«Κάθε φορά που ανοίγω τα μάτια το πρωί, χρειάζομαι ένα-δύο δευτερόλεπτα για να θυμηθώ ότι είμαι σπίτι μου», λέει ο Guy Gilboa-Dalal. Η φωνή του είναι χαμηλή, ήρεμη, σαν να προσπαθεί να μην δώσει στο σώμα του λόγο να ταραχθεί. Δεν μιλάει σαν άνθρωπος που θέλει να εντυπωσιάσει με την ιστορία του. Μιλάει σαν κάποιος που προσπαθεί να βάλει σε σειρά τις σκέψεις του, μετά από σχεδόν δύο χρόνια ομηρίας από τους τρομοκράτες της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.
Έμαθα πρώτη φορά για 'κείνον πριν από έναν χρόνο. Είχε έρθει στην Κύπρο ο αδελφός του Gal και είχε επισκεφθεί τα γραφεία του «Π». Ήταν 7 Οκτωβρίου 2024. Φορούσε ένα απλό λευκό μπλουζάκι με τη φωτογραφία του αδερφού του, στο οποίο αναφερόταν το όνομά του και το μήνυμα «Bring him home, still held hostage by Hamas». Το μπλουζάκι εκείνο αντικαταστάθηκε με ένα που λέει «Guy is home». Αυτό φορούσε στη διαδικτυακή μας συνάντηση, μία ημέρα αφού επέστρεψε από το νοσοκομείο ο Guy. Εκεί ήταν και η μητέρα των δύο νέων, χωρίς να λέει πολλά, αλλά από τη στάση του σώματός της και μόνο, μπορούσε να αντιληφθεί κανείς πόσο ταλαιπωρήθηκε με όσα βίωσε αυτή η γυναίκα τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά ταυτόχρονα την ανακούφιση που πλέον αισθάνεται.

Από την αρπαγή στην ομηρία
Όλα ξεκίνησαν στις 7 Οκτωβρίου 2023. Τα δύο αδέρφια συμμετείχαν μαζί με χιλιάδες άλλους νέους, μεταξύ 20-30 ετών οι περισσότεροι, στο φεστιβάλ της Νova στην περιοχή Κιμπούτς Ρέιμ, στο Ισραήλ. Για τον Guy, 23 ετών, ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κάτι τέτοιο, ενώ ο Gal, που είναι μεγαλύτερός του σε ηλικία, ήταν χαρούμενος που θα μοιραζόταν αυτή την εμπειρία με τον αδερφό του. Τα πάντα ήταν φυσιολογικά μέχρι τη στιγμή που δεν ήταν.
«Είχαμε συναντηθεί με τον Gal και μετά θυμάμαι ότι εγώ με την παρέα μου πήγαμε προς τη σκηνή. Ήμασταν τέσσερα άτομα», λέει ο Guy. «Τους δύο τους δολοφόνησαν επί τόπου. Εμένα και τον Evytar, τον κολλητό μου, μας άρπαξαν», λέει σχεδόν σαν να μιλά για τρίτους. Όχι από απάθεια ή αδιαφορία, αλλά σαν ένας άνθρωπος που ακόμα παλεύει να συμφιλιώσει το πριν με το μετά.
«Ήταν πανικός. Και μετά απότομα ησυχία. Μας έβαλαν σε ένα όχημα. Μας έδεσαν. Μετά κατεβήκαμε. Στις σήραγγες», μας αφηγείται ο Guy, o οποίος θυμάται να ρωτά τον φίλο του: «Πού είμαστε;». Η απάντηση ήρθε από έναν από τους ενόπλους, «Εδώ είναι Γάζα. Τώρα είστε οι δούλοι μας».
Στις σήραγγες
«Εκεί κάτω δεν υπήρχε μέρα και νύχτα», λέει ο πρώην όμηρος της Χαμάς αναφερόμενος στις συνθήκες διαβίωσης στις υπόγειες σήραγγες. «Υπήρχε μόνο υγρασία, σκοτάδι και αναμονή. Μας έδιναν ένα σάντουιτς. Πολλές φορές μας άφηναν για μέρες νηστικούς. Προσπαθούσα να τρώω σιγά, να κρατήσει. Νομίζω ότι κάποια στιγμή πέρασαν έξι μέρες χωρίς φαγητό, αλλά μπορεί να ήταν και περισσότερες. Όταν δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει μέτρηση», αναφέρει ο 25χρονος σήμερα ο Guy. Οι σκέψεις του και ο λόγος του πολλές φορές δεν έχουν ροή. Επαναλαμβάνει αρκετές φορές πράγματα που είπε προηγουμένως, ενώ παραδέχεται ότι ακόμη το μυαλό του βρίσκεται σε σύγχυση. «Το πιο δύσκολο ήταν η πείνα και το σκοτάδι. Δεν ήταν απλώς έλλειψη φωτός. Ήταν έλλειψη προσανατολισμού, χρόνου, ελπίδας», προσθέτει.
Τη βίασαν στο διπλανό δωμάτιο
Μπορεί ο Guy πολλά πράγματα να μην τα θυμάται ακόμα, ή να τα θυμάται αμυδρά, ωστόσο δεν μπορεί να ξεχάσει όπως λέει το περιστατικό με την κοπέλα όμηρο, την οποία δεν θέλησε να κατονομάσει. «Μαζί μας τις πρώτες ημέρες στο υπόγειο ήταν μια κοπέλα. Είχε χτυπηθεί στο πόδι. Πονούσε. Αιμορραγούσε. Ούρλιαζε. Την απειλούσαν ότι αν δεν σταματήσει να φωνάζει θα της έκαναν μεγαλύτερο κακό. Ήμασταν πέντε άντρες και για να την προστατέψουμε τη βάλαμε στη μέση μας. Την παρακαλούσαμε να κάνει ησυχία και ότι αν το έκανε θα τους πείθαμε να φέρουν έναν γιατρό. Εκείνη όμως υπέφερε και δεν μπορούσε να σταματήσει. Την πήραν και την πήγαν στο διπλανό δωμάτιο. Την ακούγαμε όταν τη βίαζαν. Εκείνη φώναζε και εκλιπαρούσε για βοήθεια, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Κάποιος ύψωσε τον τόνο της φωνής του, δεν θυμάμαι ποιος, και αμέσως ένας ένοπλος του γύρισε το πιστλολι στο κεφάλι και άρχισε να απειλεί ότι θα του ρίξει. Η κοπέλα δεν επέστρεψε ποτέ στον χώρο όπου είχαν εμάς. Δεν ξέραμε αν ζει ή αν πέθανε. Την είδα στο νοσοκομείο, πριν λίγες ημέρες. Ήταν ζωντανή».
Ο Evytar έσκαψε τον τάφο του
Τον περισσότερο χρόνο o Guy τον πέρασε αιχμάλωτος μαζί με τον Evytar, τον παιδικό φίλο. «Μιλούσαμε για τα παλιά. Τα καλοκαίρια μας, το σχολείο, για πράγματα απλά». Υπήρχαν όμως και στιγμές σιωπής. «Μερικές φορές μιλούσαμε μόνο για να ακούμε ανθρώπινη φωνή». Το να μην τρελαθούν ήταν στόχος καθημερινός. Ο Evytar εξαναγκάστηκε να σκάψει τον τάφο του. «Το είχαν κάνει και σε άλλους. Ήθελαν να μας σπάσουν». Στον Guy έλεγαν ότι κρατούν και τον αδερφό του. Ότι η ζωή του εξαρτάται από τη συμπεριφορά του. «Κάποιες στιγμές τους πίστευα. Ήξερα ότι ο αδερφός μου ήταν στον χώρο του φεστιβάλ, αλλά δεν μπορούσα να ξέρω αν τους ξέφυγε, αν τον σκότωσαν ή αν τον έπιασαν και αυτόν όμηρο. Θυμάμαι όταν έβλεπα κάποιο όμηρο για πρώτη φορά τον ρωτούσα αν εκεί που ήταν προηγουμένως υπήρχε κάποιος με το όνομα του αδερφού μου».
Παράλληλη αιχμαλωσία
Ο ένας αδερφός πέρασε δύο χρόνια στο σκοτάδι, ο άλλος ήταν μεν στο φως αλλά, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, ζούσαν μια παράλληλη αιχμαλωσία. Όχι σε υπόγειο, σε αναμονή. Η οικογένεια μιλούσε με στρατιωτικούς, διπλωμάτες, γιατρούς, με άλλες οικογένειες ομήρων. Έφτιαχναν ένα δίκτυο, όχι γιατί ήξεραν ότι θα φέρει αποτέλεσμα, αλλά γιατί ήταν ο τρόπος να κρατηθούν. «Αν δεν τον ψάχναμε, θα νιώθαμε ότι τον εγκαταλείπουμε», λέει η μητέρα. «Και αυτό δεν γινόταν». Τότε παίρνει το κινητό της και μου δείχνει μια φωτογραφία. Είναι μια selfie που ο Guy και ο Gal είχαν τραβήξει το χάραμα της 7 Οκτωβρίου 2023. «Μου την έστειλαν το πρωί εκείνης της μέρας. Είναι τα παιδιά μου, μαζί χαμογελαστοί, ανέμελοι», λέει για να προσθέσει ότι «για δύο χρόνια τώρα την κοιτούσα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ».
Όταν η Merav Gilboa Dalal αντάμωσε ξανά με τον γιο της
Η Merav Gilboa Dalal, κοιμήθηκε αγκαλιά με την ίδια φωτογραφία των δύο της γιών και το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου 2025. «Εκείνο το βράδυ δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κοιμήθηκα ελάχιστα. Η ανυπομονησία μου που την επόμενη ημέρα θα έβλεπα ξανά το παιδί μου ήταν τέτοια που δεν μπορούσα να ησυχάσω. Πήγαμε από την προηγούμενη ημέρα στο νοσοκομείο και θυμάμαι ότι μας είχαν δείξει σε ποιο δωμάτιο θα τον έβαζαν. Μας είπαν να το διακοσμήσουμε αν θέλαμε και από τη χαρά μου που θα έβλεπα ξανά το παιδί μου, πήρα σχεδόν όλο του το δωμάτιο και το μετέφερα στο νοσοκομείο. Δεν ήξερα πόσο καιρό θα έμενε εκεί και ήθελα να νιώθει σαν το σπίτι του. Όταν τον είδα μπροστά μου, ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα» αναφέρει.
Όταν άνοιξε η πόρτα στο νοσοκομείο και ο Guy μπήκε μέσα δεν ειπώθηκε σχεδόν λέξη. Έτρεξε κατευθείαν στην αγκαλιά της οικογένειάς του και για λίγα δευτερόλεπτα απλώς στέκονταν όλοι σφιχτά ενωμένοι, σαν να μην ήθελαν να αφήσουν περιθώριο στην πραγματικότητα να αλλάξει ξανά.
«Έπεσα πάνω τους και κλαίγαμε», λέει ο ίδιος. «Αυτή τη φορά από χαρά». «Είδα τη μαμά μου, την αδερφή μου και όλους τους υπόλοιπους. Ήταν όλοι τους τόσο ταλαιπωρημένοι, και εγώ τόσο ανακουφισμένος που μπορούσα επιτέλους να τους σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου. Πήρα τη μικρή μου αδερφή τη Mura αγκαλιά, η οποία έχει μεγαλώσει τώρα πια και τότε ήταν που συνειδητοποίησα πόσος καιρός είχε περάσει».
Ξανά μαζί
Η Mura είναι σήμερα 15 ετών. Η Χαμάς είχε απαγάγει τον αδερφό της δύο ημέρες πριν η ίδια κλείσει τα 13. «Με τον Guy ήμασταν αχώριστοι. Αυτός με έπαιρνε κάθε πρωί στο σχολείο, ήταν εκεί τα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ να μου λέει ιστορίες μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Ήμασταν πολύ κοντά», μας είχε αναφέρει μερικούς μήνες πριν η ανήλικη, η οποία τώρα πια λάμπει από ευτυχία ξανά πλάι στους δύο αδερφούς της.
Μετά την οικογένειά του, ο Guy στο νοσοκομείο, την ημέρα της απελευθέρωσης, είχε μια ακόμα ευχάριστη έκπληξη. Ήταν ο φίλος του ο Evytar, με τον οποίο μπορεί να είχαν περάσει αρκετό διάστημα της ομηρίας τους μαζί αλλά τους τελευταίους μήνες τους είχαν χωρίσει, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει ο ένας την τύχη του άλλου. «Θυμάμαι να τον βλέπω στην άλλη άκρη του διαδρόμου, να τρέχω, να τον αγκαλιάζω και εκείνος να μου ψιθυρίζει «αδερφέ, τα καταφέραμε, είμαστε σπίτι μας».
Ένας άνθρωπος που μαθαίνει να ζει ξανά απ' την αρχή
«Ξυπνάω συχνά μέσα στη νύχτα. Δεν έχω συνεχόμενο ύπνο. Κοιμάμαι δύο ώρες, ξυπνάω, ξανακοιμάμαι λίγο». Το σώμα του εξακολουθεί να αντιδρά σαν να βρίσκεται σε επιφυλακή. «Μερικές φορές όταν ξυπνάω χρειάζομαι χρόνο για να καταλάβω ότι είμαι σπίτι. Δεν είναι πανικός, είναι περισσότερο σύγχυση», εξηγεί.
Το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει όταν γύρισε σπίτι ήταν κάτι απλό. Να σταθεί στο μπαλκόνι. Όχι για να κοιτάξει κάτι συγκεκριμένο, αλλά για να νιώσει αέρα στο πρόσωπο. «Έμεινα λίγα δευτερόλεπτα. Μετά ζαλίστηκα». Το φως χρειάζεται πάλι εξοικείωση.
Η ρουτίνα του δεν μοιάζει με αυτήν ενός ανθρώπου που «επέστρεψε». Μοιάζει με αυτήν ενός ανθρώπου που αρχίζει από την αρχή. Μικρές βόλτες. Λίγα λεπτά περπάτημα. Διαλείμματα. «Αν περπατήσω περισσότερο, κουράζομαι. Δεν είναι θέμα μυών, είναι σαν να αδειάζει η μπαταρία ξαφνικά».
Η τροφή παραμένει ένα θέμα. Όχι πια επιβίωσης, αλλά επανεκπαίδευσης. «Τώρα μπορώ να τρώω, αλλά όχι πολύ. Μικρές ποσότητες. Το στομάχι χρειάζεται χρόνο», αναφέρει ο Guy, o οποίος, τις πρώτες μέρες στο νοσοκομείο δεν άντεχε καν τη μυρωδιά του φαγητού. «Έφερναν φαγητό στο δωμάτιο δίπλα και ένιωθα περίεργα. Δεν ήταν απέχθεια, ήταν σαν να είχα ξεχάσει τι σημαίνει φαγητό». Τώρα υπάρχουν συγκεκριμένα γεύματα, συγκεκριμένες ώρες, συγκεκριμένες οδηγίες. Και κυρίως υπομονή. «Δεν θέλω να πιέζω το σώμα μου. Έκανε ό,τι μπορούσε για να με κρατήσει ζωντανό. Τώρα του δίνω χρόνο».
Ο Guy μπορεί να πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, ωστόσο θα χρειαστεί να νοσηλευτεί ξανά το επόμενο διάστημα. «Όταν μας απήγαγαν, εμένα μεταξύ άλλων, μου είχαν βγάλει τον ώμο», εξηγεί. Ο ώμος του δεν μπήκε ποτέ σωστά στη θέση του, με αποτέλεσμα τώρα να χρειάζεται χειρουργείο. «Είναι κάτι που πρέπει να γίνει», αναφέρει, ενώ μιλά για άλλα σωματικά ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να μιλήσει με περισσότερη λεπτομέρεια. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του ξεφεύγουν διάφορα όπως για παράδειγμα τα δύο πλευρά που του έσπασαν από το ξύλο, τα οποία χρειάζονται χρόνο να επουλωθούν, αλλά και τα τραύματα στα πόδια από τις σιδερένιες αλυσίδες με τις οποίες τους είχαν δεμένους για μέρες.
Ο πόλεμος που τους στοιχειώνει
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, μια ειδοποίηση για νέα διαταγή από πλευράς του Ισραηλινού Πρωθυπουργού, Μπενιαμίν Νετανιαχού, για χτύπημα στη Λωρίδα της Γάζα εμφανίζεται στην οθόνη του κινητού μου. Δεν μπορώ να μην το αναφέρω, όπως δεν μπορώ να μην ρωτήσω και την άποψή τους επί του θέματος. Ησυχία για κάποια δευτερόλεπτα. Η μάνα ανασαίνει βαθιά. Μοιάζει σαν να θέλει να πει κάτι, αλλά κάνει και δεύτερες σκέψεις. «Το ακούσαμε», αποκρίνεται ο Gal, με τη μητέρα του να ξεσπά. «Αν δεν σκέφτονται τους αμάχους, ας σκεφτούν τουλάχιστον τις οικογένειες των ομήρων που χάθηκαν, οι οποίες ακόμα περιμένουν να πάρουν πίσω τους σορούς των παιδιών τους». Δεν συνεχίζει. Δεν αντέχει να ολοκληρώσει τη φράση. Δεν χρειάζεται. Ο Guy την ακούει και λέει μόνο «Εμείς θέλουμε ειρήνη». Το λέει σαν διαπίστωση. Γιατί η επιβίωση δίνει χώρο στην ελπίδα, και η ελπίδα θέλει ηρεμία για να σταθεί.






