Λίγο πάνω από τη βάση ήταν για άλλη μια χρονιά ο βαθμός των Νέων Ελληνικών στις Παγκύπριες Εξετάσεις. Συγκεκριμένα, ήταν στο 10,77/20, με την τυπική απόκλιση να είναι στα 3,72. Σημειώνεται πως ο μέσος όρος στο ίδιο μάθημα στις Παγκύπριες Εξετάσεις του 2024 ήταν στο 11,21/20 με τυπική απόκλιση στα 4,21, ενώ για το 2023 ήταν στο 10,38/20 με τυπική απόκλιση στα 3,88. Σε άλλα μαθήματα, στα Μαθηματικά Κατεύθυνσης για παράδειγμα, ο μέσος όρος φέτος ήταν 7,04/20, αρκετά πιο κάτω από τη βάση δηλαδή, ενώ ούτε τη βάση δεν έπιασαν και οι φετινοί τελειόφοιτοι-υποψήφιοι φοιτητές σε μαθήματα όπως Μαθηματικά Κοινού Κορμού (9.01/20) και Ιστορία ( 9.65/20). Οι μέσοι όροι στα μαθήματα συνδέονται άρρηκτα με την διδακτέα ύλη. Όταν στην τάξη δεν υπάρχει χρόνος για να καλυφθούν τα βασικά και να γίνουν επαναλήψεις, τότε είναι αναπόφευκτο ότι θα είναι χαμηλές και οι επιδόσεις των μαθητών.
Εκπαιδευτική ανησυχία
«Παρά τις ανακοινώσεις για εκσυγχρονισμό του αναλυτικού προγράμματος, οι επιδόσεις των μαθητών στην Κύπρο παραμένουν ανησυχητικά χαμηλές, ενώ οι Παγκύπριες Εξετάσεις εξακολουθούν να καθορίζουν την πορεία προς την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση», επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην τελευταία έκθεση του ευρωπαϊκού δικτύου «ΕΥΡΥΔΙΚΗ», η οποία είδε το φως της δημοσιότητας την περασμένη Τετάρτη, μια ημέρα μετά δηλαδή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των φετινών Παγκυπρίων. Η έκθεση καταπιάνεται με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες όσον αφορά το κομμάτι της μείωσης της ύλης, ενώ υπάρχουν αναφορές σε σχέση με το τι κάνει, τι θα έπρεπε να κάνει, και το τι υπόσχεται να κάνει η κάθε χώρα.
Προσηλωμένη στην απόκτηση γνώσεων
Για την περίπτωση της Κύπρου, από την έκθεση ξεχωρίσαμε το γεγονός ότι «η Κύπρος βρίσκεται μπροστά σε μια ακόμα προσπάθεια αναθεώρησης του αναλυτικού της προγράμματος, αυτήν τη φορά με στόχο τον περιορισμό της διδακτέας ύλης και τη στροφή προς τις δεξιότητες του 21ου αιώνα. Ωστόσο, η εκπαιδευτική καθημερινότητα δείχνει να παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στην απόκτηση γνώσεων με σκοπό την επιτυχία στις εξετάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια, γεγονός που διαμορφώνει ένα έντονα εξετασιοκεντρικό και ανταγωνιστικό περιβάλλον μάθησης».
Ακόμη γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα του διεθνούς προγράμματος αξιολόγησης PISA (2023) τα οποία αποκαλύπτουν τη σοβαρότητα του προβλήματος. Υπενθυμίζεται δε ότι στη χώρα μας:
Το 60,6 % των 15χρονων μαθητών δεν επιτυγχάνουν το βασικό επίπεδο επάρκειας στην κατανόηση κειμένου, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Το 53,2 % υστερεί στα Μαθηματικά και το 51,8 % στις Φυσικές Επιστήμες, αποτυπώνοντας μια γενικευμένη εικόνα μαθησιακής αδυναμίας.
Μόνο το 1,4 % των μαθητών διακρίνεται για υψηλές επιδόσεις στην ανάγνωση, έναντι 6,5 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ.
«Παρά τις δημόσιες δηλώσεις περί μείωσης ύλης, δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα στοιχεία για το εύρος ή τη μεθοδολογία της αλλαγής», επισημαίνει η έκθεση, προσθέτοντας ότι οι όποιες παρεμβάσεις περιορίζονται σε πιλοτικά προγράμματα ή τροποποιήσεις ύλης για ορισμένα μαθήματα, χωρίς να επηρεάζουν ουσιαστικά τη φιλοσοφία διδασκαλίας ή να αποσυνδέουν την εκπαιδευτική διαδικασία από την προετοιμασία για τις Παγκύπριες Εξετάσεις. Για τις Παγκύπριες αναφέρεται ότι «οι εξετάσεις αυτές συνεχίζουν να αποτελούν το μοναδικό μηχανισμό πρόσβασης στα δημόσια πανεπιστήμια, επιβάλλοντας στους μαθητές μια εκπαιδευτική διαδρομή που συχνά εξαντλείται στην αποστήθιση και στα φροντιστηριακά μοντέλα μάθησης. Το βάρος που δίνεται στα εξεταζόμενα μαθήματα συρρικνώνει το ενδιαφέρον για δημιουργική και κριτική προσέγγιση της γνώσης, ενώ ενισχύει την εκπαιδευτική ανισότητα, ιδιαίτερα για τους μαθητές που δεν έχουν τα μέσα να ενισχύσουν τη φοίτησή τους με ιδιωτικά μαθήματα». Επιπλέον, η απουσία εναλλακτικών διαδρομών εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση καθιστά το σύστημα μονοδιάστατο και ανελαστικό.
Μεταρρυθμιστικές τάσεις
Όσον αφορά τώρα τι κάνουν και τι δεν κάνουν άλλες χώρες, σε γενικά πλαίσια αναφέρεται ότι τα τελευταία χρόνια, αριθμός χωρών έχουν υιοθετήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών, «με στόχο να μειώσουν τον όγκο της διδακτέας ύλης και να μεταβούν από ένα παραδοσιακό μοντέλο αποστήθισης σε ένα που δίνει έμφαση στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης, επίλυσης προβλημάτων και άλλων βασικών δεξιοτήτων».
Στην Ελλάδα για παράδειγμα, από το 2018 και μετά έχουν γίνει προσπάθειες να περιοριστεί η διδακτέα ύλη στα λύκεια, ενώ παράλληλα προωθούνται εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης και η ενσωμάτωση ψηφιακών εργαλείων στην τάξη. Ωστόσο, η πίεση των Πανελλαδικών Εξετάσεων παραμένει σημαντική πρόκληση για τους μαθητές και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Παρόμοια κατεύθυνση ακολούθησε και η Ισπανία, όπου από το 2015 ξεκίνησαν μεταρρυθμίσεις που εστίασαν στη μείωση και προσαρμογή της ύλης με στόχο την ενίσχυση της κατανόησης και των βασικών δεξιοτήτων. Το 2017-2018 αναμορφώθηκαν και οι πανεπιστημιακές εξετάσεις «Selectividad» προς μία πιο ολιστική αξιολόγηση.
Η Ιταλία, μετά το 2016, ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες αναμόρφωσης της διδακτέας ύλης και των εξετάσεων, εισάγοντας το «Esame di Stato» που αξιολογεί πέρα από τη θεωρία και την εφαρμογή γνώσεων. Η εφαρμογή μοντέλων μάθησης βασισμένων σε projects (project-based learning) και η ευθυγράμμιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα δεξιοτήτων (EQF) στοχεύουν στην καλύτερη προετοιμασία των μαθητών.
Η Μάλτα, από το 2017, έχει μειώσει το εκπαιδευτικό φόρτο, δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης και συνεργασίας. Οι Εθνικές Εξετάσεις SEC αναμορφώθηκαν για να αξιολογούν ουσιαστικά την κατανόηση και όχι απλά την απομνημόνευση, ενώ δίνεται έμφαση στην ψηφιακή παιδεία και την ευθυγράμμιση με ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η Γαλλία πραγματοποίησε σημαντικές αλλαγές το 2018-2019, αντικαθιστώντας το παραδοσιακό «Baccalauréat» με ένα πιο ευέλικτο σύστημα που βασίζεται σε συνεχή αξιολόγηση και διεπιστημονικότητα. Η διδακτέα ύλη αναδιαρθρώθηκε ώστε να μειωθεί ο φόρτος και να ενισχυθεί η κριτική σκέψη, καθώς και η ψηφιακή παιδεία.
Η Σουηδία, στη δεκαετία 2010-2020, ξεχώρισε για την έμφαση στην εξατομίκευση της μάθησης και την ενθάρρυνση της ενεργούς συμμετοχής των μαθητών. Παράλληλα, εισήγαγε προγράμματα υποστήριξης ψυχικής υγείας, ενώ το σύστημα απολαμβάνει μεγάλη αυτονομία και ευελιξία στη διαχείριση της διδακτέας ύλης ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες.
Η Νορβηγία υλοποίησε τη σημαντική μεταρρύθμιση «Kunnskapsløftet» κυρίως τη δεκαετία του 2010, με στόχο την ενίσχυση βασικών δεξιοτήτων, όπως ανάγνωση, μαθηματικά και κριτική σκέψη. Η διδακτέα ύλη απλοποιήθηκε πρόσφατα για μείωση άγχους, ενώ ενισχύεται η διαμορφωτική αξιολόγηση, η εξατομικευμένη μάθηση και η ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών.
Η Γερμανία, από το 2015 και μετά προσαρμόζει τη διδακτέα ύλη ανάλογα με τον τύπο του σχολείου (γενικό ή επαγγελματικό), δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην απόκτηση πρακτικών δεξιοτήτων. Υπάρχει στενή συνεργασία με τη βιομηχανία και την αγορά εργασίας ώστε οι μαθητές να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για τις επαγγελματικές προκλήσεις.
Η Ολλανδία χαρακτηρίζεται από ευέλικτα προγράμματα σπουδών που επιτρέπουν την επιλογή μαθημάτων βάσει ενδιαφερόντων, προωθώντας την κριτική σκέψη, την επίλυση προβλημάτων και τη διά βίου μάθηση ως βασικά στοιχεία προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι αναμορφώσεις των GCSEs και A-levels μετά το 2015 έκαναν τις εξετάσεις πιο απαιτητικές, ενώ παράλληλα έδωσαν έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων και κριτικής σκέψης. Η πανδημία επιτάχυνε την ψηφιακή εκπαίδευση και την εξ αποστάσεως μάθηση, και συνεχίζεται ο διάλογος για τη μείωση της ύλης ώστε να επιτρέπεται εμβάθυνση στη γνώση.