1.Tο φαινόμενο τις υψηλόβαθμες θέσεις στον δημόσιο τομέα (την κεντρική διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου) να καταλαμβάνουν υποψήφιοι οι οποίοι δεν υπερέχουν σε προσόντα ή αρχαιότητα, αλλά υπερέχουν μόνον σε αξία που αναδύεται από τις προφορικές εξετάσεις ενώπιον των συμβουλευτικών οργάνων και των οργάνων επιλογής (και όχι από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις τους) εμφανίζεται όλο και πιο συχνά.
2.Το φαινόμενο τείνει να γίνει ο κανόνας στις περιπτώσεις πλήρωσης υψηλόβαθμων δημόσιων θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, δηλ. θέσεων για τις οποίες υποψήφιοι δύνανται να είναι όχι μόνον υπάλληλοι που υπηρετούν στην αμέσως κατώτερη δημόσια θέση αλλά και νεαροί (σε αρχαιότητα) υπάλληλοι καθώς και επαγγελματίες με μόνες εμπειρίες αυτές εκτός του δημόσιου τομέα (εξωτερικοί υποψήφιοι). Το όραμα της αναβάθμισης του δημόσιου τομέα και της ενίσχυσής του με στελέχη που διακρίνονται για τα υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα, τον επαγγελματικό δυναμισμό και τις σύγχρονες και δημιουργικές ιδέες τους, μετέτρεψε, τα τελευταία χρόνια, πολλές υψηλόβαθμες δημόσιες θέσεις προαγωγής σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής: υποστηρίζεται πως η μετατροπή παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής των καταλλήλων εφ’ όσον η δεξαμενή των εκάστοτε υποψηφίων είναι πλέον μεγάλη. Παραμένει άγνωστο εάν το όραμα και η συγκεκριμένη μεθόδευσή του δικαιώνονται.
3.Διαβάζοντας τα πρακτικά των διοικητικών διαδικασιών, που αφορούν στην πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων στον δημόσιο τομέα, βλέπουμε ότι οι προφορικές εξετάσεις μετατρέπονται σε «κολυμβήθρες του Σιλωάμ» όπου γίνονται θαύματα και νεαροί (σε αρχαιότητα) υπάλληλοι του δημόσιου τομέα καθώς και εξωτερικοί υποψήφιοι καταδύονται στα νερά τους και αναδύονται εξαγνισμένοι από κάθε αδυναμία και μειονεξία: οι εξαγνισμένοι απαντούν σε όλες τις ερωτήσεις κατά τρόπον πλήρη και τεχνικά άρτιο και αποκαλύπτουν την σαρωτική ακεραιότητα του χαρακτήρα τους, την σαρωτική οργανωτική και διοικητική ικανότητά τους και την σαρωτική υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία τους (πρόκειται για ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία απαιτούνται, κατ’ ελάχιστον, για τέτοιες θέσεις). Αντιθέτως, υποψήφιοι με μακρά και ευδόκιμη υπηρεσιακή πορεία στον δημόσιο τομέα, των οποίων οι ετήσιες αξιολογήσεις επιμαρτυρούν άρτια επαγγελματική κατάρτιση, εμπειρία και διαχρονικά εξαίρετη και συνεπή επαγγελματική πορεία, παρουσιάζονται να υφίστανται, κατά τις προφορικές εξετάσεις, εγκεφαλικό «blackout»: αιφνιδίως, αυτοί παρουσιάζουν κενά μνήμης, δυσλειτουργούν, στερούνται γνώσεων και επαγγελματικών ικανοτήτων και στερούνται ενδιαφέροντος και οράματος για το τμήμα, στο οποίο υπηρετούν και προσφέρουν επί μακρόν. Στο τέλος, αυτή η θαυμαστή επάρκεια των συγκεκριμένων νεαρών (σε αρχαιότητα) υπαλλήλων του δημόσιου τομέα και των συγκεκριμένων εξωτερικών υποψηφίων οδηγεί στον διορισμό τους με την δικαιολογία ότι «σε υψηλά ιστάμενες θέσεις στην ιεραρχία … η βαρύτητα των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη και το διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον σταθμίσει βέβαια ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία.» (απόφαση επί της Αναθεωρητικής Έφεσης αρ.74/2013 Σουρουλλά ν. Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας, ημερ.10.10.2019).
4.Η δικαιολογία αυτή συνιστά παρερμηνεία και αποσπασματική εφαρμογή τόσον της ως ανωτέρω νομολογικής αρχής (αφού παραλείπεται «η ορθή στάθμιση όλων των σχετικών στοιχείων») όσον και του πλήρους σχετικού νομολογικού πλαισίου. Αυτό έχει ως εξής: Οι ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα αποτελούν ασφαλείς δείκτες της υπηρεσιακής επάρκειας, ικανότητας και καταλληλόλητάς τους και δεν μπορούν να ανατρέπονται με εκ των υστέρων άλλες εκτιμήσεις, ιδίως, με εκτιμήσεις που προκύπτουν στο πλαίσιο προσωπικών εξετάσεων. Εφ’ όσον οριστικοποιηθούν, οι εκθέσεις αυτές αποτελούν αμάχητο τεκμήριο για το περιεχόμενό τους όσον αφορά σε κάθε υπηρεσιακό/δημοσιοϋπαλληλικό ζήτημα. Αντίθετη αντίληψη θα άφηνε τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα εσαεί εκτεθειμένους σε αλλότριες μεθοδεύσεις(Μοδίτης ν Δημοκρατία (2003) 3 Α.Α.Δ. 695). Η γενική εντύπωση για έκαστο των υποψηφίων, η οποία διαμορφώνεται στο πλαίσιο της περιορισμένης χρονικά προσωπικής εξέτασής του, δεν αποτελεί χωριστό και πρόσθετο κριτήριο επιλογής. Η εντύπωση αυτή συνδιαμορφώνει (μαζί με τις ετήσιες υπηρεσιακές αξιολογήσεις) το νομοθετημένο κριτήριο της αξίας και πρέπει να συνεκτιμάται με τα άλλα, επίσης νομοθετημένα, κριτήρια των προσόντων και της αρχαιότητας (Duncan v. Republic (1977) 3 C.L.R. 153, Triantafyllides v. Republic (1970) 3 C.L.R. 235). Η αρχαιότητα παραπέμπει σε ανάλογη πείρα, η οποία προσμετρά στην αξία εφ’ όσον η υπηρεσία είναι ευδόκιμη.Όταν υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία και προσόντα, η αρχαιότητα είναι καθοριστική διότι αυτή παραμένει αυτοτελές και σημαντικό κριτήριο επιλογής, ιδίως, όταν είναι συντριπτική (Παναγή ν. Δημοκρατία (2011) 3.Α.Α.Δ. 639). Δεν παρέχεται δυνατότητα απόδοσης αυξημένης βαρύτητας στις προφορικές εξετάσεις όπου υποψήφιος, ο οποίος υστερεί σε αυτές, υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, ως αυτή προκύπτει από τις διαχρονικές ετήσιες αξιολογήσεις του, και ούτε υστερεί σε προσόντα (Δημοκρατία κ.α. ν. Αντωνίου κ.α. (2001) 3Α.Δ.Δ. 921).
5.Ο μηδενισμός των θεσμικών κριτηρίων της αρχαιότητας και της ευδόκιμης υπηρεσιακής πορείας στον δημόσιο τομέα, εκτός από παράνομος και αντίθετος με την νομολογία, πλήττει το δημόσιο συμφέρον εφ’ όσον οδηγεί σε επιχειρησιακή αναποτελεσματικότητα: η ταχύτητα και η ποιότητα της εργασίας, η ικανότητα διεκπεραίωσης σύνθετων ή ευαίσθητων υποθέσεων και η μεταφορά, στους νεοτέρους, γνώσεων και επαγγελματικού ήθους επιτυγχάνονται με την προαγωγή των αρχαιότερων υπαλλήλων, οι οποίοι υπηρετούν ευδόκιμα στον δημόσιο τομέα και δεν υστερούν σε αξία και προσόντα. Οι υπάλληλοι αυτοί διαθέτουν συσσωρευμένη εμπειρία, βαθύτερη γνώση των διαδικασιών, των θεσμικών ιδιαιτεροτήτων και των πρακτικών δυσκολιών που αφορούν στο δημόσιο και, έτσι, ενισχύουν την διοικητική συνέχεια.
6. Η προαγωγή τέτοιων αρχαιότερων υπαλλήλων υπηρετεί και την αρχή της αξιοκρατίας εφ’ όσον επιβραβεύει τους εμπείρους, τους συνεπείς και τους αφοσιωμένους. Υπηρετεί, επίσης, τις αρχές της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας εφ’ όσον η εφαρμογή των προκαθορισμένων και σαφών κριτηρίων επαγγελματικής ανέλιξης μειώνει την αυθαιρεσία, ενισχύει την εμπιστοσύνη στις διοικητικές διαδικασίες και περιορίζει τις προσωποπαγείς επιλογές και τις πελατειακές σχέσεις.
7. Το φαινόμενο είναι διάτρητο και διότι, ως έχουν τα πράγματα σήμερα, τα νερά των προσωπικών εξετάσεων δεν είναι απολύτως διαυγή. Και αυτό διότι ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία επιβάλλουν την αυτολεξεί καταγραφή των ερωτήσεων και των απαντήσεων για να δύνανται αυτές να ελεγχθούν. Αυτό που καταγράφεται είναι μόνον οι εντυπώσεις, τις οποίες τα συμβουλευτικά όργανα και τα όργανα επιλογής, αποκομίζουν για καθέναν από τους υποψηφίους, καθώς και ο αξιολογικός χαρακτηρισμός που του απονέμουν («Εξαίρετος», «Σχεδόν Εξαίρετος», «Παρά Πολύ Καλός» κλπ.). Έτσι, ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος ότι τα συμβουλευτικά όργανα και τα όργανα επιλογής υπέβαλαν στους υποψηφίους κατάλληλες και στοχευμένες ερωτήσεις, όμοιου περιεχομένου και όμοιου βαθμού δυσκολίας. Και ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι απαντήσεις που δόθηκαν από τους υποψηφίους δικαιολογούν τους αξιολογικούς χαρακτηρισμούς που αυτοί έλαβαν. Σημειώνεται πως, παρά την απουσία σχετικής νομοθετικής και νομολογικής επιταγής, τίποτε δεν εμποδίζει αυτά τα διοικητικά όργανα να εφαρμόζουν την πρακτική της αυτολεξεί καταγραφής των όσων διαμείβονται ενώπιον τους. Η πρακτική αυτή θα συνέβαλλε στην διάλυση των όποιων υποψιών περί προσχηματικών διαδικασιών και προειλημμένων αποφάσεων.
8.Οι αφορισμοί περί «ισοπεδωτικών» ετήσιων αξιολογήσεων των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα (περιέργως, καταγράφονται και στην Εγκύκλιο αρ.1690, ημερ.12.1.2022, της Διευθύντριας του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού !), οι οποίες δεν αποδίδουν την πραγματική υπηρεσιακή τους εικόνα, δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται σαν δικαιολογία για την αναγωγή της απόδοσης στις προφορικές εξετάσεις στο καθοριστικό κριτήριο επιλογής. Κατ’ αρχάς, τέτοιοι αφορισμοί ισοδυναμούν με αμφισβήτηση της θεσμικής τάξης και οδηγούν σε ενέργειες και αποφάσεις χωρίς την αναγκαία διαμεσολάβηση των νόμιμων θεσμών, δηλ. των διαχρονικών προϊσταμένων, στους οποίους ο νόμος απέδωσε την αρμοδιότητα της ετήσιας αξιολόγησης των συναδέλφων τους. Επιπλέον, τέτοιοι αφορισμοί ισοδυναμούν με ευθεία αμφισβήτηση του έργου, των ικανοτήτων, της ευθυκρισίας, της ακεραιότητας και του ηθικού αναστήματος των προϊστάμενων αυτών, οι οποίοι σήμερα παρουσιάζονται να «χαρίστηκαν» στους συναδέλφους τους αποδίδοντας τους μίαν πλαστή διαχρονικά εξαίρετη υπηρεσιακή εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν θεωρηθούν βάσιμοι, τέτοιοι αφορισμοί δικαιολογούν μόνον την προσπάθεια εξεύρεσης ενός αξιόπιστου συστήματος αξιολόγησης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα για το μέλλον: δεν δικαιολογούν την σωρηδόν, αυθαίρετη και αδιάκριτη αμφισβήτηση της εγκυρότητας των ετήσιων υπηρεσιακών αξιολογήσεων. Άλλωστε, ποιά αποδεικτικά στοιχεία έχουν στα χέρια τους όσοι ισχυρίζονται πως η διαχρονικά εξαίρετη υπηρεσιακή εικόνα συγκεκριμένου υπαλλήλου είναι πλαστή;
9. Ο καταποντισμός, κατά τις προφορικές εξετάσεις ενώπιον συμβουλευτικών οργάνων, υπαλλήλων του δημόσιου τομέα με μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία, που επιμαρτυρείται από τις ετήσιες αξιολογήσεις τους, καταντά και γραφική όταν μέλη των οργάνων αυτών είναι οι προϊστάμενοι τους οι οποίοι ετησίως και συστηματικά τους αξιολογούν ως «Εξαιρέτους» στα επιμέρους στοιχεία «της επαγγελματικής κατάρτισης», «της απόδοσης», «του υπηρεσιακού ενδιαφέροντος», «της υπευθυνότητας», «της πρωτοβουλίας», «της συνεργασίας και των σχέσεων», «της συμπεριφοράς προς το κοινό» και «της διευθυντικής και διοικητικής ικανότητας» (σύμφωνα με τα παλαιά έντυπα αξιολόγησης) και ως «Πολύ Δυνατούς» στα επιμέρους στοιχεία «των ηγετικών ικανοτήτων, ικανοτήτων στοχοθεσίας και αφοσίωσης στην επίτευξη αποτελεσμάτων», «του προγραμματισμού, της οργάνωσης και της εποπτείας εργασίας», «της ενημερότητας, αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας στην εκτέλεση εργασίας», «της εισαγωγής καινοτομιών και διαχείρισης αλλαγών», «της εξυπηρέτησης του πολίτη»,«της διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού», «της διεύθυνσης απόδοσης-αξιολόγησης υποψηφίων» και «των ικανοτήτων επικοινωνίας, των επαγγελματικών σχέσεων και των συνεργασιών» (σύμφωνα με τα νέα έντυπα αξιολόγησης). Αυτά τα επιμέρους στοιχεία καλύπτουν το εύλογο και αναμενόμενο πλαίσιο των προφορικών εξετάσεων. Είναι πολύ δύσκολο να υποστηρίξει κάποιος, με αξιώσεις σοβαρότητας και πειστικότητας, πως κατά τις προφορικές εξετάσεις υποβάλλονται στους υποψηφίους ερωτήσεις άλλες και όχι ερωτήσεις που τείνουν να διερευνήσουν «την επαγγελματική κατάρτισή τους», «την απόδοσή τους», «το υπηρεσιακό ενδιαφέρον τους», «την υπευθυνότητά τους», «την πρωτοβουλία τους» κλπ.
10.Όλα τα ανωτέρω διατυπώνονται όχι διότι παραγνωρίζεται η αναγκαιότητα και η σημασία των προφορικών εξετάσεων στην διαδικασία επιλογής των πλέον καταλλήλων. Δεν αμφισβητείται ότι ορισμένα γνωρίσματα του χαρακτήρα, τα οποία είναι αναγκαία, δεν συναρτώνται πάντα με τα τυπικά (ακαδημαϊκά) προσόντα και τα άλλα δικαιολογητικά των υποψηφίων. Και ούτε αμφισβητείται το δικαίωμα των εξωτερικών υποψηφίων (οι οποίοι δεν έχουν να παρουσιάσουν εκθέσεις αντίστοιχες των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα) να αποδείξουν την αξία τους διαμέσου των προφορικών εξετάσεων. Όλα τα ανωτέρω διατυπώνονται για να καταδειχθεί η παρανομία και η λογική ασυνέπεια του συχνού φαινομένου στις προφορικές εξετάσεις, ενώπιον διοικητικών οργάνων, να καταποντίζονται υπάλληλοι με μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία και, αντιθέτως, να αναδύονται εξαγνισμένοι νεαροί (σε αρχαιότητα) υπάλληλοι καθώς και εξωτερικοί υποψήφιοι. Παρά το ότι το φαινόμενο γεμίζει με χαρά και αισιοδοξία τους αναδυομένους και εξαγνισμένους, όσους επενδύουν στην προσωπική τους γοητεία για να ανελιχθούν επαγγελματικά και όσους βλέπουν τα συμφέροντά τους να εξυπηρετούνται με την επικράτησή του, εντούτοις, αυτό θα πρέπει να εξαλειφθεί.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο portal ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
*Η Αλεξάνδρα Κ. Λυκούργου είναι Δικηγόρος και Νομική Σύμβουλος. Υπηρέτησε στην Δικαστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον Δεκέμβριο του 2003 έως και τον Ιούνιο του 2019, οπότε και αφυπηρέτησε πρόωρα και οικειοθελώς. Κατά την αφυπηρέτησή της κατείχε την θέση της Ανώτερης Επαρχιακής Δικαστού. Τον Νοέμβριο του 2023 διορίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως Ποινική Ανακρίτρια για ζητήματα που αφορούν στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου. Τον ίδιο μήνα διορίστηκε από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ως Πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συλλόγου. Τον Ιανουάριο του 2024 διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο ως Πρόεδρος της Επιτροπής Διερεύνησης Ασυμβιβάστου.