Sevgul Uludag
Τηλ: 99 966518
Ο Dervish Ali Kavazoghlou και ο Κώστας Μισαούλης δολοφονήθηκαν στις 11 Απριλίου 1965, δηλαδή πριν από 60 χρόνια, σε ενέδρα που έστησε η τουρκοκυπριακή υπόγεια οργάνωση. Οι Τουρκοκύπριοι φίλοι του, τους οποίους προσπάθησε να βοηθήσει και οι οποίοι αναγκάστηκαν από την υπόγεια οργάνωση να στήσουν αυτή την ενέδρα (αλλιώς θα σκοτώνονταν οι ίδιοι), δολοφόνησαν τον ίδιο και τον Κώστα Μισαούλη που βρισκόταν μαζί του στο ίδιο αυτοκίνητο.
Με την ευκαιρία της 60ής επετείου, το Γραφείο Επαναπροσέγγισης του ΑΚΕΛ εκπόνησε το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Αυτοί που έγιναν φως στο σκοτάδι», σε σκηνοθεσία του Πασχάλη Παπαπέτρου. Μίλησα και εγώ σε αυτό το ντοκιμαντέρ, δίνοντας πληροφορίες για την έρευνά μου σχετικά με τη δολοφονία του.
Ο Dervish Ali Kavazoghlou
Γιατί δολοφονήθηκαν ο Kavazoghlou και ο Μισαούλης; Δολοφονήθηκαν επειδή ήταν αντίθετοι στη διαίρεση της Κύπρου, δολοφονήθηκαν επειδή υπερασπίστηκαν την ειρηνική συνύπαρξη των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων. Δολοφονήθηκαν από τον εθνικισμό. Δολοφονήθηκαν από εκείνους που είναι υπέρ της διαίρεσης, που είναι εναντίον μιας κοινής χώρας.
Θέλω να μοιραστώ μαζί σας την ιστορία του Dervish Ali Kavazoghlou, όπως μου την είπε πριν από 20 χρόνια η αδελφή του Munevver Ertughrul, που δεν είναι πλέον μαζί μας, ας αναπαυθεί εν ειρήνη. Και ας μάθουμε από τα λόγια της, ας κατανοήσουμε τον πόνο των συγγενών εκείνων που δολοφονήθηκαν από τους εθνικιστές της δικής τους πλευράς. Και ας μην πέσουμε ποτέ στις παγίδες και τις ενέδρες που στήνουν.
Μαζί με τη Munevver Ertughrul, αδελφή του Dervish Ali Kavazoghlou πριν από περισσότερο από 20 χρόνια. Ας αναπαυθεί εν ειρήνη.
Η ιστορία της Munevver Ertughrul
Η Munevver Ertughrul μού είχε πει τα ακόλουθα όταν της είχα πάρει συνέντευξη: «Ο Dervish Ali Kavazoghlou γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1924 στην Πηγή Περιστερώνας. Το όνομα της μητέρας μας ήταν Fatma, το όνομα του πατέρα μας ήταν Omer Hasan Kavaz. Ήμασταν τέσσερα αδέλφια. Ήταν ο Hasan, η Sherife, η Munevver και ο Dervish Ali, ο μικρότερος από τους τέσσερις. Ο πατέρας μας είχε κατάστημα υφασμάτων στο χωριό και πήγαινε ως «πραματευτής» στα γύρω χωριά με το αμάξι του. Ζούσαμε μια καλή ζωή στο χωριό.
Μια μέρα, ο πατέρας μας είχε ένα ατύχημα ενώ επέστρεφε στο χωριό με το κάρο του και πέθανε στον δρόμο. Όταν πέθανε, η οικογένειαά μας δεν μπόρεσε να μαζέψει τα χρήματα που μας χρωστούσαν. Βρισκόμασταν σε πολύ δύσκολη θέση. Η μητέρα μας μας μάζεψε όλα τα παιδιά και εγκαταστάθηκε στο Kuchuk Kaymakli (Ομορφίτα). Ο Dervish Ali πήγαινε τότε στο δημοτικό σχολείο. Αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο στο Καϊμακλί και ήθελε πολύ να συνεχίσει στο γυμνάσιο και έκανε αίτηση στο ΕΒΚΑΦ για υποτροφία αλλά δεν του δόθηκε. Η οικογένειά μας δεν είχε χρήματα για να πληρώσει την Εκπαίδευσή του, οπότε έπρεπε να πάει να δουλέψει ως παιδί, ως μαθητευόμενος σε ένα ξυλουργείο. Αλλά συνέχισε να διαβάζει. Στη συνέχεια άνοιξε το δικό του μαγαζί. Όταν το μαγαζί του κάηκε, δούλεψε στο μαγαζί κάποιου άλλου και μετά άνοιξε ξανά το δικό του μαγαζί. Ήταν πολύ καλός ξυλουργός. Έφτιαξε όλα τα έπιπλά μου αλλά το 1963 κάηκαν μαζί με το σπίτι μου στο Kuchuk Kaymakli. Ο αδελφός μας Hasan δούλευε στα ορυχεία. Ήμουν 15 χρονών όταν εγκατασταθήκαμε στο Καϊμακλί και πλέκαμε κάλτσες και τις πουλούσαμε. Όταν παντρεύτηκα τον Ali Ertugrul, χτίσαμε ένα σπίτι στο Kuchuk Kaymakli. Χτίσαμε ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος και ο Dervish Ali και η μητέρα μας έμεναν εκεί μέχρι το 1958. Αυτό το σπίτι παρέμεινε στην ελληνοκυπριακή πλευρά με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963 και κάηκε. Δεν έμεινε τίποτα.»
Το φέρετρο του Kavazoghlou μεταφέρεται για ταφή στο Δάλι. Οι αδελφές του δεν μπόρεσαν να παραστούν στην κηδεία του.
«Είχε μια γραφομηχανή»
«Όταν πέθανε η μητέρα μας το 1956, ο Dervish συνέχισε να μένει μαζί μου. Είχε ένα γραφείο στο δωμάτιό του και ήταν γεμάτο βιβλία. Διάβαζε συνεχώς. Προσπαθούσε να μας διδάξει για τον διάσημο Τούρκο ποιητή Nazim Hikmet και επίσης να μας εκπαιδεύσει σχετικά με άλλα βιβλία. Είχε μια γραφομηχανή και έναν πολυγράφο. Όλη τη νύχτα συνέχιζε να γράφει. ίχε πολύ τρυφερή καρδιά. Ήθελε να βοηθάει όλους. Κάθε πρωί ξυριζόταν τραγουδώντας τανγκό. Τα τανγκό που του άρεσαν περισσότερο ήταν το «Sevdim bir gench kadini» («Αγάπησα μια νεαρή γυναίκα») και το «Papatya» («Μαργαρίτα»). Ξυριζόταν, χτένιζε τα μαλλιά του και έβαζε μπριγιαντίνη. Του άρεσε να είναι καθαρός, να ντύνεται καλά, να ζει μια γεμάτη ζωή και να αγαπάει όλους.»
«Γιαούρτι για τη γάτα»
Μια μέρα βρήκε μια τραυματισμένη γάτα και την έφερε στο σπίτι. Κάθε βράδυ αγόραζε ένα μικρό δοχείο με γιαούρτι για τη γάτα από τον διάσημο παραγωγό γιαουρτιού Musa. Όταν έφτανε η ώρα για το γιαούρτι, η γάτα περίμενε τον Dervish Ali, λέγοντας «Μιάου, μιάου.». Ο Dervish Ali αγόραζε το γιαούρτι και τάιζε τη γάτα! Αγαπούσε αυτή τη γάτα! Με την πάροδο του χρόνου, άρχισε να δέχεται απειλές. Ήταν μέλος της συντεχνίας ΠΕΟ. Φοβόταν πολύ να μην μας βλάψει λόγω των δραστηριοτήτων του. Αγαπούσε τα ξαδέρφια του. Κάθε Πρωτοχρονιά πάντα τους αγόραζε δώρα-έκπληξη. Έπαιζε μαζί τους και τα φρόντιζε.»
«Προειδοποίηση από γείτονα»
«Νομίζω ότι ήταν κατά τη διάρκεια του 1958 όταν μια μέρα ένας γείτονας από την «TMT» ήρθε στο σπίτι μας και είπε: «Πες στον Dervish Ali να μην έρθει σπίτι απόψε, θα τον σκοτώσουν.» Προηγουμένως κάποιοι άντρες είχαν έρθει στην πόρτα μας. Κάθε φορά, ο σύζυγός μου έβγαινε έξω και όταν τον έβλεπαν, έφευγαν τρέχοντας. Επειδή ο σύζυγός μου ήταν επίσης από την «TMT». Μετά από αυτή την προειδοποίηση του γείτονά μας, εκείνο το βράδυ ο Dervish Ali έφυγε. Ο σύζυγός μου κοιμήθηκε στο δωμάτιό του. Όταν ήρθαν ξανά, βγήκε έξω. «Δεν είναι κανένας εδώ», είπε, «Τι ψάχνετε;». Και οι άντρες του είπαν: «Μην βγαίνεις κάθε φορά που ερχόμαστε εδώ, θα σου κάνουμε κάτι κατά λάθος!» και έφυγαν. Μετά από εκείνο το βράδυ, είχαμε έναν Ελληνοκύπριο γείτονα, με τον οποίο μας έστελνε γράμματα και έτσι επικοινωνούσαμε. Μία από τις κόρες μου είχε περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις της Αγγλικής Σχολής. Το είχε δει στην εφημερίδα. Όταν άρχισαν τα μαθήματα, κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και την περίμενε να εμφανιστεί. Αλλά δεν την είχαμε στείλει εκεί. Τότε μας έγραψε και ρώτησε γιατί δεν την είχαμε στείλει στην Αγγλική Σχολή. Η τελευταία φορά που ήρθε στο σπίτι μας ήταν το 1961. Ήταν μέρα, είχα γείτονες στο σπίτι μου, καθόμασταν. Όταν τον είδαμε ξαφνικά μπροστά μας, τόσο εγώ όσο και η μεγαλύτερη κόρη μου λιποθυμήσαμε. Φοβόμασταν ότι θα τον πιάσουν και θα τον σκοτώσουν. Δεν ξαναήρθε ποτέ. Μερικές φορές περνούσε από τον δρόμο μας με ένα μαύρο αυτοκίνητο, επιβράδυνε και μετά εξαφανιζόταν.
«Ούτε το όνομά του»
«Φοβόμασταν ακόμη και να αναφέρουμε το όνομά του. Οι γείτονες μας ισχυρίζονταν ότι ήταν κατάσκοπος, προδότης. Με την αδελφή μου Sherife λέγαμε το όνομά του κρυφά, τον αγαπούσαμε κρυφά και πάντα προσευχόμασταν για αυτόν. Από τους γείτονες έμαθα ότι τον σκότωσαν. Ένας δάσκαλος της κόρης μου της είπε στο σχολείο: «Καλά νέα, είσαι ελεύθερη τώρα, σκότωσαν τον θείο σου.» Τον θρηνούσαμε κρυφά. Δεν μπορούσαμε να πάμε στην κηδεία του. Φοβόμασταν πολύ. Τον έθαψαν στο Δάλι με τις προσευχές ενός Χότζα, στην αυλή του τουρκοκυπριακού σχολείου.»
Απαγόρευση προσευχής
«Η αδελφή μου έκανε μια θρησκευτική προσευχή για αυτόν και ακόμη και εκεί ήρθαν αστυνομικοί! Όταν στην επόμενη επέτειο η αδελφή μου έκανε για αυτόν τη θρησκευτική προσευχή (μνημόσυνο) που ονομάζεται «Mevlid», η αστυνομία έκανε έφοδο στο σπίτι της και της απαγόρευσε να κάνει το «Mevlid». Μετά από αυτό κλειστήκαμε στον εαυτό μας. Φοβόμασταν πολύ. Δεν μπορούσαμε καν να κλάψουμε για τον αδελφό μας και να κάνουμε μια θρησκευτική προσευχή για αυτόν, ποτέ. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι ήταν νεκρός. Ονειρευόμασταν ότι ζούσε στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Όταν άνοιξαν τα σημεία ελέγχου, πήγαμε στον τάφο του. Εκείνη την ημέρα τον βρήκαμε και τον χάσαμε, αφού επισκεφθήκαμε τον τάφο του.»
«Ήταν ένας αληθινός πατριώτης.»
«Όταν ο Dervish Ali έτρωγε το μεσημεριανό του, έλεγε: «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν για να φάνε αυτά» και στενοχωριόταν. Δεν έβλαψε ποτέ ούτε ένα μυρμήγκι. Όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά αγαπούσε και όλα τα ζώα. Ήταν άνθρωπος με ιδέες. Προσπαθούσε συνεχώς να εκπαιδεύσει τους ανθρώπους για τα πράγματα που διάβαζε και μάθαινε. Ποτέ δεν του άρεσε η βία. Ποτέ δεν εξαπάτησε κανέναν, δεν λήστεψε τράπεζα, δεν παραβίασε τα δικαιώματα κανενός. Το μεγαλύτερο όνειρό του ήταν οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι να ζουν μαζί ειρηνικά. Αγαπούσε τη χώρα του. Ακόμα και στις χειρότερες μέρες του, δεν σκέφτηκε ποτέ να φύγει από την Κύπρο. Ήταν κάποιος που αγαπούσε τη ζωή, γεμάτος ζωή, αλλά δεν φοβόταν να πεθάνει για τα ιδανικά του, ένας αληθινός πατριώτης. Ήταν ο μικρός μας αδελφός που μας έλειπε όταν ήταν ζωντανός, τον οποίο δεν μπορέσαμε να προστατεύσουμε, στην κηδεία του οποίου δεν μπορέσαμε να παραστούμε, τον τάφο του οποίου δεν μπορέσαμε να επισκεφτούμε και να κλάψουμε για αυτόν όσο θα θέλαμε.»