Βρισκόμαστε στο υψόμετρο των 650 μέτρων της κοινότητας Μαλιάς. Στο σημείο μηδέν της μεγάλης πυρκαγιάς, από όπου την Τετάρτη εξαπλώθηκε και κατηφορίζοντας ανεξέλεγκτα μέχρι τον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού – Πάφου έσπερνε τον όλεθρο και τον τρόμο σε πάνω από 10 κοινότητες του συμπλέγματος των Κρασοχωρίων, αφαιρώντας δύο ανθρώπινες ζωές.
Κάτοικοι του χωριού, που έζησαν τα γεγονότα της προηγούμενης νύκτας και την ανακαλούν στη μνήμη με σκηνές από κραυγές, κλάματα και πανικό, περιφέρονται στο δρομάκι της οδού Ευαγόρα Παλληκαρίδη με πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Απέναντι σε περίπου 12 κατεστραμμένες οικίες και ένα τέμενος. Από τις αναφορές τους στον «Π» κατέστη αντιληπτό ότι το αίσθημα εμπιστοσύνης τους προς τον κρατικό μηχανισμό πολιτικής προστασίας έχει κλονιστεί. Αναζητούν πειστικές εξηγήσεις από το κράτος. Αντιδρούν. Είναι το ίδιο κλίμα που συναντήσαμε και σε άλλες κοινότητες αυτού του οδοιπορικού.
Η άφιξη βοήθειας
«Γιατί δεν έθεσαν υπό έλεγχο την πυρκαγιά όταν ξεκίνησε από το χωριό μας, ώστε να μην καταστρέφονταν τόσα πολλά σπίτια και περιουσίες μέχρι τη Λεμεσό;» διερωτάται μία κάτοικος, η Χριστίνα Μιχαηλίδου. «Αν η Πυροσβεστική, ερχόταν έγκαιρα, όταν ειδοποιήθηκε, αυτή η καταστροφή δεν θα γινόταν», συμπληρώνει η κοινοτάρχης Μαριλένα Αθηνή. Δυσανασχετεί με την επίσημη τοποθέτηση της Υπηρεσίας, ότι έφτασε το πρώτο όχημα έξι λεπτά μετά την ειδοποίηση. Το απορρίπτει, κάνοντας λόγο για άφιξη της Πυροσβεστικής στην κοινότητά μετά από μία – μίαμιση ώρα. Θυμάται τον εαυτό της το προηγούμενο βράδυ να κάνει στην απουσία των αρμοδίων εκκενώσεις κατοίκων με το αυτοκίνητό της, όταν οι φλόγες περικύκλωναν το χωριό. Ένας κάτοικος πήγε στο νοσοκομείο με εγκαύματα πρώτου βαθμού.

Το γεφύρι
Στο βάθος της διπλανής χαράδρας βρίσκεται ένα παλιό πέτρινο γεφύρι, κοντά στο οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες που εξασφάλισε η Αστυνομία, ξεκίνησε η πυρκαγιά από εμπρησμό. Η κα Αθηνή δεν θα εκπλησσόταν, όπως διαβεβαίωσε, εάν ίσχυε αυτό το ενδεχόμενο, διότι, όπως είπε, πριν από μέρες ξέσπασε πυρκαγιά από το ίδιο σημείο. Σε αντίθεση με την τελευταία, κατασβέστηκε έγκαιρα.
Η αυλή
Προτού αποχωρήσουμε ο Αριστοτέλης, ένας νεαρός, θέλει να μας ανοίξει την πόρτα της αυλής των παππούδων του, για να δούμε την καταστροφή. Μέχρι τη μέρα της πυρκαγιάς ήταν ένας παράδεισος από κήπους, με μικρό συντριβάνι και στεγασιές από αναρριχώμενα φυτά. Στο εσωτερικό όλα τα δωμάτια υπέστησαν ανυπολόγιστες ζημιές και η είσοδος σε αυτά πλέον είναι αδύνατη λόγω επικινδυνότητας. Αναφέρει ότι τις ώρες που καίγονταν το σπίτι κατάφερε να βγάλει έξω τον σκύλο. Στο τέλος τονίζει περίλυπα ότι «τώρα δεν έμεινε τίποτα».
Βγαίνοντας από την αυλή συναντάμε δύο άνδρες να κουβαλούν από το διπλανό σπίτι μία ψησταριά. «Είναι το μόνο που γλίτωσε, θα την κρατήσω για ενθύμιο», λέει ο ένας με ύφος που αναζητά απεγνωσμένα μέσα στην τραγικότητα των στιγμών μία αφορμή χαράς.

Βουνί
Συνεχίζουμε για το χωριό Βουνί, θέρετρο παραθερισμού πολλών επισκεπτών, για να διαπιστώσουμε ότι περιμετρικά οι φυσικές ομορφιές μετεξελίχθηκαν σε μαύρο ένδυμα, όλο εξαθλίωση. Κοντά στην είσοδό του, σε ένα ύψωμα απέναντι από γονατισμένους πασσάλους της ΑΗΚ και το ολοσχερώς κατεστραμμένο ξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων στέκεται μπροστά από ό,τι απέμεινε από το καβουρνιασμένο εξοχικό του. Γύρω από αυτό καλλιεργούσαν με αγάπη τα δέντρα τους. Η πυρκαγιά τούς βρήκε εδώ.

«Τέλειωσε»
Ο άνδρας, ο κ. Κώστας Μυλωνάς, είπε ότι μόλις είδε τη φωτιά να πλησιάζει από την κοινότητα της Ποταμιούς στα βορειοανατολικά, ειδοποίησε την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Ήταν γύρω στις τέσσερις και μισή. Δεν ήρθε κανείς, πρόσθεσε. Από τις 12.00 μέχρι τις 16.30 δεν είδε ούτε πυροσβεστικό όχημα ούτε πτητικό μέσο πυρόσβεσης στην περιοχή. Ήρθαν μετά τις 19.30, όταν πλέον ήταν αργά. «Τέλειωσε, από τη στιγμή που κάηκαν όλα τα δέντρα τι να έρθω να κάνω;» είπε.
Κοντά στο σπίτι, εντοπίζουμε ένα νεκρό περιστέρι, που κάηκε και έπεσε στη μέση του χωραφιού. Οι οικολογικές καταστροφές είναι επίσης ανυπολόγιστες.
Βουνί. Ο κ. Κώστας Μυλωνάς μπροστά από ό,τι απέμεινε από το σπίτι του.
Κάτω Κυβίδες
Στις Κάτω Κυβίδες ένα όχημα της Πυροσβεστικής τρέχει να σβήσει μία μικρή αναζωπύρωση κοντά σε οικία. Μέχρι να μας δώσουν την άδεια προσέγγισης οι πυροσβέστες, συζητάμε με δύο αστυνομικούς της ΜΜΑΔ. Έσπευσαν στην περιοχή από τη Λευκωσία. Θέλουν να μας αναφέρουν ότι οι κάτοικοι των χωριών έχουν παράπονο. Κατά την αντίληψή τους, η πλειοψηφία πιστεύει ότι σε αυτή τη δύσκολη κρίση κάθε σπίτι θα έπρεπε να είχε έξω ένα όχημα της πυροσβεστικής, το οποίο χαρακτήρισαν αδύνατο.
Λίγα μέτρα πιο πάνω, όταν προσεγγίσαμε μία ομάδα 7-8 κατοίκων, άρχισαν να περιγράφουν όσα βίωσαν το βράδυ της Τετάρτης, όταν οι φλόγες ήταν πολύ κοντά στα σπίτια τους. «Ήμασταν στο έλεος του Θεού», είπε μία κυρία. Ήταν πεπεισμένοι ότι τα σπίτια σώθηκαν λόγω της πρωτοβουλίας αγροτών της κοινότητας να δράσουν με τα τρακτέρ. Συζητήσαμε για τον πυροσβεστικό σταθμό στο χωριό τους. Όπως φάνηκε, η παρουσία του δεν τους εμπνέει ασφάλεια.