Με αφορμή την ανάληψη της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE) από την Κύπρο, μια χώρα που γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνουν πόλεμος, κατοχή και de facto διχοτόμηση, αξίζει να τεθεί ξανά το απλό, αλλά καθοριστικό ερώτημα: παραμένει ζωντανό το ιδρυτικό όραμα της ΕΕ ως πρόγραμμα ειρήνης;
Το ευρωπαϊκό εγχείρημα γεννήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ιστορική άρνηση του πολέμου. Η ειρήνη αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η ιδέα της ενωμένης Ευρώπης, μια κοινότητα που θα εξουδετέρωνε τις συγκρούσεις μέσω οικονομικής αλληλεξάρτησης, αλληλεγγύης και κοινής ευημερίας.
Μετά την ένταξη της Πορτογαλίας και Ισπανίας το 1986, η δεκαετία του 1990 ήταν το μεγάλο σημείο καμπής για την ΕΕ. Η επανένωση της Γερμανίας και η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας άνοιξαν ένα ιστορικό παράθυρο και επιτεύχθηκε η ενσωμάτωση χωρών που για δεκαετίες βρίσκονταν στην άλλη πλευρά, του γεωπολιτικού διχασμού. Η μεγάλη διεύρυνση του 2004 δεν ήταν μια τυπική πολιτική πράξη, ήταν δήλωση γεωπολιτικής αυτοπεποίθησης και επέκτασης του χώρου ειρήνης και δημοκρατίας προς την Ανατολική Ευρώπη.
Λίγο νωρίτερα, το 2000, η Στρατηγική της Λισαβόνας πρόβαλε μια ακόμη πιο φιλόδοξη υπόσχεση για παγκόσμια ηγεμονία της ΕΕ μέσω γνώσης και καινοτομίας, μετατρέποντας την «στην πιο ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης στον κόσμο». Μπορεί να μην πέτυχε πλήρως, όμως εξέφρασε κάτι ουσιώδες, ότι η ευρωπαϊκή ισχύς μπορεί να είναι τεχνολογική, επιστημονική, παραγωγική και όχι στρατιωτική.
Σήμερα, αυτή η πυξίδα κινδυνεύει να χαθεί. Η Ευρώπη τείνει να ορίζει την ασφάλειά της κυρίως μέσα από εξοπλισμούς. Η άμυνα είναι αναγκαία και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί σε μια εποχή πολέμου στην ήπειρό μας. Όμως μια μονοδιάστατη, σε μεγάλο βαθμό αντανακλαστική «αμυντικοποίηση», δεν συνιστά στρατηγική για την προώθηση του ευρωπαϊκού οράματος και συνοδεύεται από κόστος που διαβρώνει την κοινωνική και οικονομική αντοχή της Ευρώπης.
Η εκτροπή πόρων προς την αμυντική βιομηχανία συμπιέζει τον χώρο για επενδύσεις στην υγεία, στην παιδεία, στην ερεύνα και τεχνολογία και στην κοινωνική πολιτική. Αυτό τροφοδοτεί ανισότητες, απογοήτευση και πολιτική αστάθεια, ακριβώς το έδαφος πάνω στο οποίο ευδοκιμούν ο λαϊκισμός και η πόλωση. Παράλληλα, υπονομεύεται η μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα.
Η πραγματική ισχύς στον 21ο αιώνα δεν χτίζεται μόνο με όπλα αλλά με τεχνολογία, έρευνα, βιομηχανική αναγέννηση, πράσινη μετάβαση και κυρίως ανθρώπινο κεφάλαιο. Σε αυτό το πεδίο ο ανταγωνισμός είναι αμείλικτος. Η Κίνα επενδύει συστηματικά σε καινοτομία, στρατηγικές υποδομές και παραγωγή γνώσης, κερδίζοντας σταθερά έδαφος στους τομείς που καθορίζουν οικονομική ισχύ, τεχνολογική εξέλιξη και παγκόσμια επιρροή.
Ταυτόχρονα, η Ευρώπη οφείλει να αντιμετωπίσει και μια δεύτερη πραγματικότητα: το στρατηγικό της μέλλον δεν μπορεί να καθορίζεται από την Ουάσιγκτον. Όπως αποδεικνύει καθημερινά η κυβέρνηση Τραμ, οι ΗΠΑ έχουν δικές τους προτεραιότητες και επιδιώκουν πρωτοκαθεδρία όχι μόνο μέσω στρατιωτικής ισχύος, αλλά και μέσω τεχνολογικής κυριαρχίας, κυρίως στον τομέα της πληροφορικής. Το νέο «όπλο» δεν είναι μόνο το οπλοστάσιο, είναι τα δεδομένα, οι πλατφόρμες, τα δίκτυα, τα πρότυπα, η τεχνητή νοημοσύνη. Όποιος ελέγχει την υπολογιστική ισχύ και τα ψηφιακά οικοσυστήματα, θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού και αποκτά ηγεμονική θέση στην παγκόσμια οικονομία.
Κι όμως, αντί η Ευρώπη να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση με επένδυση στη δική της τεχνολογική αυτονομία, συχνά επιλέγει να χτίζει πολιτικά και οικονομικά τείχη στη γειτονιά της. Υπάρχει ο κίνδυνος η Ουκρανία να μετατραπεί σε «προμετωπίδα» ενός νέου αμυντικού συνόρου, χωρίς παράλληλα να οικοδομείται μια ευρωπαϊκή στρατηγική που να συνδυάζει αποτροπή, συνοχή και ορίζοντα διπλωματικής αρχιτεκτονικής για το αύριο.
Η στρατηγική κυριαρχία της Ευρώπης δεν θα προκύψει μέσα από μια κούρσα εξοπλισμών. Θα προέλθει από την τεχνητή νοημοσύνη, την υπολογιστική ισχύ, την πράσινη βιομηχανική επανάσταση, την πρωτοπορία στην κλιματική επιστήμη, τη βιοτεχνολογία και τη γνώση που παράγουν τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά της κέντρα. Εκεί βρίσκεται το πεδίο της νέας γεωπολιτικής. Εκεί κερδίζονται ή χάνονται οι επόμενες δεκαετίες και οι ευκαιρίες για τις νέες γενιές.
Τέλος, η Ευρώπη δεν πρέπει να παγιδευτεί σε μια νέα ψυχροπολεμική λογική. Ένα νέο «σιδηρούν παραπέτασμα» με τη Ρωσία θα ήταν στρατηγικό λάθος μακράς διάρκειας. Η ασφάλεια απαιτεί αποτροπή σήμερα, αλλά και θεσμοθετημένους διαύλους για το αύριο, ώστε να διατηρείται η δυνατότητα μελλοντικής συνύπαρξης, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Το διακύβευμα είναι καθαρό. Μια Ευρώπη οχυρωμένη πίσω από τείχη, εξαντλημένη από εξοπλισμούς και εγκλωβισμένη σε ξένες ατζέντες ή μια Ευρώπη που ηγείται μέσω γνώσης, τεχνολογίας και διπλωματικής αυτονομίας και διορατικότητας. Αν χαθεί αυτή η επιλογή, δεν θα χαθεί μόνο γεωπολιτικό βάρος, θα χαθεί η ίδια η ιδέα της Ευρώπης.
Μέσα σε αυτό το ιστορικό σταυροδρόμι, η Κύπρος έχει ένα δικό της υπαρξιακό διακύβευμα. Η ένταξή μας στην ΕE δεν ήταν ούτε συγκυριακή επιλογή ούτε οικονομική στρατηγική, αλλά πρωτίστως στρατηγική ειρήνης και ασφάλειας. Ήταν μια συνειδητή τοποθέτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων, θεσμών και συλλογικής πολιτικής βούλησης, που μπορεί να λειτουργήσει ως εγγύηση σταθερότητας και ως ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για μια δίκαιη και βιώσιμη προοπτική επανένωσης.
Γι’ αυτό, όποια κι αν είναι η πορεία που θα ακολουθήσει η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια, είτε προς περισσότερη στρατηγική αυτονομία είτε προς περισσότερη ανασφάλεια, για την Κύπρο η ευρωπαϊκή επιλογή είναι μονόδρομος. Η Κύπρος επέλεξε την Ευρώπη για να επικρατήσει στο νησί η διαρκής ειρήνη, η ασφάλεια και η δικαιοσύνη για όλους τους πολίτες της και αυτή η επιλογή αποτελεί πορεία χωρίς επιστροφή.
Καθ. Σταύρος Μαλάς
Ακαδημαϊκός, Πρώην Υπουργός Υγείας






