Tο συνολικό ποσό της ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών που διατίθεται στις τράπεζες στην ευρωζώνη θα μειωθεί τα επόμενα χρόνια, αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σε blog που υπογράφουν η Claudia Buch, πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ και η Isabel Schnabel, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, επεξηγείται ο ρόλος που διαδραματίζουν οι πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος στο λειτουργικό πλαίσιο για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΚΤ, τόσο ως αρχή νομισματικής πολιτικής όσο και ως εποπτική αρχή, αναμένει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να θεωρούν αυτές τις πράξεις ως αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής τους διαχείρισης ρευστότητας.
Κάλεσμα για επαρκή ρευστά περιουσιακά στοιχεία
Όπως αναφέρεται, κατά την καθημερινή διαχείριση ρευστότητας, οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους για ταμειακές ροές διαθέτοντας επαρκή ρευστά περιουσιακά στοιχεία ή αντλώντας βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση.
«Το ύψος της ρευστότητας που χρειάζονται είναι αβέβαιο καθώς επηρεάζεται από εξωτερικούς κραδασμούς και τη συμπεριφορά άλλων, όπως καταθετών ή συμμετεχόντων στην αγορά», προστίθεται.
Υψηλό επίπεδο πλεονάζουσας ρευστότητας
Όπως παρατηρούν, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα λειτουργεί επί του παρόντος με υψηλό επίπεδο πλεονάζουσας ρευστότητας, δηλαδή με αποθεματικά που υπερβαίνουν τα ισχύοντα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά.
Αυτό το υψηλό επίπεδο πλεονάζουσας ρευστότητας αντανακλά την άφθονη παροχή ρευστότητας μέσω προηγούμενων μέτρων νομισματικής πολιτικής, με σημαντικότερο την ποσοτική χαλάρωση, κατά την περίοδο χαμηλών επιτοκίων πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Ως εκ τούτου, υποδεικνύεται, επί του παρόντος υπάρχει μικρή ανάγκη για πρόσθετα αποθεματικά, γεγονός που συνεπάγεται μόνο χαμηλή ζήτηση ρευστότητας στις τακτικές πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ.
Από τα τέλη του 2022, ωστόσο, σύμφωνα με την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής, η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώθηκε σταδιακά, αντανακλώντας κυρίως την ωρίμανση των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης . Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες άρχισαν να αξιοποιούν τις αγορές χρηματοδότησης ως πηγή ρευστότητας και έχουν εμφανώς αυξήσει τη δραστηριότητά τους στις αγορές repo.
Τα επόμενα χρόνια, η μείωση των χαρτοφυλακίων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα μειώσει περαιτέρω το ποσό της πλεονάζουσας ρευστότητας που διατίθεται στις τράπεζες στη ζώνη του ευρώ.
Προστίθεται ότι για τη διαχείριση αυτής της μετάβασης από την άφθονη σε λιγότερο άφθονη πλεονάζουσα ρευστότητα, τον Μάρτιο του περασμένου έτους το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε ένα νέο επιχειρησιακό πλαίσιο για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής.
Η ζήτηση των τραπεζών για αποθεματικά
Τα περισσότερα από τα τελευταία δέκα χρόνια, οι τράπεζες στη ζώνη του ευρώ λειτουργούσαν σε ένα περιβάλλον στο οποίο η ΕΚΤ διοχέτευε άφθονη ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα επιδιώκοντας την εντολή της για τη σταθερότητα των τιμών – παρόμοια με την κατάσταση σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
Όταν ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε μετά την πανδημία και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ΕΚΤ απάντησε σθεναρά αυξάνοντας απότομα τα επιτόκια και αρχίζοντας να εξομαλύνει τον ισολογισμό της. Η πλεονάζουσα ρευστότητα έχει μειωθεί εμφανώς έκτοτε, καθώς οι τράπεζες εξόφλησαν τα TLTRO τους και τα χαρτοφυλάκια νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αποσύρονται σταδιακά.
Στο αποκορύφωμά της τον Νοέμβριο του 2022, η πλεονάζουσα ρευστότητα στη ζώνη του ευρώ έφτασε τα €4,7 τρισ., ή το 14% του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών της ζώνης του ευρώ. Σήμερα, η πλεονάζουσα ρευστότητα ανέρχεται σε €2,8 τρισ. (8,5% του συνόλου του ενεργητικού) και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
«Καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώνεται, τελικά δεν θα είναι πλέον επαρκής για την κάλυψη της ζήτησης του τραπεζικού συστήματος. Αυτή η ζήτηση καθορίζεται από τις αναλήψεις μετρητών του κοινού, τις ανάγκες πληρωμών και τις προτιμήσεις ρευστότητας των τραπεζών, καθώς και από την προληπτική ρύθμιση ρευστότητας. Είναι εγγενώς δύσκολο να προβλεφθεί πότε θα συμβεί το σημείο καμπής για την πλεονάζουσα ρευστότητα», τονίζεται.
Υψηλός βαθμός αβεβαιότητας
Παράλληλα, αναφέρεται ότι οι τράπεζες λειτουργούν επί του παρόντος σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη την πρόβλεψη των μελλοντικών ταμειακών ροών και του επιθυμητού επιπέδου αποθεματικών των τραπεζών.
Η ζήτηση ρευστότητας των τραπεζών επηρεάζεται επίσης από την αυξανόμενη σημασία των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ενδιάμεσων φορέων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τόσο ως πελάτες όσο και ως ανταγωνιστές.
Επισημαίνεται ακόμη ότι ο επιταχυνόμενος ρυθμός της ψηφιοποίησης και η αυξανόμενη ζήτηση για άμεσες πληρωμές μπορεί να αλλάξει τη συμπεριφορά των καταθετών.
Αυτοί οι παράγοντες είναι πιθανό να αυξήσουν την προληπτική ζήτηση για ρευστότητα σε σχέση με τον χρόνο πριν από την εισαγωγή του σχεδίου άφθονης ρευστότητας και συμβάλλουν στην αβεβαιότητα γύρω από τη ζήτηση για αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας.Η προληπτική ζήτηση πιθανώς αυξάνεται από τους επενδυτές που αναμένουν από τις τράπεζες να διατηρήσουν ένα ορισμένο επίπεδο αποθεμάτων ρευστότητας πάνω από το ρυθμιστικό ελάχιστο.
Αναφέρεται επίσης ότι η επιτυχής μετάβαση σε ένα πλαίσιο εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής όπου η οριακή μονάδα ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας παρέχεται κατόπιν ζήτησης μέσω των πράξεων αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ απαιτεί από τις τράπεζες να έχουν ενεργή και τακτική πρόσβαση στις τυπικές πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος προκειμένου να εξασφαλίσουν επαρκές επίπεδο αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας όχι μόνο μεμονωμένα, αλλά και στο τραπεζικό σύστημα συνολικά.
Η αυξανόμενη χρήση των εργασιών της ΕΚΤ από τις τράπεζες θα αντανακλά την καθημερινή διαχείριση ρευστότητάς τους στο πλαίσιο του λειτουργικού πλαισίου.
«Για να λειτουργήσουν ομαλά, οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν ότι είναι λειτουργικά έτοιμες για την αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο παρέχονται τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας. Είναι σημαντικό να προσαρμόσουν τις πρακτικές διαχείρισης ρευστότητας και να είναι έτοιμες να έχουν πρόσβαση σε πράξεις νομισματικής πολιτικής. Η ΕΚΤ θα παρακολουθεί συνεχώς την πρόοδο στον τομέα αυτό και θα κοινοποιεί τις προσδοκίες της στους αντισυμβαλλομένους της νομισματικής πολιτικής και στις εποπτευόμενες τράπεζες», καταλήγει το blog.