιτυχίας  μιας υπόθεσης, στην περίπτωση που η υπόθεση αυτή περιείχε κατατεθέντα τα οποία ένα θύμα, λόγω των όσων υπέστη, πιθανόν να μην τα κατέθεσε με την ίδια απόλυτη καθαρότητα που θα τα κατέθετε, οποιοδήποτε άλλο παραπονούμενο πρόσωπο για αδίκημα που δεν υπάγεται στην κατηγορία των σεξουαλικών αδικημάτων.

Ως γνωστόν ο βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δήλωσε και στη συνέντευξη τύπου, τα εξής ενδεικτικά τα οποία παρατίθενται αυτολεξεί: ότι η αποτυχία μέσα από μια δικαστική διαδικασία «είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο υπό τις περιστάσεις» και «θα στείλει λανθασμένο μήνυμα για τέτοιες υποθέσεις».

«Αυτό που εννοώ είναι ότι από τη στιγμή που γίνεται καθολική προσπάθεια από τους αρμόδιους, με μοναδικό σκοπό να αντιμετωπίσουμε τέτοιας φύσεως αδικήματα και να καλέσουμε τα θύματα να καταγγέλλουν τέτοια γεγονότα στις αστυνομικές αρχές, εάν υπάρχει μια σειρά από απόρριψη τέτοιας φύσεως υποθέσεων από τα δικαστήρια, τότε δημιουργείται ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα».

 

Στην υπόθεση  Στην υπόθεση του Εφετείου Κύπρου Δ.Κ. ν. Δημοκρατίας  (Ποινική Έφεση Αρ.: 18/2023) 17 Ιουλίου 2024  λέχθηκαν τα εξής:

«Η αντίκριση του ζητήματος διατυπώνεται στο σκεπτικό, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο μας βρίσκει σύμφωνους, γι' αυτό και παρατίθεται, μέρος αυτού, στη συνέχεια, αυτούσιο:

 «Δίδοντας κάποια συνέχεια στο θέμα του κανόνος πρακτικής (για αναζήτηση ενίσχυσης σε προβλεπόμενα στον Ποινικό Κώδικα αδικήματα) οφείλουμε να πούμε ότι έχουμε υπόψιν μας την όλη συζήτηση και τους προβληματισμούς που έχουν εκφραστεί στις υποθέσεις Ε.Α. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. 231/18, ημερ. 19.11.18 και Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω). Σημειώνουμε ότι θεωρείται κατακριτέα πλέον η απόλυτη υποχρέωση για προειδοποίηση, γενικά, σε σχέση με κατηγορίες μαρτύρων, όπως είναι οι παραπονούμενοι σε σεξουαλικά αδικήματα και ειδικότερα ότι είναι προσβλητική για τις γυναίκες η καθοδήγηση περί εγγενώς επισφαλούς μαρτυρίας όταν είναι αυτές τα παραπονούμενα πρόσωπα σε σεξουαλικά αδικήματα (ως συμβαίνει κατά κανόνα). Οι πεπαλαιωμένες αυτές αντιλήψεις οφείλοντο στην έμφυτη δυσπιστία περί της αξιοπιστίας των γυναικών ως μαρτύρων-παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα, οι οποίες δεν υιοθετούνται σήμερα αν και μέχρι στιγμής οι νέες αντιλήψεις αντανακλώνται στην κυπριακή νομοθεσία μόνο κατά τρόπο αποσπασματικό, ως εξηγείται στην προαναφερθείσα νομολογία.»

 

Σε άλλο σημείο της πιο πάνω απόφασης του Εφετείου Κύπρου Δ.Κ. ν. Δημοκρατίας  (Ποινική Έφεση Αρ.: 18/2023) 17 Ιουλίου 2024  αναφέρονται επίσης και τα εξής:

«Η υπεράσπιση θέτει σειρά ερωτημάτων τα οποία έχουν όλα ως υπόβαθρο το αδύνατο της ύπαρξης εναλλαγών της διάθεσης και των συναισθημάτων στη σχέση δύο ανθρώπων που έχουν συμβιώσει ως ζευγάρι και απέκτησαν τέκνα μαζί πλην όμως η απάντηση είναι ακριβώς το αντίθετο της ερώτησης: δηλαδή ότι απλά είναι δυνατό και όντως συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, όπου ακόμα και μεταξύ προσώπων με μόνιμη σχέση ή και γάμο ακόμα, η ανοχή ή η συγκατάθεση της μιας μέρας δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένη για όλες τις ημέρες του έτους.

.....

Τα προηγηθέντα αναμφίβολα συνδέονται και με τον χρόνο καταγγελίας από την Παραπονούμενη. Να υπενθυμίσουμε ότι, ως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Ε.Α. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω), η παραδοσιακή αντίληψη ότι το θύμα σεξουαλικής επίθεσης αναμένεται να προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία επίσης θεωρείται πλέον ως απηρχαιωμένη. Αυτό διαπιστώνεται σε σειρά αποφάσεων σχετικών με σεξουαλικά αδικήματα, ως συνάγεται από την υπόθεση Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.476 η οποία παρότι παραπέμπει σε άλλη υπόθεση που αφορούσε ανήλικα πρόσωπα, εντούτοις θέτει γενικότερες αρχές.(...)

Βασικά γίνεται πλέον δεκτό πως τα θύματα, λόγω της τραυματικής τους εμπειρίας, δεν αναμένεται να ενεργήσουν κατά τον «αναμενόμενο» τρόπο ώστε να υποβάλουν άμεσο παράπονο. (...)

Επισημαίνουμε από τα πιο πάνω ότι δεν υπάρχει στερεότυπη αντίδραση, ότι τα τραυματικά βιώματα δυνατό να προκαλέσουν διάφορα αισθήματα (όπως ντροπή, σοκ, ενοχή) τα οποία εμποδίζουν την υποβολή παραπόνου και τέλος ότι ένα αργοπορημένο παράπονο δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ψευδές παράπονο. Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι βασικές διαπιστώσεις συνιστούν γνώση βασιζόμενη στην κοινή ανθρώπινη εμπειρία. Στην οποία με τη σειρά μας βασιζόμαστε σε σχέση με την παρούσα, όχι απλά επειδή είναι κοινό κτήμα των σύγχρονων κοινωνιών αλλά επειδή πράγματι αυτά τα στοιχεία έχουν αναδυθεί μέσα από τα ευρήματα μας.»

 

Στην υπόθεση Λ.Ι. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 104 τα εξής:

«Στην υπόθεση Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 469, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε παρόμοια υπόθεση, είχε επικυρώσει τη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως η παραπονούμενη ήταν απλοϊκό άτομο, το λόγο του οποίου χαρακτήριζε όμως αμεσότητα, παραστατικότητα και ευθύτητα. Εντοπίστηκε ακόμα το γεγονός ότι η παραπονούμενη, στην περίπτωση εκείνη, στην κατάθεσή της στην Αστυνομία περιέγραψε το επεισόδιο του βιασμού κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι στο δικαστήριο. Όμως, άνκαι υπήρχε διαφορά στη σειρά και τον τόπο περιγραφής, εν τούτοις το δικαστήριο κατέληξε ότι αυτό δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της, εφ' όσον στον πυρήνα η μαρτυρία της δεν ήταν διαφορετική.»

Η παραπονούμενη, παρά τις πιέσεις που δέχτηκε κατά την αντεξέταση, παρέμεινε σταθερή στην εξιστόρηση του πυρήνα των γεγονότων, χωρίς να κλονιστεί και χωρίς να υποπέσει σε ουσιαστικές αντιφάσεις. Εξ άλλου, όπως έχει αποφασιστεί (Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174) μικροαντιφάσεις και μικροανακρίβειες σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, εξεταζόμενες στο σύνολο της όλης μαρτυρίας, δυνατόν να ενδυναμώσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων και δυνατόν να προβάλλουν το φυσικό τρόπο με τον οποίο διατύπωσαν τα σχετικά γεγονότα που είχαν στη μνήμη τους (βλέπε ακόμα Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320 και Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, 82).»

 

Στην υπόθεση Σ.Ο ν. Δημοκρατίας (Ποινική Έφεση αρ. 91/2017), ημερ. 2 Μαΐου 2018 ελέχθησαν τα εξής

«Υποδεικνύεται, βέβαια, σειρά στοιχείων από τη μαρτυρία της παραπονούμενης που κατ΄ισχυρισμόν συνιστούν ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ, αφενός της κατάθεσης που είχε δώσει στην αστυνομία στις 4.10.2015 μεταξύ των ωρών 09.25-11.00 (Έγγραφο Δ) και, αφετέρου, γραπτής δήλωσης που ετοίμασε η ίδια την επομένη και παρέδωσε στην αστυνομία (Έγγραφο Δ.1) και της μαρτυρίας της.  Είχε, όμως, εξηγήσει η παραπονούμενη ότι το «Έγγραφο Δ.1» το ετοίμασε επειδή όταν έδιδε την πρώτη της κατάθεση («Έγγραφο Δ») ήταν αγχωμένη και ήταν πολύ δύσκολο να αναφερθεί σε όλες τις λεπτομέρειες.  Οι υποδεικνυόμενες δε ως ουσιώδεις αντιφάσεις δεν έχουν τέτοια σημασία.  Το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιον του τα δεδομένα και αυτή τούτη την παραπονούμενη ως ζωντανή εικόνα.»

 

Στην ίδια υπόθεση τέλος, του Εφετείου Κύπρου Δ.Κ. ν. Δημοκρατίας  (Ποινική Έφεση Αρ.: 18/2023) 17 Ιουλίου 2024  ελέχθηκαν και τα εξής:

     «Εν πάση περιπτώσει, το θέμα του χρόνου αποκάλυψης           τέτοιων γεγονότων, ως ο βιασμός και γενικότερα σεξουαλικής φύσεως γεγονότα, αποτελεί, νομολογιακά, ζήτημα το οποίο εξετάζεται υπό το πρίσμα των ξεχωριστών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης (βλέπε υπόθεση Ν.Σ. v. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2018:B72, Ποινική Έφεση 184/2015, ημερομηνίας 13.02.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72).  Αρκούμαστε στα όσα η νομολογία έχει υποδείξει, γενικά, αλλά και έχει καθορίσει, ειδικά, για τις περιπτώσεις των γυναικών που, παρ' ότι έχουν βιαστεί, πλην όμως, δεν αποφασίζουν να καταγγείλουν πάντοτε αμέσως τους βιαστές τους (βλέπε υπόθεση Ε.Α. v. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2019:B473, Ποινική Έφεση 231/2018, ημερομηνίας 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473). Διαφαίνεται πως ο χρόνος υποβολής σχετικής καταγγελίας, για βιασμό, δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για τη γνησιότητα τέτοιου παραπόνου, αλλά η στιγμή που, προφανώς, αποτελεί το ξεχύλισμα του ανθρώπου που υφίσταται την κακοποίηση και αισθάνεται να ωθείται, μέσα από κάποιο γεγονός, ότι έφτασε η στιγμή να μιλήσει.  Σημασία επίσης έχει, ως είναι αντιληπτό, η διαπίστωση για έλλειψη καθοδηγούμενης καταγγελίας προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών. Οφείλεται βέβαια κάποια εξήγηση, εκ μέρους του θύματος, για τον λόγο που δεν γίνεται νωρίτερα τέτοια καταγγελία.  Στην υπό κρίση υπόθεση η παραπονούμενη έδωσε πειστική, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξήγηση.  Ουσιαστικά πρόκειται για τον φόβο της, τη ψυχολογική της κατάσταση και αδυναμία της, αλλά και τις ελπίδες της ότι ο εφεσείοντας θα άλλαζε, ως της υποσχόταν.  Επιπλέον, έλαβε υπόψη ότι η καταγγελία έγινε όταν προέκυψε το περιστατικό κατά τη βάπτιση των δίδυμων παιδιών και ενεπλάκη η Αστυνομία, οπότε, η παραπονούμενη, νοιώθοντας ασφάλεια και κάποιο στήριγμα, αποκάλυψε τους βιασμούς της.   Δεν εντοπίζουμε λάθος στην εν λόγω πρωτόδικη κρίση.»

 

ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Λογότυπο Altamira

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων

Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.

Διαβάστε περισσότερα

Κάντε εγγραφή στο newsletter του «Π»

Εγγραφείτε στο Newsletter της εφημερίδας για να λαμβάνετε καθημερινά τις σημαντικότερες ειδήσεις στο email σας.

ΕΓΓΡΑΦΗ

Ακολουθήστε μας στα social media

App StoreGoogle Play