Ανάλυση: Η επιμονή της Άγκυρας και το στρατηγικό καθήκον της Λευκωσίας

ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

facebook-white sharing buttontwitter-white sharing buttonlinkedin-white sharing button
Header Image

Του Ανδρέα Γρ. Ορφανίδη*

 

Η πρόσφατη κατ’ ιδίαν συνάντηση του Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ, αν και επικοινωνιακά αποδόθηκε ως μια πράξη καλής θέλησης, λειτούργησε τελικά ως υπενθύμιση του βαθύτατου αδιεξόδου στο Κυπριακό. Πίσω από τις ευγενικές χειραψίες και τη διπλωματική εθιμοτυπία, αυτό που κατέστη σαφές είναι πως η τουρκοκυπριακή ηγεσία, υποκινούμενη και πλήρως ελεγχόμενη από την Άγκυρα, συντηρεί το αδιέξοδο με κύριο στόχο το πλήρες ναυάγιο. Όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένη να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά διεκδικεί και θεσμοθέτηση της de facto διαίρεσης και κατοχής με όρους κυριαρχικής ισότητας.

 

Η στάση αυτή δεν είναι απλώς αποτέλεσμα ιδεολογικών διαφορών ή διαπραγματευτικής τακτικής. Είναι η έκφραση μιας ξεκάθαρης και πλέον επίσημης στρατηγικής: της τουρκικής επιδίωξης για αναγνώριση του ψευδοκράτους, διασφάλιση πλήρους γεωστρατηγικού ελέγχου επί του βορείου τμήματος της Κύπρου και επιβολή μιας νέας πραγματικότητας που ουδεμία σχέση έχει με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών ή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, αν θέλει να παραμείνει στο παιχνίδι με όρους πολιτικής αξιοπρέπειας και ιστορικής ευθύνης, οφείλει όχι να τρέφει αυταπάτες περί “καλής πίστης”, αλλά να διαχειριστεί την κατάσταση με ψυχραιμία, ρεαλισμό και στρατηγικό βάθος.

 

Η τουρκική στόχευση: Έλεγχος, όχι λύση

 

Η Τουρκία έχει καταφέρει εδώ και χρόνια να μετατρέψει τα κατεχόμενα σε απολύτως εξαρτώμενη επικράτεια. Οικονομικά, στρατιωτικά, δημογραφικά και πολιτικά, το ψευδοκράτος λειτουργεί ως προτεκτοράτο της Άγκυρας. Ο Ερσίν Τατάρ δεν είναι παρά η πολιτική αντανάκλαση αυτής της εξάρτησης: διορίστηκε (κυριολεκτικά) από την τουρκική προεδρία, εκφράζει πιστά τις θέσεις της και δρα αποκλειστικά εντός των ορίων που του θέτει ο Τούρκος πρόεδρος. Η επιμονή για λύση δύο κρατών και η απόρριψη της ομοσπονδιακής προοπτικής δεν είναι απλώς απόψεις: είναι η επίσημη κρατική πολιτική της Τουρκίας. Αυτό σημαίνει ότι κάθε διαδικασία συνομιλιών που προϋποθέτει λογική συμβιβασμού, χάνει το νόημά της αν δεν συνοδεύεται από σοβαρές πιέσεις προς την Άγκυρα – πιέσεις που η διεθνής κοινότητα μέχρι σήμερα αποφεύγει να ασκήσει. Η τουρκική «απαίτηση» για «κυριαρχική ισότητα», δεν είναι απλώς νομικά απαράδεκτο – είναι στρατηγικό όπλο. Στοχεύει στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενιαίου διεθνούς δρώντα και την αντικατάστασή της με δύο ισότιμες κρατικές οντότητες. Αυτό ακριβώς σημαίνει και η αναβάθμιση της πολιτικής των δύο κρατών: εγκατάλειψη κάθε σχεδίου συμβίωσης και συνδιοίκησης και αντικατάστασή τους από επίσημο διαρκή διαχωρισμό.

 

Η γεωπολιτική πτυχή του Κυπριακού

 

Η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει το Κυπριακό ως διμερές πρόβλημα με την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά ως ζήτημα περιφερειακής επιρροής. Το νησί, και ειδικά το βόρειο-κατεχόμενο τμήμα του, λειτουργεί στρατηγικά ως προκεχωρημένο φυλάκιο στην Ανατολική Μεσόγειο, με δυνατότητα ελέγχου θαλάσσιων οδών, ενεργειακών εξελίξεων και γεωπολιτικών ισορροπιών. Αυτός είναι και ο λόγος που η Άγκυρα επενδύει συστηματικά στην παγίωση της παρουσίας της στο νησί, με στρατιωτικές βάσεις, ισλαμιστική πολιτιστική διείσδυση και συστηματική πληθυσμιακή αλλοίωση. Η επιδίωξη αναγνώρισης του ψευδοκράτους, είτε επίσημα είτε με τη μέθοδο των «παραθύρων» (όπως με τις εμπορικές πτήσεις και την εκπαιδευτική-πανεπιστημιακή αναγνώριση), εντάσσεται σε μια ευρύτερη τουρκική στρατηγική επαναπροσδιορισμού συνόρων και καθεστώτων στην ευρύτερη περιοχή. Με άλλα λόγια, η Τουρκία δεν θέλει λύση του Κυπριακού. Θέλει οριστική διχοτόμηση με όρους δικής της υπεροχής.

 

Η Λευκωσία χρειάζεται στρατηγική, όχι ρητορική

 

Απέναντι στη σταθερή και συστηματική αποδόμηση του Κυπριακού από την τουρκική πλευρά, η απάντηση της Λευκωσίας δεν μπορεί να παραμένει στατική, ανακυκλώνοντας την ίδια διπλωματική ρητορική απλώς περί επιστροφής στο πλαίσιο λύσης. Η πραγματικότητα είναι ότι η τουρκική πλευρά δεν επιδιώκει λύση, αλλά παγίωση τετελεσμένων. Επομένως, η Κυπριακή Δημοκρατία, ενεγοποιώντας το Σχέδιο Β που λογικά θα έχει ήδη αναπτύξει και διαμορφώσει, να εγκαταλείψει τις αμυντικές και φοβικές αντιλήψεις περί «μη σύγκρουσης» και να εφαρμώσει μια νέα, πολυεπίπεδη στρατηγική που να συνδυάζει τη νομική, διπλωματική, γεωπολιτική και οικονομική της ισχύ.

 

Καταρχάς, η Λευκωσία οφείλει να αναγνωρίσει ότι δεν αντιμετωπίζει συνομιλητές με πρόθεση συμβιβασμού, αλλά ένα κατοχικό καθεστώς με σαφή στόχο την αναγνώριση ή έστω τη νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Η πολιτική του «διαλόγου για τον διάλογο» καθίσταται, πλέον, εργαλείο αποπροσανατολισμού και καθυστέρησης. Στον αντίποδα, απαιτείται η χάραξη και υλοποίηση μιας ενεργητικής στρατηγικής διεθνοποίησης του προβλήματος, όχι ως ηθικής διαμαρτυρίας ή αναφοράς στο διεθνές δίκαιο ερήμην πολιτικών εργαλείων, αλλά ως ολοκληρωμένης προσπάθειας για τη σύνδεση του Κυπριακού με ζωτικά συμφέροντα των εταίρων μας.

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις περί αλληλεγγύης, δεν έχει ενεργήσει με τρόπο που να αποτρέπει την τουρκική επιθετικότητα. Η ευθύνη γι’ αυτό δεν βαραίνει αποκλειστικά τις Βρυξέλλες, αλλά και τη Λευκωσία, η οποία, με εξαίρεση αποσπασματικές πρόσφατες παρεμβάσεις, δεν έχει οικοδομήσει μια μακρόπνοη στρατηγική εντός της ΕΕ. Η Κύπρος πρέπει να παύσει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα και να καθιερωθεί ως στρατηγικός εταίρος: ως ένα κράτος-μέλος που δεν ζητά προστασία, αλλά προσφέρει σταθερότητα, ενεργειακή ασφάλεια, γεωστρατηγική συνδεσιμότητα και προσήλωση στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Συγκεκριμένα, απαιτείται η θεσμοθέτηση συμμαχιών εντός της ΕΕ που να υπερβαίνουν τη ρητορική υποστήριξη – ένα μέτωπο κρατών που αντιλαμβάνονται ότι η κυπριακή υπόθεση είναι και δική τους υπόθεση. Παράλληλα, χρειάζεται επανακαθορισμός της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας προς μια πιο ενεργή εμπλοκή στα διεθνή fora, αλλά και η οικοδόμηση διαύλων επικοινωνίας με ισχυρούς δρώντες (ΗΠΑ, Ισραήλ, Γαλλία) που μπορούν να επηρεάσουν την Άγκυρα.

 

Ένα καθοριστικό μέτωπο αφορά την ίδια την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Παρά την επικοινωνιακή επικράτηση Τατάρ, σημαντικό ποσοστό των Τουρκοκυπρίων εξακολουθεί να αντιστέκεται στην πλήρη αφομοίωση από την Τουρκία. Η Λευκωσία οφείλει να στηρίξει αυτές τις δυνάμεις – όχι με πατερναλισμό ή συμβολισμούς, αλλά με ουσιαστικά και διαφανή μέτρα και πολιτικές που μπορούν να διαμορφώσουν μια νέα βάση κοινωνικής σύγκλισης – έστω και ενόσω η τουρκοκυπριακή ηγεσία παραμένει απρόθυμη.

 

Η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχει να διαχειριστεί ένα πολιτικά δύσκολο αλλά ιστορικά κρίσιμο τοπίο. Η πρωτοβουλία για κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Τατάρ, όσο κι αν δεν απέδωσε άμεσα, εντάσσεται σε μια προσπάθεια να κρατηθεί ανοικτός ο δίαυλος επικοινωνίας. Όμως δεν αρκούν οι κινήσεις καλής θέλησης. Ούτε η ρητορική για “προσήλωση στις αρχές λύσης”. Αυτό που χρειάζεται είναι συγκεκριμένο, πολυεπίπεδο σχέδιο διεθνών ενεργειών, ενίσχυσης της εσωτερικής συνοχής και σύγκλισης των δημοκρατικών δυνάμεων των δύο κοινοτήτων. Η πιο υποτιμημένη πτυχή του Κυπριακού είναι, ωστόσο, η εσωτερική του διάσταση. Όσο η Κυπριακή Δημοκρατία δεν λειτουργεί ως πρότυπο σύγχρονης και ποιοτικά διασφαλισμένης ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, με αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, πλήρως ανεξάρτητους θεσμούς και κοινωνική συνοχή, τόσο μειώνεται η διεθνής της αξιοπιστία. Η προοπτική επανένωσης δεν μπορεί να εδραιωθεί αν δεν πείθει ότι η κοινή πατρίδα μπορεί να λειτουργήσει. Αυτό σημαίνει προτεραιότητα στην ενίσχυση της λειτουργικότητας του κράτους, τση διασφάλιση της ποιότητας στη διακυβέρνηση, στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, στην εμβάθυνση της δημοκρατίας και την ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα, η ίδια η κοινωνία πρέπει να καταστεί συμμέτοχος σ’ αυτή τη νέα στρατηγική: με ενίσχυση της παιδείας στα ζητήματα εθνικής πολιτικής, με ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και με καλλιέργεια μιας κουλτούρας που αντιλαμβάνεται την Κύπρο όχι ως όμηρο του παρελθόντος, αλλά ως δρων κράτος με ρόλο και ευθύνη στον σύγχρονο κόσμο.

 

Η κατάσταση δεν είναι εύκολη – αλλά ούτε μη αναστρέψιμη. Ο χρόνος, ωστόσο, λειτουργεί υπέρ της τουρκικής πλευράς. Η Λευκωσία οφείλει να απαντήσει όχι μόνο με συνέπεια και σταθερότητα, αλλά και με τόλμη και εφευρετικότητα. Ο ρόλος της δεν είναι να παριστάνει τον καλό μαθητή της διεθνούς κοινότητας. Είναι να υπενθυμίζει και να διεκδικεί, με κάθε τρόπο, ότι το Κυπριακό δεν είναι μια τοπική διένεξη. Είναι μια ευρωπαϊκή πρόκληση, ένα ζήτημα εισβολής και κατοχής, που η επίλυσή του αποτελεί χρέος που δεν μπορεί να αποσιωπηθεί και να παραγνωρισθεί..

 

*Πανεπιστημιακού καθηγητή-ανθρωπολόγου, πρώην πρύτανη.

facebook-white sharing buttontwitter-white sharing buttonlinkedin-white sharing button

ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Λογότυπο Altamira

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων

Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.