Σε μια εποχή όπου η ασφάλεια στους δρόμους αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο, η εφαρμογή του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και η επιβολή προστίμων για παραβάσεις εμφανίζονται ως αυτονόητες πρακτικές προστασίας του κοινωνικού συνόλου. Ωστόσο, τα πρόσφατα στοιχεία για τις εισπράξεις εξωδίκων από την Αστυνομία και το σύστημα φωτοεπισήμανσης αποκαλύπτουν μια άλλη όψη του νομίσματος, καθώς φαίνεται πως η επιβολή προστίμων έχει εξελιχθεί για πολλούς δήμους και κοινότητες σε μια καλοστημένη, προσοδοφόρα επιχείρηση. Μόνο για το 2024, το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε από εξώδικα ανήλθε περίπου στα 20 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 11,5 εκατομμύρια κατέληξαν απευθείας στα ταμεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Με πρωταθλήτρια τη Λεμεσό, που συγκέντρωσε σχεδόν 2,7 εκατομμύρια ευρώ, και τη Λευκωσία να ακολουθεί με 1,7 εκατομμύρια, γίνεται σαφές ότι η δημοσιονομική σημασία αυτών των εισπράξεων είναι πλέον καθοριστική για τις τοπικές Αρχές. Η υφιστάμενη νομοθεσία προβλέπει ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται για συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως η παράνομη στάθμευση ή η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας, εισπράττονται απευθείας από τους δήμους, ενώ άλλα πρόστιμα, κυρίως για ταχύτητα ή μη χρήση ζώνης, καταλήγουν στο κράτος. Ειδική πρόβλεψη υπάρχει για τα πρόστιμα που προέρχονται από το σύστημα φωτοεπισήμανσης, όπου το 80% των εσόδων προορίζεται για τις τοπικές Αρχές και το υπόλοιπο 20% για το κράτος, ωστόσο η εφαρμογή της πρόνοιας αυτής καθυστερεί. Εύλογα τίθενται ερωτήματα κατά πόσον οι δήμοι διατηρούν αντικειμενικά και κοινωνικά ισορροπημένα κίνητρα ως προς την επιβολή των προστίμων ή αν τελικά υπερτονίζουν την επιβολή τους, με σκοπό την ενίσχυση των οικονομικών τους.
Η οδική ασφάλεια είναι μεν ύψιστης σημασίας, ωστόσο η μετατροπή της επιβολής προστίμων σε εργαλείο δημοσιονομικής ενίσχυσης, χωρίς αναλογικότητα ή στοχευμένο σχεδιασμό, κινδυνεύει να υπονομεύσει την κοινωνική εμπιστοσύνη και να εκτρέψει την πολιτική για την οδική κυκλοφορία από τον πραγματικό της στόχο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, γίνεται αναγκαία μια εθνική επαναξιολόγηση της φιλοσοφίας πίσω από τη συλλογή προστίμων, με έμφαση στην πλήρη διαφάνεια για τη χρήση των εισπραχθέντων ποσών, την εφαρμογή οδικών στρατηγικών που δεν θα εξαρτώνται από την εισπρακτική απόδοση των μέτρων, καθώς και την ενσωμάτωση κοινωνικά δίκαιων ρυθμίσεων για τις ευάλωτες ομάδες. Επιπλέον, προτείνεται η δημιουργία ειδικών λογαριασμών στους οποίους να διοχετεύονται τα έσοδα αυτά αποκλειστικά για έργα υποδομής, εκπαίδευσης και οδικής ασφάλειας. Σε τελική ανάλυση, τα πρόστιμα οφείλουν να λειτουργούν αποτρεπτικά και όχι ως διαρκής πηγή εσόδων, ώστε να υπηρετείται το καλώς νοούμενο συμφέρον των πολιτών και να εμπεδώνεται η έννοια της οδηγικής ευθύνης με δικαιοσύνη, διαφάνεια και κοινωνική ευαισθησία.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη