Η δικαστική απόφαση στην Αίγυπτο για τη μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά σήμανε συναγερμό στις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις. Αρχικά δόθηκε η εντύπωση -και μέσω δημοσιευμάτων- ότι θα οδηγηθούν σε έξωση οι μοναχοί και η μονή θα μετατραπεί σε μουσείο, παρά τις δημόσιες επιβεβαιώσεις περί του αντιθέτου από τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Σίσι κατά την επίσκεψή του επί ελληνικού εδάφους και κατά τη συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις 7 Μαΐου, στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ακολούθησε διπλωματικό ντελίριο με αποκορύφωμα τη μετάβαση ελληνικής αποστολής στο Κάιρο με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη, ενώ είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία των ηγετών των δύο χωρών κατά την οποία επαναβεβαιώθηκε ότι η μονή θα κρατήσει τον θρησκευτικό της χαρακτήρα. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι σαφές και στο πλήρες κείμενο των 160 σελίδων της δικαστικής απόφασης.
Την Τετάρτη ο υπουργός Εξωτερικών συναντήθηκε με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, και στο επίκεντρο βρέθηκε η απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εγκαταστάσεων της μονής και των γύρω εκτάσεων που είχε δημιουργήσει προβληματισμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία και την ελληνική πλευρά.
Πηγές του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών ανέφεραν στον «Π» ότι δεν βρίσκεται στο τραπέζι το σενάριο της μη ανανέωσης της βίζας των μοναχών -και ότι το κυρίως θέμα αφορά σε μη λατρευτικές εκτάσεις πέριξ του μοναστηριού. Οι ίδιες πηγές διαβεβαιώνουν στον «Π» πως ήταν σαφής η θέση ότι δεν γίνεται καμία δήμευση, όπως και καμία έξωση σε κανέναν.
Το συμπέραμα, λοιπόν, της συνάντησης είναι ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συνεχιστεί η συζήτηση σε τεχνικό επίπεδο το επόμενο διάστημα ώσπου να διαμορφωθεί μια κοινή πρόταση, χωρίς όμως να θιγεί επ’ ουδενί το καθεστώς λειτουργίας και προστασίας του μοναστηριού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το πέρας της τετράωρης συνάντησης των δύο υπουργών Εξωτερικών, ο Γιώργος Γεραπετρίτης δήλωσε ότι «η σχέση μας με την Αίγυπτο είναι στρατηγικής σημασίας» και ότι συζητήθηκαν θέματα που αφορούν στη μονή της Αγίας Αικατερίνης του «Όρους Σινά». Πρόσθεσε ότι συμφώνησαν πως «το αμέσως επόμενο διάστημα θα εργαστούν και οι δύο πλευρές προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της μονής, καθώς και της νομικής μορφής και προσωπικότητας».
Σημείωσε δε ότι «πρόθεση της Αιγύπτου και της Ελλάδας είναι να προχωρήσουμε με βάση τη μακραίωνη παράδοση και το ήδη διαμορφωμένο status μιας εμβληματικής μονής για τον ελληνορθόδοξο λατρευτικό χαρακτήρα της».
Η συνάντηση των δύο ανδρών διεξήχθη σε καλό κλίμα, όπως λέει η Αθήνα, ενώ στα θετικά καταγράφονται τα γρήγορα αντανακλαστικά του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών με την άμεση μετάβαση αρχικά κλιμακίου και στη συνέχεια του υπουργού Εξωτερικών. Προτεραιότητα της ελληνικής πλευράς είναι να βρεθεί λύση και να μην πληγούν οι ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν σημειώσει πρόοδο. Διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι η Ελλάδα προέταξε το διεθνές δίκαιο, επικαλούμενη και τo γεγονός ότι η μονή είναι αναγνωρισμένη -από την UNESCO- ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και τονίζει ξανά τη δέσμευση του Αιγύπτιου Προέδρου Σίσι για τη διαφύλαξη του status quo, όπως το ξέρουμε εδώ και αιώνες.
Η δικαστική απόφαση αναγνώρισε το αιγυπτιακό κράτος ως ιδιοκτήτη της γης στην οποία βρίσκεται η ιερά μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Ωστόσο η απόφαση αυτή διατηρεί το δικαίωμα των 20 μοναχών να συνεχίσουν τις θρησκευτικές τους δραστηριότητες στον χώρο.
Στην περιοχή εξελίσσεται η «Μεγάλη Μεταμόρφωση», ένα φιλόδοξο τουριστικό έργο που υλοποιεί η Αίγυπτος από το 2020 με στόχο τη μετατροπή της περιοχής στο Νότιο Σινά σε διεθνή προορισμού πνευματικού, πολιτιστικού και συνεδριακού τουρισμού. Είναι ένα έργο εκατομμυρίων που περιλαμβάνει πολυτελή ξενοδοχεία, εμπορική ζώνη, συνεδριακά κέντρα και αναβάθμιση των υποδομών.
Τα βλέμματα στρέφονται σε μια νέα συνάντηση η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί μέσα στον επόμενο μήνα σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων Ελλάδας-Αιγύπτου. Προς το παρόν η μεγάλη εικόνα είναι πως δεν κινδυνεύει ο λατρευτικός χαρακτήρας της μονής και μένει να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γύρω εκτάσεων.
Η μακρά ιστορία της μονής
Η ιερά μονή Αγίας Αικατερίνης στο Όρος Σινά είναι ένα από τα σημαντικότερα αρχαιότερα χριστιανικά μοναστήρια στον κόσμο, με ιστορία που εκτείνεται σε περισσότερους από 17 αιώνες. Ξεκινά από τον 3ο αιώνα στην περιοχή του Σινά, όταν οι ερημίτες μοναχοί εγκαταστάθηκαν εκεί αναζητώντας πνευματική απομόνωση και προσευχή. Η πρώτη οργανωμένη μοναστική κοινότητα εμφανίζεται στα τέλη του 4ου αιώνα. Τον 6ο αιώνα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστιανός ο Α΄ ίδρυσε τη μονή μεταξύ του 548-565 μ.χ. περιφράσσοντας τον τόπο της φλεγόμενης βάτου όπου σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο Μωυσής είδε τον Θεό.
Αρχικά ήταν μια μονή αφιερωμένη στην Παναγία και πήρε το όνομα της Αγίας Αικατερίνης όταν, σύμφωνα με την παράδοση, τα λείψανά της μεταφέρθηκαν εκεί με θαυματουργό τρόπο.
Η μονή αποτελεί ιερό τόπο για τον ΙουαδαΪσμό, τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ. Εντός των τειχών της διατηρείται η Φλεγόμενη Βάτος, ενώ η βιβλιοθήκη της φιλοξενεί σπάνια χειρόγραφα όπως ο Σιναϊτικός Κώδικας, ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα της Βίβλου.
Η ιερά μονή της Αγίας Αικατερίνης αποτελεί ζωντανό μνημείο πίστης, ιστορίας και διαθρησκειακής συνύπαρξης. Η διατήρησή της είναι κρίσιμη για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.