Στα θαλάσσια ξενικά είδη στην Κύπρο αλλά και στις προκλήσεις και προοπτικές ενός μεταβαλλόμενου οικοσυστήματος, αναφέρθηκε, με δηλώσεις της στον «Π», η Κατερίνα Γεωργίου, λειτουργός του Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών. Τα ξενικά είδη χαρακτηρίζονται πολλές φορές από τις μεγαλύτερες απειλές για τη βιοποικιλότητα. Τι είναι όμως τα ξενικά είδη; Ξενικά είδη ονομάζονται τα ζώα και οι οργανισμοί που εμφανίζονται σε περιοχές πέραν της φυσικής γεωγραφικής τους κατανομής, κυρίως λόγω ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Όταν δε τα είδη αυτά εγκαθίστανται με επιτυχία στο νέο τους περιβάλλον και εξαπλώνονται γρήγορα συνιστούν απειλή για το περιβάλλον αφού δρουν ανταγωνιστικά για τα ντόπια είδη και ονομάζονται χωροκατακτητικά ξενικά είδη. Ξενικά είδη δεν συναντάμε μόνο στη στεριά αλλά και στη θάλασσα, με τη Μεσόγειο να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα, αφού η εισβολή τους θεωρείται μια από τις κύριες αιτίες για την απώλεια της βιοποικιλότητας στην περιοχή και την αλλαγή του οικοσυστήματος. Η θαλάσσια βιοποικιλότητα της Μεσογείου έχει αλλάξει δραστικά μετά το άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ το 1869. Μέσω αυτής της διώρυγας συνδέονται δύο διαφορετικές βιογεωγραφικές περιοχές, η Μεσόγειος, με την τροπική Ερυθρά Θάλασσα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη ειδών, εξαιτίας κυρίως της μετανάστευσης/μεταφοράς ειδών από την Ερυθρά στη Μεσόγειο Θάλασσα, είδη γνωστά ως λεσεψιανοί μετανάστες. Ωστόσο, δεν είναι όλα άσπρο μαύρο, αναφέρει το Τμήμα Αλιείας. Στα νερά της Κύπρου έχουν καταγραφεί πάνω από διακόσια ξενικά θαλάσσια είδη, σημειώνοντας πως ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο λαγοκέφαλος (Lagocephalussceleratus) και το λεοντόψαρο (Pterois miles). Η λειτουργός του Τμήματος Αλιείας αναφέρει πως η παρουσία των ξενικών ειδών δεν συνεπάγεται αποκλειστικά αρνητικές συνέπειες, σημειώνοντας πως ορισμένα μπορούν να προσφέρουν τροφή σε άλλα είδη, να συμβάλουν στον έλεγχο άλλων εισβλητικών οργανισμών ή να δημιουργήσουν νέους βιοτόπους. Ανακοίνωσε επίσης μεταξύ άλλων πως, στο άμεσο μέλλον, το ΤΑΘΕ θα προκηρύξει έναν νέο διαγωνισμό με τίτλο «Παρακολούθηση Γηγενών και Ξενικών Ειδών στα Θαλάσσια Ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας». Πρόκειται, τόνισε, για ένα διετές πρόγραμμα μακροχρόνιας παρακολούθησης της θαλάσσιας βιοποικιλότητας στην παράκτια ζώνη (0–40 μέτρα βάθος), με στόχο τη συλλογή ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων για τα ξενικά και εισβλητικά είδη.
Θα χαρακτηρίζατε αρνητικές τις συνέπειες από την παρουσία των ξενικών ειδών;
Τα θαλάσσια ξενικά είδη, δηλαδή οι θαλάσσιοι οργανισμοί που λόγω ανθρωπογενών δραστηριοτήτων βρίσκονται εκτός της φυσικής τους γεωγραφικής κατανομής, αποτελούν φαινόμενο διαρκούς εξέλιξης στην Κύπρο και την ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Πάνω από 1.000 τέτοια είδη έχουν καταγραφεί στη Μεσόγειο, το 80% των οποίων προέρχεται από τον Ινδο-Ειρηνικό Ωκεανό και έχουν εισέλθει μέσω της διώρυγας του Σουέζ –ένα φαινόμενο γνωστό ως λεσεψιανή μετανάστευση. Η διώρυγα λειτουργεί ως υδάτινος διάδρομος που επιτρέπει τη ροή οργανισμών από την Ερυθρά Θάλασσα προς τη Μεσόγειο, κυρίως λόγω της εξισορρόπησης της στάθμης και αλατότητας των δύο θαλασσών, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την αύξηση της θερμοκρασίας των νερών.
Η Κύπρος, ως το ανατολικότερο σημείο της ΕΕ στη Μεσόγειο, επηρεάζεται έντονα από το φαινόμενο, με πάνω από 200 ξενικά είδη να έχουν καταγραφεί ήδη στα νερά της. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus) και το λεοντόψαρο (Pterois miles). Ο λαγοκέφαλος, γνωστός για τη νευροτοξίνη του και τα καταστροφικά του δόντια, είναι τοξικό και μη εδώδιμο ψάρι, με σοβαρές επιπτώσεις στην παράκτια αλιεία. Το λεοντόψαρο, από την άλλη, έχει εξαπλωθεί ραγδαία και θηρεύει μαζικά τα νεαρά γηγενών ειδών, διαταράσσοντας τη φυσική ισορροπία του οικοσυστήματος.
Ωστόσο, η παρουσία των ξενικών ειδών δεν συνεπάγεται αποκλειστικά αρνητικές συνέπειες. Ορισμένα μπορούν να προσφέρουν τροφή σε άλλα είδη, να συμβάλουν στον έλεγχο άλλων εισβλητικών οργανισμών ή να δημιουργήσουν νέους βιοτόπους. Η κουρκούνα (Siganus rivulatus), για παράδειγμα, παρότι εισβλητική, έχει εξελιχθεί σε σημαντικό εμπορικό είδος για την κυπριακή αλιεία και αγορά. Αντίστοιχα, και το λεοντόψαρο είναι εδώδιμο και απόλυτα ασφαλές προς κατανάλωση, καθώς οι επαγγελματίες αλιείς αφαιρούν προσεχτικά τα δηλητηριώδη αγκάθια του αμέσως μετά την αλίευσή του.
Πώς ανταποκρινόμαστε ως Κύπρος;
Η Κύπρος ανταποκρίνεται μέσα από επιστημονική παρακολούθηση, εθνικά σχέδια δράσης, έρευνες και προγράμματα διαχείρισης, όπως το LIFE-RELIONMED για το λεοντόψαρο, αλλά και μέσω επιδοτούμενης αλιείας του λαγοκέφαλου, αφαιρώντας πάνω από 492 τόνους του είδους από το 2012 μέχρι το 2024. Παράλληλα, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, το Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών (ΤΑΘΕ) εφαρμόζει το Εθνικό Πρόγραμμα Συλλογής Αλιευτικών Δεδομένων, το οποίο βασίζεται σε νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ και συγχρηματοδοτείται από την ΕΕ. Μέσω του προγράμματος συλλέγονται συστηματικά επιστημονικά στοιχεία για όλα τα αλιευόμενα είδη, συμπεριλαμβανομένων των ξενικών ειδών, συμβάλλοντας στη χάραξη πολιτικών διαχείρισης στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής της ΕΕ.
Στο άμεσο μέλλον ποιες οι ενέργειές σας ως Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών;
Στο άμεσο μέλλον, το ΤΑΘΕ θα προκηρύξει έναν νέο διαγωνισμό με τίτλο «Παρακολούθηση Γηγενών και Ξενικών Ειδών στα Θαλάσσια Ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας». Πρόκειται για ένα διετές πρόγραμμα μακροχρόνιας παρακολούθησης της θαλάσσιας βιοποικιλότητας στην παράκτια ζώνη (0–40 μέτρα βάθος), με στόχο τη συλλογή ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων για τα ξενικά και εισβλητικά είδη. Το έργο θα ενισχύσει την κατανόηση της εξέλιξης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και θα συμβάλει στην εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική (ΟΠΘΣ), ενισχύοντας τις στρατηγικές διατήρησης και τη λήψη τεκμηριωμένων περιβαλλοντικών αποφάσεων.
Παράλληλα, η Κύπρος συμμετέχει ενεργά στο πιλοτικό πρόγραμμα της Γενικής Επιτροπής Αλιείας για τη Μεσόγειο (ΓΕΑΜ) για την παρακολούθηση των ξενικών ειδών στην Ανατολική Μεσόγειο, το οποίο στοχεύει στη δημιουργία ενός παρατηρητηρίου ξενικών ειδών και στην ενίσχυση της κατανόησης των επιπτώσεών τους στα τοπικά οικοσυστήματα και την αλιεία, προκειμένου να αναπτυχθούν αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης.
Επιπλέον, στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας (ΕΤΘΑΥ), προγραμματίζεται η υλοποίηση ειδικού έργου για τη διερεύνηση νέων τρόπων εμπορικής αξιοποίησης εισβλητικών ξενικών ειδών, όπως ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus), το λεοντόψαρο (Pterois miles) και η τρομπέτα (Fistularia commersonii), με στόχο τη μείωση των επιπτώσεών τους στα θαλάσσια οικοσυστήματα και την ενίσχυση της βιώσιμης αλιείας.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει, η παρουσία των ξενικών ειδών στα κυπριακά νερά δεν είναι προσωρινή εξαίρεση, αλλά νέα πραγματικότητα. Η προσαρμογή και η ενεργή διαχείριση είναι πλέον μονόδρομος.