Τις προηγούμενες μέρες, το κυρίαρχο σχόλιο των πολιτών στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης για τον ανασχηματισμό αφορούσε την παραμονή της υπουργού Γεωργίας, ωστόσο η κυβέρνηση επέλεξε, για ακόμη μία φορά, να προσπεράσει. Αντίστοιχα σχόλια ακούστηκαν και για τη μετακίνηση και όχι απομάκρυνση του υπουργού Δικαιοσύνης. Καμία έκπληξη. Εδώ, παρέμεινε στη θέση του όταν χαρακτήριζε τον θάνατο δύο ανθρώπων «ατυχές περιστατικό». Φυσικά, διαρρέουν πως ήθελαν και θέλουν την Παναγιώτου οι οργανώσεις, αν και τα μόνα θετικά σχόλια για κάποιον που βλέπουμε στα ΜΚΔ είναι από οργανώσεις για την υφυπουργό κοινωνικής Πρόνοιας, ωστόσο τέθηκε εκτός κυβέρνησης. Βγάλε άκρη!
Η αλήθεια είναι ότι η συζήτηση για τον ανασχηματισμό δεν γεννήθηκε αυθόρμητα στην κοινωνία. Ξεκίνησε από το ίδιο το Προεδρικό, πέρασε στα Μέσα Ενημέρωσης και κατέληξε να γίνεται απαίτηση των πολιτών μετά τις φονικές πυρκαγιές του καλοκαιριού. Εκεί, όπου δύο από τα πιο κομβικά πρόσωπα της κυβέρνησης, η Παναγιώτου και ο Χαρτσιώτης, βρέθηκαν στο επίκεντρο της κριτικής.
Μια εβδομάδα μετά τον ανασχηματισμό, γίνεται σαφές ότι καμία από τις αλλαγές δεν έγινε για να απαντήσει στο αίτημα της κοινωνίας. Ένας λαός που ζητούσε εκείνη τη μία λέξη ευθύνη ανάμεσα σε δηλώσεις, επισκέψεις και αυτοψίες, χωρίς να την ακούσει ποτέ, ενώ το περί δικαίου αίσθημα κάηκε εκείνη τη μέρα που κάηκε και η ορεινή Λεμεσός. Και μαζί του κάηκε και όποια πολιτική ευθιξία είχε απομείνει.
Ένας Πρόεδρος, ασφαλώς, δικαιούται να αλλάζει τους υπουργούς του και να διατηρεί όσους επιθυμεί. Εκείνο όμως που μετατρέπεται σταδιακά σε επικίνδυνη πρακτική για τη Δημοκρατία είναι η τακτική που ακολουθεί η παρούσα κυβέρνηση από τον Φεβρουάριο του 2023. Αγνοεί τους πολίτες και επιλέγει τη σιωπή απέναντι στην όποια κριτική γίνεται είτε από τον κόσμο είτε από τα Μέσων Ενημέρωσης. Ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής; Ένα αίσθημα βαθιάς ματαιότητας στην κοινωνία. Η πεποίθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει, ακόμη κι αν αλλάξει ένας υπουργός. Ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των πολιτών και ότι η λογοδοσία είναι έννοια θεωρητική.
Η σιωπή αυτή ωστόσο δεν είναι ουδέτερη, αλλά μια πολιτική πράξη. Είναι το μήνυμα ότι η εξουσία δεν αισθάνεται υποχρεωμένη να λογοδοτεί ούτε στους δημοσιογράφους ούτε στους πολίτες. Ότι μπορεί απλώς να περιμένει να περάσει η μπόρα, να αλλάξει η ατζέντα, να κουραστεί το κοινό.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι αυτή η νοοτροπία έχει περάσει βαθιά στη δημόσια υπηρεσία. Υπηρεσίες που δεν απαντούν, λειτουργοί που κρύβονται πίσω από διαδικασίες, εκπρόσωποι που αναπαράγουν τυποποιημένες φράσεις χωρίς περιεχόμενο, καλλιεργώντας το αίσθημα της καχυποψίας απέναντι στους πολίτες και φυσικά το ότι δεν αλλάζει τίποτα. Κάπως έτσι γεννιέται και το διαρκώς επαναλαμβανόμενο «οι άλλοι είναι καλύτεροι». Όχι απαραίτητα επειδή είναι, αλλά επειδή η σιωπή της εξουσίας σπρώχνει τους πολίτες σε τιμωρητικές πρακτικές.
Εντέλει, η δημοκρατία δεν κινδυνεύει μόνο από τις φωνές. Κινδυνεύει και από τις σιωπές. Από εκείνες τις σιωπές που βαφτίζονται στρατηγική ψυχραιμία, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν άρνηση λογοδοσίας. Κι όσο αυτή η πρακτική γίνεται κανονικότητα, τόσο θα μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην εξουσία και την κοινωνία. Μέχρι τη στιγμή που καμία σιωπή δεν θα μπορεί πια να το καλύψει.






