Σκανδαλωδώς, δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι και σήμερα, σχεδόν έξι χρόνια μετά την ψήφισή της, η νομοθεσία που αφορά τις νόμιμες παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων προσώπων τα οποία εμπλέκονται στη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως, μεταξύ άλλων, το οργανωμένο έγκλημα, το εμπόριο ναρκωτικών και η χειραγώγηση αθλητικών αγώνων. Η επίμαχη νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ στις 21/2/2020.
Το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν έχει μεριμνήσει μέχρι και σήμερα για την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας, η οποία όπως έχει χαρακτηριστεί δικαίως, αποτελεί ισχυρό όπλο στα χέρια της Αστυνομίας και της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Ευθύνες φέρει και η Βουλή, και δη τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, καθώς όφειλαν να ζητήσουν εξηγήσεις από τους εκάστοτε υπουργούς Δικαιοσύνης για τους λόγους που η επίμαχη νομοθεσία δεν εφαρμόστηκε, παρότι οι ίδιοι είχαν δεχθεί έντονες πιέσεις τον Φεβρουάριο του 2020 για να την ψηφίσουν από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης και νυν Γενικό Εισαγγελέα, Γιώργο Σαββίδη.
Αυτό που ξεχωρίζει στην εν λόγω νομοθεσία είναι ότι το ηχητικό υλικό που θα καταγράφεται από την παρακολούθηση των κινητών και σταθερών τηλεφώνων των υπόπτων θα μπορεί να περιλαμβάνεται στο μαρτυρικό υλικό των υποθέσεων, να κατατίθεται ως τεκμήριο στα δικαστήρια και να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκδίκαση των υποθέσεων. Με βάση αυτό το ηχητικό υλικό θα γίνονται συλλήψεις και θα καταχωρίζονται κατηγορητήρια για διώξεις. Σήμερα αυτό δεν είναι εφικτό, καθώς οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις που πραγματοποιούνται δεν είναι νόμιμες. Ουσιαστικά πρόκειται για υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.
Γιατί χάθηκαν έξι χρόνια;
Ο επίμαχος νόμος τιτλοφορείται ως ο «Περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) (Τροποποιητικός)» και τέθηκε σε ισχύ τον Φεβρουάριο του 2020, με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η απόφαση της Βουλής να τον ψηφίσει δεν λήφθηκε ελαφρά τη καρδία.
Το αρχικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή το 2017 και συζητείτο στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών επί τρία χρόνια. Κόμματα και βουλευτές είχαν εκφράσει έντονες ανησυχίες για πιθανή παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Εντέλει, οι βουλευτές έβαλαν «νερό στο κρασί τους» και το υπερψήφισαν, όταν στο νομοσχέδιο περιλήφθηκαν αρκετές ασφαλιστικές δικλίδες που αποτρέπουν ενδεχόμενες αυθαιρεσίες και καταχρήσεις.
Ωστόσο, χρειάστηκαν σχεδόν τέσσερα χρόνια (!) από την ψήφισή του για να προμηθευτούν οι πάροχοι κινητής και σταθερής τηλεφωνίας (ΑΤΗΚ, Cablenet, Epic και Primetel) τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό, ώστε να μπορούν Αστυνομία και ΚΥΠ να συνδέουν τα δικά τους συστήματα με τα δίκτυά τους και να λαμβάνουν το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των υπό παρακολούθηση προσώπων σε πραγματικό χρόνο.
Αν και θα έπρεπε, δεν ασκήθηκαν πιέσεις προς τους παρόχους κινητής και σταθερής τηλεφωνίας για να επισπεύσουν τις διαδικασίες εγκατάστασης του απαιραίτητου τεχνικού εξοπλισμού που ο νόμος τους υποχρεώνει να εγκαταστήσουν για να γίνονται οι παρακολουθήσεις τηλεφώνων.
Ένα χρόνο για την τροποποίηση
Και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη των πρώτων νόμιμων παρακολουθήσεων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, τον περασμένο Νοέμβριο εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς τη διαδικασία έκδοσης των σχετικών διαταγμάτων παρακολούθησης. Θυμήθηκαν, σχεδόν πέντε χρόνια μετά, εκεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στη Νομική Υπηρεσία, να ξαναμελετήσουν τον νόμο που οι ίδιοι ετοίμασαν και ελέγξαν νομοτεχνικά. Και για να αποκλειστεί πλήρως το ενδεχόμενο να ακυρωθούν εκ των υστέρων τα διατάγματα παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ενώπιον των δικαστηρίων, κρίθηκε σκόπιμο να θωρακιστεί ακόμη περισσότερο η κείμενη νομοθεσία πριν από την εφαρμογή της.
Από τον Νοέμβριο του 2024, όταν λήφθηκε η απόφαση για την ετοιμασία αναθεωρημένου νομοσχεδίου, φτάσαμε σχεδόν στον Νοέμβριο του 2025 και το αναθεωρημένο νομοσχέδιο ακόμη δεν έχει κατατεθεί στη Βουλή για ψήφιση. Κατά τα άλλα, θέλουν να πατάξουν το οργανωμένο έγκλημα...