Στην Κύπρο του 2025, η συζήτηση γύρω από τη νέα γενιά αναδεικνύεται σε ζήτημα πολιτικής και κοινωνικής επιβίωσης. Η κυπριακή νεολαία δεν αποτελεί απλώς το μελλοντικό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Eίναι ήδη σήμερα ο καθρέφτης των αντιφάσεών της, το έδαφος όπου συγκρούονται η ελπίδα με τη διάψευση, η εξωστρέφεια με την απογοήτευση, ο δυναμισμός με την αδυναμία μετασχηματισμού του. Σε μια κοινωνία που αναπαράγει επί δεκαετίες τις ίδιες δομές, τις ίδιες πολιτικές, τις ίδιες εξαρτήσεις και τα ίδια κλειστά κυκλώματα εξουσίας, οι νέοι και οι νέες της Κύπρου εμφανίζονται παγιδευμένοι σ’ ένα παράδοξο: είναι ταυτόχρονα οι πιο μορφωμένοι, οι πιο τεχνολογικά εξοικειωμένοι, οι πιο συνδεδεμένοι με τον υπόλοιπο κόσμο, και όμως παραμένουν θεσμικά και ουσιαστικά στο περιθώριο των αποφάσεων που αφορούν το μέλλον τους. Τα πανεπιστημιακά πτυχία, συχνά αποκτημένα σε έγκριτα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά ιδρύματα, δεν αρκούν για να εξασφαλίσουν σταθερή απασχόληση, επαγγελματική καταξίωση ή αξιοπρεπή διαβίωση. Η αγορά εργασίας είτε τους απορρίπτει, είτε τους αφομοιώνει με επισφαλείς όρους, σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις, χωρίς προοπτική ανέλιξης και χωρίς ουσιαστικά κίνητρα για δημιουργικότητα ή καινοτομία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η εργασιακή ανασφάλεια μετατρέπεται σε υπαρξιακή αγωνία και η νεανική ενέργεια καταλήγει σε αίσθημα αποξένωσης.
Η φυγή προς το εξωτερικό δεν είναι πια έκτακτη επιλογή για λίγους. Eίναι ένα καθημερινό και αδιάκοπο ρεύμα αποστράγγισης ταλέντου. Χιλιάδες νέοι, αφού επένδυσαν χρόνια σε σπουδές και δεξιότητες, επιλέγουν να παραμείνουν στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Αυστρία, στην Ολλανδία, ή να μεταναστεύσουν σε τρίτες χώρες, όπου νιώθουν πως έχουν τουλάχιστον έναν θεσμικό χώρο έκφρασης και αξιοκρατικής ανταμοιβής. Η Κύπρος, αντί να προσφέρει λόγους επιστροφής, προσφέρει δυσπιστία. Και όμως, οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους δεν φεύγουν γιατί αποστρέφονται τον τόπο τους. Φεύγουν γιατί ο τόπος τους δεν τους εμπνέει, δεν τους χωρά, δεν τους ακούει. Η νέα κυβερνητική στρατηγική για την επανένταξη των αποδήμων νέων στην παραγωγική ζωή της χώρας φαίνεται ότι δεν αμβλύνει ουσιαστικά το πρόβλημα μέχρι στιγμής, ενώ ταυτόχρονα συντηρείται ένα είδος δομικής ασυνέχειας μεταξύ των γενεών. Η πολιτεία μοιάζει περισσότερο διατεθειμένη να αναπαράγει τις υφιστάμενες ισορροπίες παρά να ρισκάρει τη ριζική ανανέωση που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και τη συμμετοχή της νεολαίας.
Την ίδια ώρα, η απομάκρυνση των νέων από τα πολιτικά κόμματα και τον κρατικό μηχανισμό δεν είναι ανεξήγητη. Είναι προϊόν μιας συστημικής απογοήτευσης και μιας χρόνιας εμπειρίας αορατότητας. Οι νέοι δεν είναι απλώς αδιάφοροι για την πολιτική - είναι κουρασμένοι από την πολιτική όπως αυτή προσφέρεται. Τα παραδοσιακά κόμματα τους προσεγγίζουν μόνο προεκλογικά, με ρητορείες που φλερτάρουν με τη δημαγωγία, χωρίς να δημιουργούν αληθινές ευκαιρίες εκπροσώπησης ή συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Οι οργανώσεις νεολαίας είναι συχνά εξαρτημένες από τις μητρικές κομματικές δομές, ενώ οι θεσμοί που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα των νέων λειτουργούν περισσότερο ως διακοσμητικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι ένα κενό πολιτικής αντιπροσώπευσης που μεταφράζεται σε σιωπή στις κάλπες, απουσία από τον δημόσιο διάλογο και κυνισμό απέναντι σε κάθε είδους προγραμματική εξαγγελία.
Και όμως, αυτή η σιωπή δεν είναι απόλυτη. Η νεολαία της Κύπρου επινοεί εναλλακτικούς δρόμους συμμετοχής, έξω από τους θεσμούς. Οι διαδικτυακές καμπάνιες, η δημιουργία μέσω κοινωνικών δικτύων, οι αυτόνομες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, οι περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις, η ακτιβιστική ενασχόληση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το φυσικό περιβάλλον, ο προβληματισμός για το πολιτειακό και πολιτικό μέλλον στον τόπο μας, η καλλιτεχνική δημιουργία με πολιτικές αναφορές, συνιστούν μορφές πολιτικής δράσης που, αν και δεν καταγράφονται στους δείκτες της εκλογικής συμμετοχής, αποκαλύπτουν μια βαθιά ανάγκη αλλαγής. Η κοινωνία των πολιτών, όπου αυτή κατορθώνει να αναπνεύσει χωρίς κομματικό έλεγχο, γίνεται χώρος έκφρασης της νεανικής ανησυχίας. Το ερώτημα που μένει ανοιχτό είναι αν και πότε το πολιτικό σύστημα θα ανοίξει χώρο σ’ αυτή την καινούργια φωνή, όχι κατ’ επίφαση, αλλά ουσιαστικά.
Η προβληματική σχέση των νέων με την Πολιτεία καθίσταται ακόμη πιο εμφανής στην περίπτωση του Κυπριακού. Η γενιά που ενηλικιώθηκε μετά το δημοψήφισμα του 2004 και μέσα σε μια σταθερή κατάσταση κατοχής, διαχωρισμού και διαίρεσης, αδυνατεί να ενστερνιστεί την ορολογία των παλαιότερων πολιτικών αφηγήσεων. Η απελευθέρωση και επανένωση, για πολλούς, φαντάζει μια αόριστη υπόσχεση που δεν συνοδεύεται από κανένα πρακτικό σχέδιο. Ωστόσο, δεν πρόκειται για πλήρη αδιαφορία. Αντίθετα, σημαντικός αριθμός νέων συμμετέχει σε εκδηλώσεις κατά της κατοχής και διαίρεσης, σε δικοινοτικά προγράμματα, σε εργαστήρια, σε πολιτιστικές πρωτοβουλίες και πανεπιστημιακές συνεργασίες. Εκεί, έξω από τις κάμερες και τις τυπικές δηλώσεις, χτίζεται ένα άλλο λεξιλόγιο, ένα νέο κοινωνικό κεφάλαιο που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει τη βάση για μια μελλοντική επαναπροσέγγιση. Δεν είναι οι νέοι αυτοί που απορρίπτουν τη λύση· είναι το πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να τους δώσει μια προοπτική λύσης που να μην είναι επανάληψη του παρελθόντος.
Στο πεδίο της εκπαίδευσης, επίσης, παρατηρείται το φαινόμενο της χρονικής ασυμφωνίας: ενώ οι νέοι μαθαίνουν, διαβάζουν, συνδέονται, ταξιδεύουν, το εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει δέσμιο μιας παρωχημένης λογικής που μεταχειρίζεται τους μαθητές ως αποδέκτες πληροφορίας και όχι ως φορείς στοχασμού, κριτικής σκέψης και μάθησης πώς να μαθαίνουν. Η έλλειψη εστίασης στην ενεργό πολιτειότητα και νομιμοφροσύνης, στην κοινωνική ευθύνη, στη συνεργατικότητα και συμμετοχική δημοκρατία, στην πολιτιστική δημιουργία και διπλωματία, στην ψυχική ενδυνάμωση και στην περιβαλλοντική συνείδηση στερεί από τους νέους βασικά εργαλεία κατανόησης του κόσμου γύρω τους. Αν η εκπαίδευση δεν αναβαθμιστεί θεσμικά και παιδαγωγικά στους πιο πάνω τομείς, τότε κάθε προσπάθεια για κοινωνική ένταξη των νέων και καταπολέμηση της νεανικής παραβατικότητας θα αποτυγχάνει πριν καν ξεκινήσει.
Σ’ αυτό το σκηνικό, η ανάγκη για μια ουσιαστική και αναλυτική εθνική στρατηγική νεολαίας είναι όχι απλώς επιτακτική, αλλά καθοριστική. Όχι μια στρατηγική επικοινωνιακής διαχείρισης ή ευρωπαϊκής συμμόρφωσης, αλλά ένα συνεκτικό πλέγμα πολιτικών, θεσμικών αλλαγών και κοινωνικών επενδύσεων που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές προκλήσεις. Από την αναδόμηση του Συμβουλίου Νεολαίας, με ουσιαστικό λόγο, και τη σύσταση Ακαδημίας Νεανικής Πολιτισμικής και Καλλιτεχνικής Δημιουργίας, μέχρι την αθλητοπρεπή άθληση και συμμετοχή, την ενίσχυση της νεανικής επιχειρηματικότητας και την εισαγωγή μηχανισμών συμμετοχικού σχεδιασμού πολιτικών - η Κύπρος έχει την υποχρέωση να εμπιστευτεί και να επενδύσει στη νέα γενιά. Η Πολιτεία πρέπει να αναθεωρήσει τον ρόλο των νέων όχι ως ωφελούμενων, αλλά ως συμμέτοχων. Να τους παραχωρήσει λόγο, ευθύνη, και κυρίως χώρο.
Η κυπριακή κοινωνία δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με τη νεολαία σε θέση αναμονής. Δεν μπορεί να ελπίζει σε οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική ειρήνη και νομιμοφροσύνη, πολιτισμική καταξίωση, και βιώσιμη πολιτική προοπτική, χωρίς την ενεργή συμμετοχή της πιο δυναμικής, πολυμορφωμένης και ταλαντούχας γενιάς που γνώρισε ποτέ. Αν η Κύπρος θέλει να βγει από τη στασιμότητα, αν θέλει να γίνει κάτι περισσότερο από τουριστικός προορισμός και φορολογικός κόμβος, τότε πρέπει να αφήσει πίσω το μοντέλο της ανακύκλωσης προσώπων, των κομματικών βολεμάτων και της προσποίησης αλλαγής. Η νεολαία δεν ζητά προνόμια· ζητά ευκαιρίες. Δεν ζητά θέσεις· ζητά ουσία. Δεν ζητά να επιβιώσει· ζητά να δημιουργήσει. Και αυτή είναι μια απαίτηση που δεν επιδέχεται άλλη αναβολή.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη