Τα όσα συμβαίνουν στην Ιερά Σύνοδο (ΙΣ) της Εκκλησίας της Κύπρου και βλέπουν το φως της δημοσιότητας απασχολούν και προβληματίζουν την κοινή γνώμη, η οποία έχει εμπλουτίσει το λεξιλόγιό της με μια νέα γι’αυτήν αλλά ιστορικά καθιερωμένη για την Εκκλησία ορολογία, που είναι ο αποτειχισμός. Διαβάζοντας και ακούοντας τους ευπαίδευτους θεολόγους αντιλήφτηκα συνοπτικά τα ακόλουθα: Ο αποτειχισμός είναι μια εκκλησιαστική πράξη κατά την οποία ένας κληρικός ή και λαϊκός διακόπτει κάθε εκκλησιαστική επικοινωνία με τον οικείο επίσκοπο όταν θεωρήσει ότι αυτός κηρύσσει ή αποδέχεται αίρεση, δηλαδή παρεκκλίνει από την ορθή πίστη. Η αποτείχιση επιτελείται με τη μη μνημόνευση του αιρετικού επισκόπου κατά τη θεία λειτουργία και τη διακοπή κάθε εκκλησιαστικής επικοινωνίας μαζί του. Η συνήθης αιτία για να θεωρηθεί ότι ένας επίσκοπος είναι αιρετικός είναι η συμμετοχή του σε οικουμενικούς διαλόγους, χωρίς ορθόδοξη ομολογία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η ΙΣ κατά την εκδίκαση του τέως μητροπολίτη Πάφου Τυχικού θεώρησε ως την πιο σοβαρή καταγγελία το ότι όντας μητροπολίτης Πάφου χειροτόνησε τον Δήμο Τερκελίδη ο οποίος ταυτίζεται με τους αποτειχιστές της Θεσσαλονίκης και ο οποίος χαρακτήρισε φιλοπαπική την ηγεσία της Εκκλησίας της Κύπρου. Δεν ενοχλήθηκε τόσο από το ότι ο Τυχικός έφερνε εμπόδια στην τέλεση μεικτών γάμων και ταλαιπωρούσε τους πολίτες ή ότι θεωρούσε ότι έπρεπε να διαβάζονται από ιερέα τα φαγητά που έφερναν οι ντιλιβεράδες προτού καταναλωθούν και πολλά άλλα. Δεν ξέρω πόσον ο απλός κόσμος νοιάζεται εάν ο τέως μητροπολίτης ήταν αποτειχισμένος ή όχι, όμως σίγουρα θεωρεί ανοησίες πολλές άλλες δοξασίες του.
Τη συμμετοχή των επισκόπων σε συζητήσεις για επαναπροσέγγιση των Εκκλησιών, Ανατολικής (Ορθοδόξου) και Δυτικής (Καθολικής), μερικοί τη θεωρούν ως αίρεση, έγκλημα καθοσίωσης, ως μέγα θρησκευτικό αμάρτημα και ως εκ τούτου πρέπει να αποβληθούν από το Σώμα της Εκκλησίας. Οι αποτειχισμένοι όχι απλά διαφωνούν αλλά μισούν θανάσιμα όσους τολμούν να παρακάθονται στο ίδιο τραπέζι για διάλογο. Δεν έχουν επιχειρήματα να στηρίξουν τις απόψεις τους και δεν θέλουν να ακούσουν τους άλλους. Αν τυχόν φτάσουν στην ουσία της διαφοράς των δύο Εκκλησιών θα αναφερθούν στο filioque και ώς εκεί, πέραν τούτου ουδέν. Όσο και αν πιεστούν, αδυνατούν να εξηγήσουν την πραγματική διαφορά, αν υπάρχει. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους.
Τόσο οι αποτειχισμένοι όσο και οι ιεράρχες της Εκκλησίας αποφεύγουν να δώσουν πειστικές ερμηνείες για τις αντιλήψεις τους και αρκούνται στις γνωστές δογματικές τοποθετήσεις τις οποίες αναμένουν οι πιστοί να δεχτούν και να υιοθετήσουν ως έχουν.
Η άρνηση του διαλόγου, που σημαίνει άρνηση της λογικής, ανάγεται στα πρώτα χρόνια του Σχίσματος (1054) και η ίδια νοοτροπία των ηγεσιών των δύο Εκκλησιών συνεχίστηκε για αιώνες. Προκαλεί αλγεινή εντύπωση η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός και οι κατάρες που χαρακτήριζαν τις μεταξύ τους σχέσεις. Όταν αργότερα τον 17ο και 18ο αιώνα ο Διαφωτισμός έφερε νέα πνοή ελεύθερης σκέψης, δημοκρατίας και ανθρωπισμού και απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, στον ελληνικό χώρο δυστυχώς μείναμε στο σκοτάδι λόγω της αντίδρασης της Εκκλησίας και αυτή η στάση φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Ο συντηρητισμός εξακολουθεί αμείωτος σε όλα τα επίπεδα και δεδομένης της τεράστιας επίδρασης που ασκεί η Εκκλησία την καθιστά ρυθμιστή της ζωής μας σε όλες τις πτυχές της. Αναφέρω ενδεικτικά και μόνο τον ρόλο της στην Εκπαίδευση και τις εθνικιστικές και αδιέξοδες θέσεις της στο Κυπριακό.
Αμφιβάλλω αν σήμερα ο πιστός, ο απλός χριστιανός, νοιάζεται για το ποιο από τα δύο δόγματα, των Δυτικών ή των Ορθοδόξων, είναι πιο χριστιανικό και βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια. Μάλλον η έγνοια του είναι να λύσει τα βιοτικά του προβλήματα και εκείνο που περιμένει από την Εκκλησία είναι να νιώσει ότι τον περιβάλλει με στοργή, τον ανακουφίζει από τον πόνο και του συμπαρίσταται στα προβλήματα της καθημερινότητας.
Είναι πολύ θετική η κίνηση της Εκκλησίας της Κύπρου προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης με την Καθολική Εκκλησία και χαιρετίζεται. Γιατί πραγματικά εκφράζει το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα αγάπης και δίνει το παράδειγμα σε όλους μας.