Επιτάχυνση παρουσίασε το πρώτο τρίμηνο του 2025 ο ρυθμός ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας, παρά τις προκλήσεις στο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον, με τη χώρα να καταγράφει τον πέμπτο μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην ΕΕ.
Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσαν την Πέμπτη η Στατιστική Υπηρεσία και η Eurostat, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025 είναι θετικός και υπολογίζεται σε 3,0% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024.
Μετά τη διόρθωση του ΑΕΠ ως προς τις εποχικές διακυμάνσεις και τις εργάσιμες μέρες, ο ρυθμός ανάπτυξης υπολογίζεται επίσης στο 3,0%.
Ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στους τομείς: «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο, Επισκευή μηχανοκινήτων οχημάτων», «Ενημέρωση και Επικοινωνίες», «Κατασκευές» και «Ξενοδοχεία και Εστιατόρια».
Το τέταρτο τρίμηνο του 2024, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ανερχόταν στο 2,9%, το τρίτο τρίμηνο του 2024 στο 3,8% και το δεύτερο τρίμηνο του 2024 στο 3,4%.
Το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο, ο ρυθμός ανάπτυξης βρισκόταν στο 3,7%.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, δηλαδή το τέταρτο τρίμηνο του 2024, ο ρυθμός ανάπτυξής ανέρχεται σε 1,3% από 0,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2024 και 1,2% το πρώτο τρίμηνο του 2024.
Η ανάπτυξη της οικονομίας της Κύπρου είναι η πέμπτη μεγαλύτερη στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη καταγράφει η Ιρλανδία με 10,9% και ακολουθεί η Πολωνία με 3,8%, η Λιθουανία με 3,2% κα η Βουλγαρία με 3,1%.
Στην ΕΕ, η ανάπτυξη ανέρχεται στο 1,4% όσο ήταν και το προηγούμενο τρίμηνο και στην ευρωζώνη στο 1,2%, επίσης όσο ήταν και τέταρτο τρίμηνο του 2024.
Στηρίζει οικονομία η εγχώρια ζήτηση
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Κεντρικής Τράπεζας, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για το 2025 αναμένεται να ανέλθει στο 3,2%, σε σχέση με 3,4% το 2024. Την περίοδο 2026-27 αναμένεται άνοδος του ΑΕΠ κατά 3,1% ετησίως.
Η προβλεπόμενη πορεία του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην αναμενόμενη περαιτέρω άνοδο της εγχώριας ζήτησης και, σε μικρότερο βαθμό, της εξωτερικής ζήτησης λαμβάνοντας υπόψιν και την αυξημένη αβεβαιότητα στο διεθνές γεωπολιτικό και εμπορικό περιβάλλον.
Την εγχώρια ζήτηση αναμένεται να στηρίξει η άνοδος στην ιδιωτική κατανάλωση λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της ανθεκτικότητας που συνεχίζει να καταγράφει η αγορά εργασίας.
H ιδιωτική κατανάλωση, παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση στο ρυθμό αύξησης της τα επόμενα έτη, θα παραμείνει σημαντικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης.
Επίσης, σημαντική συνεισφορά στην εγχώρια ζήτηση αναμένεται από τις υπό εξέλιξη μεγάλες μη οικιστικές ιδιωτικές επενδύσεις, έργα υποδομής για στήριξη της ψηφιακής και πράσινης ανάπτυξης και άλλα μεταρρυθμιστικά έργα στο πλαίσιο υλοποίησης του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, συνεχίζει να μη παρατηρείται σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στις επενδύσεις είτε από τις εχθροπραξίες στη Μέση Ανατολή μέσω μείωσης της ζήτησης, είτε από τον αντίκτυπο της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, ο οποίος έχει εξασθενίσει λόγω των μειώσεων στα επιτόκια και επιδρά με χρονική υστέρηση.
Για την περίοδο 2025-2027 ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ αναμένεται να στηριχθεί επίσης από τις καθαρές εξαγωγές λόγω των θετικών εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας και των αυξημένων συναφών εξαγωγών υπηρεσιών διανοητικής ιδιοκτησίας (intellectual property).
Παράλληλα, ο εν λόγω ρυθμός ανάπτυξης υποβοηθείται από την αύξηση του κύκλου εργασιών των χρηματοπιστωτικών και επαγγελματικών υπηρεσιών που οφείλεται εν μέρει στη διαποικίληση των σχετικών εξαγωγικών αγορών και τη συνεχιζόμενη θετική συνεισφορά του τομέα της ναυτιλίας.
Σημειώνεται ότι η κάποια αρνητική επίδραση λόγω της γεωπολιτικής αβεβαιότητας στην εξωτερική ζήτηση, μετριάζεται από τη διαχρονική ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα που καταγράφουν σε σειρά αρνητικών κλυδωνισμών οι εξαγωγές υπηρεσιών.
Επιπρόσθετα, οι καθαρές εξαγωγές στηρίζονται από τη θετική πορεία του τουρισμού, με μικρότερη από την αναμενόμενη απώλεια Ισραηλινών τουριστών, παρά τη συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, καθώς και τη συνεχιζόμενη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος προς αγορές με υψηλή κατά κεφαλήν δαπάνη.