Δύο ειδήσεις της εβδομάδας, απ’ αυτές που δεν είναι στους κύριους τίτλους, μας έκαναν εντύπωση. Η πρώτη αφορά τη μαθητική διαδρομή από την Αθηένου προς την Τεχνική Σχολή Λευκωσίας, η οποία σταμάτησε ξαφνικά λόγω ζημιών στο λεωφορείο, προκαλώντας αντιδράσεις από τους μαθητές. Οι μαθητές υποστηρίζουν πως δεν ευθύνονται, ενώ η εταιρεία μεταφορών ισχυρίζεται ότι το λεωφορείο υπέστη ζημιές και γι’ αυτό σταμάτησε τη διαδρομή. Το αποτέλεσμα είναι δεκάδες παιδιά να ταλαιπωρούνται, χωρίς τρόπο να μεταφερθούν στο σχολείο τους.
Η δεύτερη είδηση αφορά το σχέδιο «Πληρώνω όσο πετώ», το οποίο θα εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2026 και θα καθιστά υποχρεωτική την ανακύκλωση για όλες τις ροές αποβλήτων, με εξαίρεση τα οργανικά. Οι πολίτες, ξαφνικά, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια νέα οικονομική υποχρέωση και με την ανάγκη να χωρίζουν τα σκουπίδια τους, όχι επειδή έχουν αλλάξει νοοτροπία, αλλά επειδή το επιβάλλει το σύστημα.
Είναι δύο φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ειδήσεις, όμως αποτελούν κλασικά παραδείγματα του ίδιου προβλήματος: πως η Πολιτεία δεν προνοεί για τους πολίτες της. Δεν βρίσκεται ποτέ ένα βήμα μπροστά. Ουδέποτε στα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας το κράτος στάθηκε πριν από τον πολίτη, να προβλέψει, να προστατεύσει ή να τον εκπαιδεύσει. Πάντα, πρέπει να βρει ως από μηχανής Θεός τις λύσεις για να σώσει καταστάσεις.
Στο περιστατικό με τους μαθητές, δεν υπήρξε καμία πρόνοια για το πώς θα μεταφέρονται στο σχολείο μέχρι να λυθεί το πρόβλημα. Ή τι γίνεται τέλος πάντων σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Θα συγκαλέσουν, λέει, σύσκεψη στο αρμόδιο υπουργείο για να το συζητήσουν. Την ίδια ώρα, οι μαθητές περιμένουν λύση για κάτι αυτονόητο. Στην περίπτωση του «Πληρώνω όσο πετώ», οι πολίτες θα κληθούν να εφαρμόσουν ένα μέτρο που έρχεται εξ ανάγκης, όχι επειδή το έχουν κατανοήσει ή αγκαλιάσει. Είμαστε λίγους μήνες πριν και δεν υπήρχε κάποια προσπάθεια να αλλάξει η κουλτούρα, να υπάρξει εκπαίδευση ή ευαισθητοποίηση. Παρά μόνο η… περίοδος προσαρμογής που θα υπάρχει μετά για να πάμε στην πλήρη εφαρμογή πιο μετά. Το πρόβλημα δεν είναι ούτε το Υπουργείο Παιδείας φυσικά, ούτε το Γεωργίας. Είναι το ίδιο το κράτος που ανέκαθεν λειτουργούσε κατόπιν εορτής: μετά τις πυρκαγιές, μετά τις πλημμύρες, μετά τα προβλήματα. Αντί να προνοεί, επιλέγει να εξαγοράζει ανοχές με επιδόματα και παροχές. Ήταν μια παλιά, γνώριμη τακτική των κυβερνήσεων: να «ρίχνουν τυράκι» για να σπρώχνουμε το πρόβλημα λίγο παρακάτω, μέχρι να έρθει το επόμενο.
Ως μια τρίτη -και πάλι σχετική/άσχετη είδηση- η συνέντευξη που δημοσιεύεται στην παρούσα έκδοση, αρχιτέκτονα του ΕΤΕΚ που μιλά για το θέμα της προσβασιμότητας και επισημαίνει πως, όσες ράμπες κι αν φτιάξουμε, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η νοοτροπία μας. Και πράγματι, η αλλαγή κουλτούρας ενός λαού είναι μια βαθιά πολιτική πράξη, την οποία αυτή η κυβέρνηση ουδέποτε επιχείρησε. Γιατί η πραγματική πολιτική δεν είναι η παροχή, αλλά η πρόληψη. Δεν είναι το επίδομα, αλλά η εκπαίδευση. Και ίσως η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που οφείλουμε να διεκδικήσουμε, να είναι ένα κράτος που θα μαθαίνει να λειτουργεί πριν από τους πολίτες του.