Του Ανδρέα Δ. Μαυρογιάννη*
Κάθε μέρα που περνά είναι σίγουρα μια χαμένη μέρα για τον τόπο και τους ανθρώπους του, αφού μόνο η ειρήνη και η ασφάλεια μπορούν να διασφαλίσουν σταθερότητα, ευημερία και σχετική βεβαιότητα στην ζωή και να επιτρέψουν στην κοινωνία να δράξει πλήρως τον βηματισμό της.
Σε μια χώρα έρχεται ώρα όπου ενώπιον των μεγάλων προκλήσεων και των υπαρξιακών διλημμάτων, όταν τα θεμελιώδη, η ελευθερία, η δημοκρατία, η αξιοπρέπεια, οι ανθρώπινες αξίες και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κινδυνεύουν, υπάρχει αδήριτη ανάγκη συστράτευσης, στην κυριολεξία και μεταφορικά, για την διαφύλαξη και αποκατάσταση τους.
Στην Κύπρο είχαμε ιστορικά το δικό μας μέρος της μάχης για επιβίωση και την αποτροπή επιβουλών και κινδύνων, συνήθως εξωγενών.
Παρά την μη άμεση συμμετοχή μας στους δύο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα έχουμε υποστεί σημαντικές επιπτώσεις από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, της Νότιας Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.
Μετά την εξέγερση ενάντια στην αποικιοκρατία, το δοτό πλαίσιο ανεξαρτησίας της Κύπρου του 1960, απαιτούσε τεράστια καλή θέληση και βούληση για να λειτουργήσει, αφού από την σύλληψη του δεν είχε ως κεντρικό στόχο την οικοδόμηση ενός ειρηνικού μέλλοντος αλλά την εξισορρόπηση συμφερόντων και αντίρροπων δυναμικών. Η οσονούπω κατάρρευση στο τέλος του 1963, μας έχει θέσει για εξήντα τόσα χρόνια τώρα σε μια ανώμαλη τροχιά με τραγικές συνέπειες και με κατακλυσμιαίες επιπτώσεις, ιδιαίτερα με τις πληγές του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής του 1974 και της συνεχιζόμενης κατοχής.
Αναφέρω τα πιο πάνω για να εισηγηθώ πως η απάντηση στο ερώτημα για την ύπαρξη ιστορικά χαμένων ευκαιριών για λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να διαχωρισθεί από τα στάδια εξέλιξης του προβλήματος, από την κατάσταση επί του εδάφους, από την αντίληψή μας για την έννοια του εφικτού, την έννοια της ομαλότητας, τις βασικές παραμέτρους της λειτουργίας της πολιτείας και πολλά άλλα. Μέχρι και σήμερα το περίγραμμα της έννοιας της λύσης παραμένει θαμπό και θολό και πάνω σ' αυτή την ασάφεια έχουν οικοδομηθεί μια σειρά από αφηγήματα που, αναμενόμενα, δημιουργούν στους εξωτερικούς παρατηρητές την εντύπωση πως δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Δεν ασπάζομαι αυτό τον αφορισμό. Όμως υπάρχει όντως ένα μεγάλο ζήτημα λόγω της απόστασης ανάμεσα στο ευκταίο και το επιθυμητό, το εφικτό και το βιώσιμο, ανάμεσα στα πολλαπλά και ασαφή οράματα και στην ορθολογική ανάλυση των δεδομένων και την πραγματιστική προώθηση της μεγιστοποίησης των συμφερόντων και των απαιτήσεων της κυπριακής κοινωνίας. Αν δε προσθέσουμε σε αυτό, τον υποβόσκοντα ετεροχρονισμό ανάμεσα στις εξελίξεις και τις προτεινόμενες θεραπείες, τότε βρισκόμαστε ενώπιον μιας οιονεί αδυναμίας να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της έννοιας «λύση» και, ως κατά συνέπεια, της έννοιας «ευκαιρία». Αν δεν ευλόγως προσθέσουμε σε αυτές και την αξιολογική έννοια «δίκαιη», που είναι μέρος επίσης της πεμπτουσίας του ζητουμένου, η εικόνα καθίσταται πολυπλοκότερη.
Τι σημαίνει «ευκαιρία»
Η δεύτερη μου παρατήρηση, έχει επίσης να κάνει με τον ορισμό της έννοιας «ευκαιρία». Στην πολιτική, στο δημόσιο χώρο, στις διεθνείς σχέσεις, στην πολυμερή διπλωματία, η ευκαιρία δεν είναι σχεδόν ποτέ μια τέλεια οικοδομή που επισκέπτεσαι και αν είσαι ευτυχής παίρνεις τα κλειδιά. Η ευθυγράμμιση των άστρων δεν είναι μια θαυματουργή και μαγική συνταγή που αποκαλύπτεται. Είναι το πιο συχνά κάποιες μικρές ρωγμές σε ένα τοίχο που μπορείς να διευρύνεις, για να τις κάνεις άνοιγμα και να περάσεις.
Όπως έλεγε ο Πρόεδρος Κένεντι, δεν πρέπει να διαπραγματεύεσαι από φόβο αλλά από την άλλη δεν πρέπει να φοβάσαι να διαπραγματεύεσαι. Εδώ, πιο συχνά διαπραγματευόμασταν από φόβο και/ή φοβόμασταν να διαπραγματευτούμε. Όσο και αν το πρώτο μπορεί να εξηγηθεί από την ανάγκη και την αγωνία να γίνει κάτι για τον μετριασμό των αποτελεσμάτων της εισβολής και της κατοχής, η απόρριψη ιδεών και εισηγήσεων δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα αυτού, ούτε και μόνο της επένδυσης στην ιδέα του «μακροχρόνιου αγώνα» και της αλλαγής των συνθηκών κατά τρόπο που να ανατρέπει τον συσχετισμό δυνάμεων. Ήταν μάλλον κυρίως το αποτέλεσμα ανησυχίας για τις προθέσεις των εισηγητών, έλλειψης εμπιστοσύνης στην άλλη πλευρά στις προθέσεις της και την πολιτική της βούληση, φόβος για δολιότητα και βεβαίως η διάχυτη αντίληψη ότι η αποδοχή της συζήτησης μπορεί να είναι αφ' αυτής απαρχή αποδοχής απαράδεκτων θέσεων και υποχώρηση από θέσεις αρχής. Όλα αυτά όσο εύλογα και να είναι, είναι ωστόσο και ενδείξεις παθητικότητας και μοιρολατρίας, διότι συνήθως δεν εξυπακούουν ή περιλαμβάνουν εναλλακτικές πορείες και φαίνονται να προκύπτουν από την αντίληψη πως ναι μεν το στάτους κβο δεν είναι ικανοποιητικό, αλλά είναι προτιμότερο από τον κίνδυνο παγίδευσης μας. Έτσι δεν καταφέραμε μέχρι και σήμερα να είμαστε σε θέση οδηγού.
H τρίτη παρατήρηση έχει να κάνει με την αίσθηση μας για τις ελάχιστες προδιαγραφές που πρέπει να έχει η υπό συζήτηση λύση, ούτως ώστε να επιτρέπει στους πολίτες να νιώσουν ότι μπορούν να κάνουν το μεγάλο άλμα και να την αποδεχθούν. Ο μεγαλύτερος φόβος όπως αναφέραμε και πιο πάνω είναι μήπως η λύση δεν βελτιώνει πραγματικά στο στάτους κβο, ενώ μας βάζει σε περιπέτειες και σε αχαρτογράφητα νερά. Η ετοιμότητα της πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων να αποδεχθεί τον λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό» της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, όπως εξελίχθηκε από το 1977 ως τις αρχές της δεκαετίας του 90, εθεωρείτο, και θεωρείται ακόμα, ως η μεγάλη παραχώρηση για να εξασφαλιστεί η λύση του Κυπριακού, η επανένωση του τόπου, η εδαφική αναπροσαρμογή και ο σεβασμός του δικαιώματος επιστροφής και των περιουσιακών δικαιωμάτων, η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και η κατάργηση των εγγυήσεων. οι Τουρκοκύπριοι εξασφαλίζουν ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή, και οι Ελληνοκύπριοι ασφάλεια και ανατροπή των τετελεσμένων. Η άρνηση της Τουρκίας να αποδεχθεί τη διάσταση της εξίσωσης που αφορά την ασφάλεια και η επιμονή των Τουρκοκυπρίων στην Τουρκική προστασία, αναιρούσε κάθε φορά τη δυνατότητα εξισορρόπησης των θεμελιωδών αξιώσεων των πλευρών, αφού αυτό που η μια πλευρά θεωρεί ελάχιστη ασφάλεια, η άλλη πλευρά το θεωρεί μέγιστη ανασφάλεια. Έτσι περιχαρακωνόμαστε στη συντηρητική, επίφοβη και επισφαλή παραπλάνηση της σταθερότητας του στάτους κβο πως διαφυλάττουμε τουλάχιστον αυτό που μας έμεινε και αυτό που με τόσα βάσανα, θυσίες και προσπάθειες οικοδομήσαμε, Έτσι η ρευστότητα- επιδείνωση του στάτους κβο, βρικολακιάζει μέσα μας και μας στοιχειώνει.
Η τέταρτη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω έχει να κάνει με τη συγκυρία και τις δυναμικές που αναπτύσσονται σε μια δεδομένη περίοδο. Ίσως να είναι οι καθοριστικότερες για τη σημασία και το περιεχόμενο της έννοιας της ευκαιρίας. Δεν είναι λοιπόν από αυτή την άποψη η ποιότητα της προτεινόμενης λύσης αλλά οι συνθήκες που επικρατούν σε διάφορα επίπεδα, γεωπολιτικό, διπλωματικό κλπ. που αυξάνουν τις δυνατότητες και τις προοπτικές για επιδίωξη λύσης, είτε με την εξισορρόπηση της σχετικής θέσης των πλευρών είτε με άλλους τρόπους.
Σημαντικότεροι σταθμοί
Οι σημαντικότεροι σταθμοί στη διαπραγμάτευση για λύση του Κυπριακού, μετά των πλημμυρίδα της τουρκικής εισβολής και της κατοχής, ήταν τα 4 σημεία Μακαρίου-Ντενκτάς (1977), το Αμερικανό-Καναδό-Βρετανικό σχέδιο (1978), τα δέκα σημεία Κυπριανού-Ντενκτάς (1979), οι δείκτες Κουεγιάρ
(1983 -1989), η δέσμη ιδεών Γκάλι (1992), το σχέδιο Ανάν (2004), το έργο της περιόδου 2014-17 με την κορύφωση του στο Κραν Μοντάνα (Ιούνιος - Ιούλιος του 2017). Σημαντικά ορόσημα και πρωτοβουλίες που όμως δεν ευδοκίμησαν. Κάποιες αποδείχθηκαν θνησιγενείς, κάποιες αναπτύχθηκαν και έφτασαν σε τελική διαμόρφωση. Με δύο εξαιρέσεις ίσως, για τις οποίες θα ήθελα να σας πω λίγα λόγια: η μια είναι το σχέδιο Ανάν σε διαλεκτική συνάρτηση με την ένταξη στην ΕΕ και η άλλη είναι η προσπάθεια ανάμεσα στο 2014 και το 2017 που κατάληξε στην αποτυχία του Κραν Μοντάνα.
Εξ αντικειμένου οι δύο αυτές προσπάθειες θα μπορούσαν, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, να θεωρηθούν ως χαμένες ευκαιρίες για λύση.
Με το σχέδιο Ανάν, που θεωρήθηκε η μεγαλύτερη πρωτοβουλία που αναπτύχθηκε ποτέ στο Κυπριακό, αντί μια ευνοϊκή διεθνής συγκυρία και ο εξόχως καταλυτικός ρόλος της ενταξιακής πορείας της Κύπρου (που δημιούργησε για μια και μοναδική φορά πραγματικό κίνητρο στην Τουρκία να επιλύσει το Κυπριακό για αποτροπή της ένταξης δίχως λύση, αντί να οδηγήσει στο σκοπούμενο αποτέλεσμα, τελικά εξαρθρώθηκε και εκτροχιάστηκε, όχι τόσο από την εν τέλει απόρριψη των Ελληνοκυπρίων, όσο από την εξουδετέρωση της δυναμικής της ένταξης και της εξισορρόπησης που επέφερε, αφού μας έφεραν στο «αποφασίστε ότι θέλετε και η ΕΕ θα το διευθετήσει εντός του κεκτημένου» ακριβώς δηλαδή το αντίθετο από τη λογική της ενταξιακής διαδικασίας και την κανονικότητα που θα επέφερε. Επιπλέον, γινόταν ένας οιονεί θανάσιμος εναγκαλισμός, με τη διασύνδεση της εφαρμογής της λύσης προς την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και δή στα θέματα εγγυήσεων, ασφάλειας και στρατευμάτων.
Κραν Μοντανά
Το Κραν Μοντανά ήταν η κορύφωση μιας άλλης μακρόχρονης προσπάθειες που ξεκίνησε από την συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006, στην παρουσία του Ιμπραχίμ Καμπάρι, άρχισε να εφαρμόζεται μετά την εκλογή στην Προεδρία του Δημήτρη Χριστόφια το 2008, και οδήγησε σε σειρά συγκλίσεων Χριστόφια -Ταλάτ, πέρασε μια περίοδο στασιμότητας την περίοδο του κ. Ερογλου, με εξαίρεση την κοινή διακήρυξη Αναστασιάδη - Έρογλου της 11ης Φεβρουαρίου 2014, αλλά μετά την εκλογή του κ. Ακιντζί το 2015, είχαμε την χρυσή εποχή της διαπραγμάτευσης. Η διετία 2015 -2017, επέτρεψε για πρώτη φορά στην ιστορία του Κυπριακού, τη διαπραγμάτευση όλων των πτυχών, περιλαμβανομένων του εδαφικού και της ασφάλειας. Σε αντίθεση με το σχέδιο Ανάν, όπου το τελικό προϊόν προήλθε από επιδιαιτησία, αυτή τη φορά μέσα από ελεύθερη διαπραγμάτευση, καταφέραμε κάτι πολύ καλύτερο, πιο ολοκληρωμένο και ισορροπημένο. Φτάσαμε μια ανάσα από την λύση. Τα έξι σημεία Γκουτέρες μπορούσαν να γεφυρώσουν τις σημαντικές εκκρεμότητες και να καταστεί ακαταμάχητη η ροπή προς την οριστική διευθέτηση. Η άρνηση της Τουρκίας να δεχθεί την πρόταση του Γενικού Γραμματέα για τις εγγυήσεις και τα στρατεύματα δεν επέτρεψε την κατάληξη σε συμφωνία, παρά το γεγονός ότι ακόμα και στα θέματα αυτά υπήρξε θεαματική πρόοδος: Για πρώτη φορά η Τουρκία δεν κρύφτηκε πίσω από τις συμφωνίες του 1960, και δέχθηκε να τα συζητήσει, αποδεχόμενη τη θέση του Γενικού Γραμματέα πως οι εγγυήσεις δεν μπορούν να είναι βιώσιμες στην Ευρωπαϊκή Κύπρο του 21ου αιώνα. Δυστυχώς δεν υπήρξε όμως τελικά επαρκής μετατόπιση για να δημιουργηθεί ο χώρος για την κατάληξη σε συμφωνία.
Η συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στο 2004 και το 2017 σίγουρα αναδεικνύει τις ποιοτικές διαφορές και την υπεροχή των συγκλίσεων και όσων καταγράφηκαν ως συμφωνημένα στο Κραν Μοντάνα. Όμως η διάψευση της γνωστής ρήσης του «κάθε πέρυσι και καλύτερα» που υποβόσκει και στις θεωρίες των χαμένων ευκαιριών, δεν ήταν ίσως παρά η εξαίρεση στον κανόνα και δεν τον αναιρεί αναγκαστικά Η ιδιότητα της Κύπρου ως μέλος της ΕΕ, η κοινή βούληση των πλευρών, η παρουσία στην ηγεσία της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας του Μουσταφά Ακιντζί, η εξαιρετική διαχείριση από πλευράς του ΟΗΕ και, στην τελευταία φάση, η εμπλοκή του ίδιου του Γενικού Γραμματέα (παρά την αδεξιότητα όλων μας την τελευταία στιγμή να δώσουμε λίγο επιπλέον χρόνο στην προσπάθεια που πιθανόν να της έδινε το φιλί της ζωής).
Δυστυχώς έκτοτε τα τετελεσμένα παγιώνονται, ιδιαίτερα με τον οδοστρωτήρα που προχωρά στην Αμμόχωστο και όχι μόνο δεν βρήκαμε καμιά ευκαιρία, για να μπορούμε τουλάχιστον να αποφασίσουμε, πως δεν θα την αφήσουμε να γίνει άλλη μια χαμένη ευκαιρία.
*Διαπραγματευτής της Ελληνοκυπριακής Πλευράς για το Κυπριακό (2013-2022), πρέσβης επι τιμή, μέλος της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ