Μπορεί η αντίστροφη μέτρηση για τα Χριστούγεννα να έχει ήδη ξεκινήσει, ωστόσο η εβδομάδα που αρχίζει από αύριο θα μπορούσε, για τον τομέα της Παιδείας, να χαρακτηριστεί ως «Μεγάλη Εβδομάδα». Ο λόγος δεν είναι άλλος από την επικείμενη συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής του νέου σχεδίου αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Πρόκειται για ένα ζήτημα που πάει κι έρχεται μία δεκαετία, με τα κοινοβουλευτικά κόμματα, τώρα που φαίνεται να έφτασε η ώρα για να προχωρήσει η μεταρρύθμιση, να σβήνουν και να ξαναγράφουν τροπολογίες επί του νομοσχεδίου που κατέθεσε η κυβέρνηση. Υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες, τόσο από πλευράς κομμάτων όσο και κυρίως από πλευράς εκπαιδευτικών οργανώσεων, με την ΠΟΕΔ να εξαγγέλλει δίωρη στάση εργασίας για την ερχόμενη Πέμπτη, ενόψει της συζήτησης στην ολομέλεια στις 22 Δεκεμβρίου. Τι είναι όμως αυτό που αλλάζει; Aπό πού πηγάζει αυτή η ανάγκη; Και τι είναι αυτό που αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τις εκπαιδευτικές οργανώσεις;
Γιατί πρέπει να αλλάξει
Αρχίζοντας από το «γιατί πρέπει να αλλάξει ο τρόπος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών», η απάντηση είναι ξεκάθαρη: To σύστημα θεσπίστηκε το 1976 και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σχολείου του 2026.
Το επιχείρημα ότι το σύστημα είναι απαρχαιωμένο δεν προκύπτει μόνο από τον εγχώριο διάλογο. Από το 2013 το Συμβούλιο της ΕΕ καλεί την Κύπρο να προχωρήσει στη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, επισημαίνοντας την ανάγκη για στήριξη των νεοεισερχόμενων εκπαιδευτικών, της συνεχούς επιμόρφωσης, της ενίσχυσης του ρόλου των διευθυντών και της αξιοποίησης των έμπειρων εκπαιδευτικών εντός της τάξης. Ανάλογες συστάσεις επαναλήφθηκαν το 2017 και το 2019, στις οποίες τονίζεται ότι η αξιολόγηση δεν μπορεί να περιορίζεται σε αποσπασματικές επισκέψεις επιθεωρητών. Αλλά πρέπει να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επαγγελματικής ανάπτυξης, με ξεκάθαρα κριτήρια και αξιολόγηση όχι μόνο των εκπαιδευτικών αλλά και των ίδιων των αξιολογητών.
Τι προνοεί το νομοσχέδιο
Μέχρι σήμερα η αξιολόγηση συνδέεται κυρίως με την προαγωγή και βασίζεται σε μία ή δύο επισκέψεις επιθεωρητή στην τάξη. Με το νέο πλαίσιο, έτσι όπως αυτό έχει διαμορφωθεί έως τώρα μιας και μέχρι την ψήφισή του ενδέχεται να επέλθουν αλλαγές, η αξιολόγηση μετατρέπεται σε συνεχή και πολυεπίπεδη διαδικασία, με σαφή διαχωρισμό ρόλων, περισσότερα κριτήρια και θεσμοθετημένες δικλίδες ασφαλείας. Βασικός άξονας του νομοσχεδίου είναι ο διαχωρισμός της αξιολόγησης σε διαμορφωτική και αριθμητική (τελική).
Η διαμορφωτική αξιολόγηση δεν φέρει βαθμό και δεν συνδέεται με προαγωγές ή μισθολογική εξέλιξη. Στόχος της είναι η στήριξη και η βελτίωση του εκπαιδευτικού μέσα από παρατηρήσεις στη διδασκαλία, ανατροφοδότηση, καθοδήγηση και εισηγήσεις για επιμόρφωση. Σε αυτήν εμπλέκονται κυρίως ο διευθυντής και ο επιθεωρητής-σύμβουλος, με καθαρά παιδαγωγικό ρόλο.
Η αριθμητική αξιολόγηση αφορά συγκεκριμένα ορόσημα της επαγγελματικής πορείας όπως μονιμοποίηση, προαγωγή ή κρίση επάρκειας και δεν πραγματοποιείται σε τακτική βάση για όλους τους εκπαιδευτικούς. Στην αριθμητική αξιολόγηση ο επιθεωρητής-αξιολογητής έχει τον βασικό λόγο, ενώ η συμβολή του διευθυντή περιορίζεται στο 15% (η αρχική εισήγηση ήταν για 30%, μειώθηκε στο 20% από το ΥΠΑΝ και έπειτα στο 15% από την Επ. Παιδείας), ενώ για τα πρώτα τρία χρόνια της μεταβατικής εφαρμογής του νέου συστήματος (το ΥΠΑΝ είχε ζητήσει 5 χρόνια), ο διευθυντής δεν συμμετέχει καθόλου στην αριθμητική βαθμολόγηση. Η πρόνοια αυτή θα επανεξεταστεί από την Επιτροπή Παρακολούθησης.
Κλίμακα αξιολόγησης
Σημαντική αλλαγή επέρχεται και στην κλίμακα αξιολόγησης, η οποία από 1-40 γίνεται 1-100. Η υφιστάμενη κλίμακα 1- 40 διατηρείται αποκλειστικά για σκοπούς προαγωγής, ωστόσο στις υπόλοιπες περιπτώσεις η κλίμακα διευρύνεται, ώστε να αποφεύγεται η ισοπέδωση που παρατηρείται σήμερα, όπου η πλειονότητα των εκπαιδευτικών συγκεντρώνει πολύ υψηλές βαθμολογίες. Παράλληλα, το όριο για να χαρακτηριστεί ένας εκπαιδευτικός ως ανεπαρκής μειώνεται από το 50% στο 40%, τόσο συνολικά όσο και στους επιμέρους τομείς αξιολόγησης, χωρίς –σύμφωνα με το υπουργείο– να επηρεάζονται δυσμενώς οι διαδικασίες προαγωγής.
Ο επιθεωρητής
Για πρώτη φορά θεσμοθετείται ρητά ο διαχωρισμός του ρόλου του επιθεωρητή σε δύο διαφορετικά πρόσωπα. Ο επιθεωρητής-σύμβουλος έχει αποκλειστικά παιδαγωγικό ρόλο. Συμμετέχει στη διαμορφωτική αξιολόγηση, στηρίζει τον εκπαιδευτικό, κάνει παρατηρήσεις και εισηγήσεις, χωρίς καμία εξουσία βαθμολόγησης.
Ο επιθεωρητής–αξιολογητής είναι διαφορετικό άτομο και συμμετέχει στην αριθμητική αξιολόγηση. Είναι ο μόνος επιθεωρητής που εισηγείται βαθμό σε διαδικασίες μονιμοποίησης ή προαγωγής.
Οι δύο ρόλοι δεν ασκούνται από το ίδιο πρόσωπο για τον ίδιο εκπαιδευτικό, ώστε να αποφεύγεται σύγκρουση ρόλων και να διαχωρίζεται καθαρά η παιδαγωγική στήριξη από την αξιολογική κρίση.
Ανώτερος εκπαιδευτικός
Ο θεσμός του ανώτερου εκπαιδευτικού αποτελεί μία από τις πιο ουσιαστικές και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενες αλλαγές. Πρόκειται για έμπειρο εκπαιδευτικό που παραμένει στην τάξη αλλά αναλαμβάνει αυξημένο ρόλο παιδαγωγικής καθοδήγησης, στήριξης συναδέλφων και συμμετοχής στη διαμορφωτική αξιολόγηση. Σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, θα δημιουργηθούν 540 θέσεις ανώτερου εκπαιδευτικού. Η μισθολογική του κλίμακα βρίσκεται πιο πάνω από αυτήν του απλού εκπαιδευτικού, χωρίς να ταυτίζεται πλήρως με τον βοηθό διευθυντή, δημιουργώντας για πρώτη φορά εναλλακτική πορεία επαγγελματικής εξέλιξης, χωρίς μετάβαση σε καθαρά διοικητική θέση. Για να μπορεί κάποιος να διεκδικήσει θέση διευθυντή, απαιτείται 12ετής υπηρεσία στη βαθμίδα του ανώτερου εκπαιδευτικού, καθώς και συμμετοχή σε ειδικό πρόγραμμα προετοιμασίας.
Το νομοσχέδιο εισάγει επίσης Δευτεροβάθμιο Σώμα Εξέτασης Ενστάσεων, το οποίο θα επιλαμβάνεται περιπτώσεων σοβαρής διαφωνίας με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Το Σώμα θα αποτελείται από πρώην δικαστικό και πρώην στέλεχος της Εκπαίδευσης και, σε περίπτωση απόκλισης άνω του 20% μεταξύ αξιολογήσεων, θα μπορεί να αναθέτει αξιολόγηση σε τρίτο αξιολογητή.
Τι λένε οι οργανώσεις
Παρότι και οι τρεις εκπαιδευτικές οργανώσεις συμφωνούν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι ξεπερασμένο και χρήζει αλλαγών, διατυπώνουν σοβαρές ενστάσεις για το νομοσχέδιο όπως έχει κατατεθεί, επιμένοντας ότι περιλαμβάνει ασάφειες, κενά και πρόνοιες που ενδέχεται να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από όσα καλείται να λύσει.
Η ΠΟΕΔ δεν απορρίπτει την ανάγκη αλλαγής του συστήματος αξιολόγησης, ωστόσο διαφωνεί με βασικές πτυχές του νομοσχεδίου. Έχει ταχθεί υπέρ του θεσμού του ανώτερου εκπαιδευτικού αλλά εκφράζει έντονες ανησυχίες για τη συμμετοχή των διευθυντών στην αριθμητική αξιολόγηση, για την αλλαγή της κλίμακας αξιολόγησης και για την απουσία σαφούς και τεκμηριωμένου σχεδίου εφαρμογής. Υπογραμμίζει ότι χωρίς επαρκή επιμόρφωση, χρόνο και στήριξη, το νέο σύστημα κινδυνεύει να επιβαρύνει περαιτέρω τους εκπαιδευτικούς και να δημιουργήσει ανασφάλεια.
Η ΟΕΛΜΕΚ θεωρεί ότι το νέο σύστημα παραμένει τιμωρητικό και ανταγωνιστικό, με την αριθμητική αξιολόγηση να συνεχίζει να αποτελεί τον πυρήνα της διαδικασίας, παρά τις τροποποιήσεις που έγιναν. Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράζεται για τον ρόλο των επιθεωρητών-αξιολογητών και των διευθυντών, ενώ υποστηρίζει ότι η υποκειμενικότητα δεν εξαλείφεται και ότι δημιουργούνται συνθήκες κατηγοριοποίησης εκπαιδευτικών και σχολείων.
Η ΟΛΤΕΚ εκφράζει επιφυλάξεις, επισημαίνοντας ότι η μεταρρύθμιση σχεδιάστηκε κυρίως με βάση τη Γενική Εκπαίδευση και δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις ιδιαιτερότητες της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Εντοπίζει προβλήματα στα κριτήρια αξιολόγησης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το εργαστηριακό και πρακτικό μέρος της διδασκαλίας.
Υπάρχουν δεσμεύσεις
Σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, η ψήφιση του νομοσχεδίου πρέπει να ολοκληρωθεί πριν το τέλος του 2025, καθώς συνδέεται άμεσα με δεσμεύσεις της ΚΔ έναντι της ΕΕ. Η υπουργός, Αθηνά Μιχαηλίδου, υποστηρίζει ότι η μεταρρύθμιση αποτελεί ορόσημο στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με την κυβέρνηση να προειδοποιεί ότι ενδεχόμενη καθυστέρηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εκταμίευση ευρωπαϊκών κονδυλίων δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για την Εκπαίδευση. Παράλληλα, κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι, βάσει των εισηγήσεων της Νομικής Υπηρεσίας, το νομοσχέδιο πρέπει να ψηφιστεί εντός του έτους ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του από το 2026.
Τα προβλήματα
Καθώς το νομοσχέδιο για το νέο σύστημα αξιολόγησης οδηγείται προς ψήφιση με ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, στον δημόσιο διάλογο τίθεται ολοένα και πιο έντονα ένα βασικό ερώτημα: Είναι πράγματι ο τρόπος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών το σημαντικότερο πρόβλημα των δημόσιων σχολείων; Η κριτική που διατυπώνεται από εκπαιδευτικούς, οργανώσεις και πολιτικούς κύκλους δεν αφορά μόνο το περιεχόμενο του νομοσχεδίου αλλά και τη βιασύνη με την οποία επιχειρείται η ψήφισή του, την ώρα που τα σχολεία καλούνται να λειτουργήσουν μέσα σε συνθήκες πολλαπλών και διαχρονικών ελλείψεων.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι όσο αναγκαίος κι αν είναι ο εκσυγχρονισμός της αξιολόγησης δεν μπορεί να αποκοπεί από τη συνολική εικόνα της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Την πραγματικότητα αυτή καταγράφει και η Επιτροπή Παιδείας της Βουλής, μέσα από επιτόπιες επισκέψεις σε δεκάδες σχολικές μονάδες σε ολόκληρη την Κύπρο. Σύμφωνα με την έκθεση συμπερασμάτων της Επιτροπής, τα προβλήματα που επαναλαμβάνονται στα δημόσια σχολεία είναι πολυεπίπεδα και διαρθρωτικά:
• Υπερπληθυσμός σχολικών μονάδων.
• Σοβαρά προβλήματα κτηριακών και υλικοτεχνικών υποδομών (ελλιπής συντήρηση, περίφραξη, απουσία στεγάστρων, αιθουσών πολλαπλής χρήσης και υποδομών για άτομα με αναπηρία).
- Μη επαρκής κλιματισμός.
• Ελλείψεις σε υποστηρικτικό προσωπικό (σχολικοί ψυχολόγοι, συνοδοί, φρουροί κ.λπ.).
• Φαινόμενα παραβατικότητας, βανδαλισμών και σχολικού εκφοβισμού.
• Υπερπληθυσμός ειδικών σχολείων. Ανάγκη δημιουργίας δομών για άτομα άνω των 22 ετών.
• Τεχνική Εκπαίδευση με αδυναμία κάλυψης της ζήτησης και ανάγκη τεχνολογικής αναβάθμισης εργαστηρίων.
• Υπερφόρτωση εξεταστέας ύλης και ζητήματα μεταφοράς μαθητών.
Μέρος του εκσυγχρονισμού
Αν και τα προβλήματα που καταγράφονται στα δημόσια σχολεία είναι πολλαπλά, η συζήτηση για την αναβάθμιση της Εκπαίδευσης στην Κύπρο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τον ρόλο των εκπαιδευτικών και την ανάγκη εκσυγχρονισμού του τρόπου με τον οποίον αξιολογούνται. Τη θέση αυτή ενισχύουν και τα ευρήματα της τελευταίας έκθεσης του Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού Οργανισμού Εκπαίδευσης και Πολιτισμού, σύμφωνα με τα οποία παρά τις υψηλές απολαβές των εκπαιδευτικών στη χώρα μας, από τις υψηλότερες στην Ευρώπη με μέσο ετήσιο μισθό που ξεπερνά τις €53.500, τα μαθησιακά αποτελέσματα δεν συνάδουν με αυτές. Στην έκθεση τονίζεται ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου χρήζει εκσυγχρονισμού και ότι οποιαδήποτε ουσιαστική προσπάθεια αλλαγής δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς να αλλάξει και ο τρόπος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.






