Μία ημέρα μετά την επικαιροποίηση των οικονομοτεχνικών παραμέτρων του έργου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Κύπρου και με την είσοδο νέων, ισχυρών επενδυτών, την οποία συμφώνησαν Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκος Χριστοδουλίδης, κατέφθασε και το ξεκάθαρο μήνυμα στήριξης από τις Βρυξέλλες. Συγκεκριμένα, σε ανακοίνωση της Κομισιόν τονίζεται ότι το έργο αποτελεί «στρατηγική προτεραιότητα» για την ΕΕ και επιθυμεί να δει το φως της ημέρας το συντομότερο δυνατό». Την ίδια ώρα το έργο μετά το ξεμπλοκάρισμά του αρχίζει να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και του αμερικανικού παράγοντα.
«Το έργο έχει ευρύτερη πολιτική διάσταση» δήλωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου γεγονός που επιβεβαίωσε και η εκπρόσωπος της Επιτροπής για θέματα ενέργειας, 'Ανα Κάιζα λέγοντας ότι πρόκειται για έργο «υψίστης σημασίας για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
«Είναι ένα έργο που στηρίζουμε σθεναρά, ένα έργο κοινού ενδιαφέροντος που λαμβάνει χρηματοδότηση μέσω του Μηχανισμού Συνδέοντας την Ευρώπη», δήλωσε η εκπρόσωπος, σημειώνοντας ότι το έργο συνδέει την Κύπρο με την ηπειρωτική Ευρώπη για να τερματιστεί η ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και ιδίως «για να μειωθούν οι τιμές ενέργειας για τους πολίτες».
«Θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας και τη δικαιοδοσία μας για να βοηθήσουμε στην πρόοδο αυτού του έργου GSI, και για να το πετύχουμε αυτό, ο Επίτροπος προσβλέπει στη συνέχιση της συνεργασίας με την Ελλάδα και την Κύπρο», πρόσθεσε η 'Ανα Κάιζα.
Ερωτηθείσα σχετικά με τη χθεσινή συνάντηση του Επιτρόπου Ενέργειας και Στέγασης, Νταν Γιόργκενσεν, με τους υπουργούς ενέργειας της Ελλάδας και της Κύπρου, η 'Ανα Κάιζα, ανέφερε ότι συζητήθηκαν ενεργειακές πρωτοβουλίες όπως το GSI.
Σχετικά με το χρονοδιάγραμμα του έργου, η εκπρόσωπος της Επιτροπής δε θέλησε να δώσει πληροφορίες, λέγοντας ότι η υλοποίησή του εναπόκειται στους φορείς που συμμετέχουν σε αυτό.
Τόνισε, ωστόσο, ότι «επαναβεβαιώνουμε ότι πρόκειται για έργο υψίστης σημασίας για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και για τους πολίτες της Κύπρου και της Ελλάδας, είναι στρατηγική μας προτεραιότητα και είναι σημαντικό αυτό το έργο να δει το φως της ημέρας το συντομότερο δυνατό».
Ερωτηθείσα αν η Επιτροπή σκοπεύει να προσεγγίσει την τουρκική πλευρά για να εξηγήσει τη σημασία του έργου GSI για την ΕΕ, η ίδια εκπρόσωπος είπε ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με πιθανές επαφές του Επιτρόπου Γιόργκενσεν με ομολόγους του στην Τουρκία, αλλά πρόσθεσε ότι η Επιτροπή έχει καταστήσει δημόσια ποιά είναι η θέση της σχετικά με τη σημασία αυτού του έργου. «Προφανώς δεν αποκλείω επαφές, αλλά δεν είναι κάτι που μπορώ να επιβεβαιώσω αυτή τη στιγμή», είπε.
Παπασταύρου: Ενδιαφέρον από αμερικανικούς παράγοντες»
Να σημειωθεί ότι ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Π
DFC, ο αναπτυξιακός και επενδυτικός βραχίονας των ΗΠΑ
Η DFC είναι ουσιαστικά ο αναπτυξιακός και επενδυτικός βραχίονας των Ηνωμένων Πολιτειών, που ιδρύθηκε το 2019 (αντικαθιστώντας την OPIC). Η DFC χρηματοδοτεί στρατηγικά έργα στο εξωτερικό για: Ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, ανάπτυξη υποδομών (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές), προώθηση γεωπολιτικών συμφερόντων των ΗΠΑ (π.χ. αντιμετώπιση κινεζικής ή ρωσικής επιρροής) και υποστήριξη ιδιωτικών επενδύσεων σε αναπτυσσόμενες ή κρίσιμες περιοχές.
Η DFC δεν δίνει επιχορηγήσεις, αλλά παρέχει δάνεια ή εγγυήσεις δανείων σε ιδιωτικές εταιρείες, κάνει επενδύσεις μετοχικού κεφαλαίου (equity investments, αυτό που ενδιαφέρει τη χώρα μας δηλαδή), υποστηρίζει ασφάλιση πολιτικού κινδύνου (π.χ. για χώρες με αστάθεια) και μπορεί να συμμετέχει συγχρηματοδοτικά με διεθνείς οργανισμούς (όπως ΕΤΕπ ή Παγκόσμια Τράπεζα).
Το χρονικό των καθυστερήσεων και της επανεκκίνησης
Για μήνες, το φιλόδοξο σχέδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ έμοιαζε παγωμένο. Μετά τις εργασίες της 3ης Διακυβερνητικής Συνόδου Κύπρου-Ελλάδας, στο Μέγαρο Μαξίμου, φαίνεται να αποκτά ξανά προοπτική.
Αθήνα και Λευκωσία ανακοίνωσαν την επικαιροποίηση των τεχνικών παραμέτρων του έργου διασύνδεσης Ελλάδας και Κύπρου «ώστε να ενισχυθεί και με την είσοδο νέων, ισχυρών επενδυτών».
Ελάλλου όπως έγραφε το CNN Greece οι Αμερικανοί μέσω της DFC, της κρατικής αναπτυξιακής τράπεζας φαίνεται πιθανό να «μπαίνουν» στο deal του καλωδίου, ενώ ενδιαφέρον εκφράζεται και από το Ισραήλ.
Το παρασκήνιο του «βραχυκυκλώματος»
Δύο σοβαρά εμπόδια είχαν ανακόψει μέχρι σήμερα την πρόοδο του καλωδίου. Από τη μία, οι τουρκικές προκλήσεις ανοιχτά της Κάσου το καλοκαίρι του 2024 από την άλλη, οι επιφυλάξεις της Λευκωσίας για τη βιωσιμότητα του έργου και τις σχέσεις της με τον ΑΔΜΗΕ. Ωστόσο, τον Οκτώβριο ο Νίκος Χριστοδουλίδης έδωσε το σήμα για αποκλιμάκωση μετά και τα ξεκάθαρα μηνύματα της Αθήνας και το έργο δείχνει να ξαναμπαίνει σε τροχιά.
Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, ένα έργο στρατηγικής σημασίας και κοινού ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει περάσει από σαράντα κύματα.
Οι τουρκικές προκλήσεις του καλοκαιριού
Η πρώτη σοβαρή δοκιμασία ήρθε τον Ιούλιο του 2024, όταν η Τουρκία επιχείρησε να «θολώσει τα νερά» νοτίως της Κάσου. Πέντε τουρκικά πλοία εμφανίστηκαν στην περιοχή, λίγο έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, με αφορμή τις έρευνες του ιταλικού σκάφους "levoli Relume", το οποίο συμμετείχε στις εργασίες για το καλώδιο. Η Άγκυρα υποστήριξε ότι μέρος των ερευνών διεξάγεται σε περιοχή που ανήκει στην τουρκική υφαλοκρηπίδα, προκαλώντας έντονη διπλωματική κινητικότητα μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας.
Στις 23 Ιουλίου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης ξεκαθάρισε τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης δηλώνοντας «Η δική μας θεώρηση και πολιτική παραμένει ίδια. Δεν σημαίνει συμφωνία ή αφέλεια». Μία τοποθέτηση που εξέπεμψε μήνυμα ψυχραιμίας αλλά και αποφασιστικότητας απέναντι στις τουρκικές αιτιάσεις.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα. Τον Νοέμβριο του 2024, η Άγκυρα έστειλε ξανά πλοία στην ίδια θαλάσσια περιοχή. Λίγες ημέρες μετά ο Yπουργός Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας, Γιασάρ Γκιουλέρ, δήλωνε ενώπιον της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης: «Καμία δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την άδεια της Τουρκίας». Η φράση αυτή δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών. H Άγκυρα εξακολουθεί να βλέπει κάθε ενεργειακή πρωτοβουλία στην περιοχή ως πεδίο ισχύος και επιρροής.
Το δεύτερο εμπόδιο που δοκίμασε το έργο προήλθε από την ίδια την κυπριακή πλευρά. Τον Σεπτέμβριο του 2025, ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου, Μάκης Κεραυνός, εξέφρασε δημόσια αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του έργου, προκαλώντας αίσθηση.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, έκανε λόγο για «εκβιασμό» από την πλευρά του ΑΔΜΗΕ. Είχε προηγηθεί δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου» που ανέφερε ότι ο ελληνικός Διαχειριστής ζητούσε επιπλέον οικονομικές απαιτήσεις, κάτι που ο ΑΔΜΗΕ διέψευσε κατηγορηματικά με ανακοίνωσή του.
Ο Κύπριος πρόεδρος, ωστόσο, δεν έκρυψε την ενόχλησή του δηλώνοντας: «Κάποιοι όταν προβαίνουν σε δηλώσεις να είναι λίγο πιο προσεκτικοί, ειδικότερα όταν αφορά το όνομα, τη φήμη και την αξιοπιστία της χώρας μας».
Η παρέμβαση Μαξίμου και η αποκλιμάκωση
Η Αθήνα αντέδρασε άμεσα. Στις 5 Οκτωβρίου, ο πρωθυπουργός συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου με την ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και τη διοίκηση του ΑΔΜΗΕ, κατά την οποία υπογραμμίστηκε ότι «η Ελλάδα παραμένει απολύτως προσηλωμένη στην κοινή ευρωπαϊκή γραμμή με τη Λευκωσία, όπως είχε συμφωνηθεί στη Νέα Υόρκη».
Την επόμενη ημέρα, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, θέλησε να αποσαφηνίσει το ζήτημα δηλώνοντας πώς «Το 51% του ΑΔΜΗΕ ανήκει στην Ελληνική Δημοκρατία. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν εκβιάζει μιλά μόνο θεσμικά, για να το ξεκαθαρίσουμε αυτό».
Παράλληλα έκανε λόγο για αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα από την κυπριακή πλευρά. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης επιχείρησε να χαμηλώσει τους τόνους με νέα του τοποθέτηση αναφέροντας πώς «Όσοι επενδύουν σε ρήξη των σχέσεων της Ελληνικής Κυβέρνησης με την Κυπριακή Κυβέρνηση, της σχέσης μου με τον ΄Έλληνα Πρωθυπουργό, θα απογοητευτούν».
Η φράση αυτή σήμανε το τέλος ενός επεισοδίου που απείλησε να εκτροχιάσει την πορεία του έργου.
Το «πράσινο φως»
Στις 10 Οκτωβρίου, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) μετέβη σε μια κίνηση που θεωρήθηκε καταλυτική, καθώς μετέβιβασε στον ΑΔΜΗΕ τις άδειες ιδιοκτήτη και διαχειριστή της ηλεκτρικής διασύνδεσης. Η απόφαση αυτή όχι μόνο κατοχύρωσε θεσμικά τον ρόλο του ελληνικού Διαχειριστή αλλά και έβαλε τέλος στις αμφιβολίες για την πορεία του έργου.
Με αυτό τον τρόπο, το σχέδιο της ηλεκτρικής σύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, που εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για ενεργειακή αυτονομία και πράσινη μετάβαση, φαίνεται να ξαναβρίσκει σταθερή ρότα.
Η σημασία του έργου παραμένει αδιαμφισβήτητη καθώς θα επιτρέψει την ενεργειακή ασφάλεια της Κύπρου και θα αναβαθμίσει γεωπολιτικά ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.






