Η νέα απειλή του Προέδρου Τραμπ για επιβολή δασμών 50% σε όλα τα ευρωπαϊκά προϊόντα από την 1η Ιουνίου φέρνει ένα νέο κύμα αβεβαιότητας στην παγκόσμια οικονομία και στις διατλαντικές σχέσεις.
Η απειλή αυτή, αν και πολλοί αναλυτές τη θεωρούν διαπραγματευτικό ελιγμό, έχει ήδη προκαλέσει αναταραχή στις αγορές. Την περασμένη εβδομάδα οι ευρωπαϊκές μετοχές σημείωσαν πτώση, ενώ και οι αμερικανικές αγορές κινήθηκαν πτωτικά. Η αβεβαιότητα για το αν ο Τραμπ θα υλοποιήσει την απειλή του επιβαρύνει το επενδυτικό κλίμα και αυξάνει το ρίσκο για επιχειρήσεις και καταναλωτές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η ΕΕ απάντησε με ψυχραιμία, τονίζοντας ότι το εμπόριο πρέπει να βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό και όχι στις απειλές. Ο επίτροπος Εμπορίου, Μάρος Σέφτσοβιτς, διαβεβαίωσε ότι η Ένωση είναι έτοιμη να προστατεύσει τα συμφέροντά της και να διαπραγματευτεί καλόπιστα αλλά χωρίς εκβιασμούς. Παράλληλα, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι δασμοί αυτού του ύψους θα πλήξουν και τις δύο οικονομίες, ενώ η ΕΕ προετοιμάζει αντίμετρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αμερικανικές υπηρεσίες, τεχνολογία και αγροτικά προϊόντα.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα μπορούσε να οδηγηθεί στα πρόθυρα ύφεσης, ενώ και η αμερικανική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί, με αύξηση του πληθωρισμού και μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
Η επιθετική τακτική του Τραμπ, που συχνά χρησιμοποιεί τις απειλές ως διαπραγματευτικό όπλο, δημιουργεί ένα περιβάλλον αστάθειας που ενισχύει τον κίνδυνο εμπορικού πολέμου. Η ΕΕ, με τη σειρά της, δείχνει αποφασισμένη να μην υποκύψει σε πιέσεις και να υπερασπιστεί τις αρχές της. Το διακύβευμα είναι μεγάλο: αν οι δασμοί εφαρμοστούν, θα πληγούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας και στις δύο πλευρές, θα αυξηθούν οι τιμές για τους καταναλωτές και θα υπονομευθεί η εμπιστοσύνη στην παγκόσμια οικονομική τάξη.
Αυτό που καλείται τώρα η Ευρώπη να κάνει είναι να διατηρήσει την ενότητά της, να προετοιμάσει στοχευμένα αντίμετρα και να επιμείνει σε διαπραγματεύσεις με σεβασμό και ρεαλισμό. Το μέλλον της διατλαντικής συνεργασίας κρίνεται στην ικανότητα και των δύο πλευρών να αποφύγουν την κλιμάκωση και να βρουν κοινό έδαφος για ένα δίκαιο και ισορροπημένο εμπόριο.
Στην Κύπρο, η κυβέρνηση καλείται να ασκήσει μια συντηρητική δημοσιονομική πολιτική και να ρίξει τους τόνους για τα αποτελέσματα της οικονομικής της πολιτικής. Τα δημοσιονομικά περιθώρια πρέπει να αξιοποιηθούν για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, ώστε το σημερινό θετικό μομέντουμ να μην χαθεί.