Πληγές για την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας, που παραμένει στάσιμη τα τελευταία χρόνια, είναι η έλλειψη υποδομών και η αργή απονομή δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων, ενώ αρνητικά συμβάλλουν η γραφειοκρατία, οι αργοί ρυθμοί ψηφιοποίησης του Δημοσίου και το αυξημένο κόστος ενέργειας.
Με αφορμή τη δημοσίευση της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας (World Competitiveness Yearbook) 2025 του IMD, ακαδημαϊκοί, οικονομολόγοι και φορείς της αγοράς, καταθέτουν τις απόψεις τους για την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας, προχωρώντας σε εισηγήσεις για το τι πρέπει να αλλάξει, προκειμένου η Κύπρος να ανέβει σκαλοπάτια στους σχετικούς δείκτες.
Η Κύπρος κατέλαβε την 44η θέση υποχωρώντας κατά μία θέση σε σχέση με το 2024, όπου βρισκόταν στην 43η θέση.
Η κατάταξη του IMD βασίζεται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: Οικονομική απόδοση, κυβερνητική αποτελεσματικότητα, επιχειρηματική αποτελεσματικότητα και υποδομές.
Η φετινή υποχώρηση οφείλεται σε επιδείνωση της οικονομικής επίδοσης, κυρίως λόγω μεταβολών στις διεθνείς επενδύσεις, αλλά και σε αποδυνάμωση της θέσης της Κύπρου σε όρους υποδομών.
Η χειροτέρευση σε όλες σχεδόν τις συνιστώσες των διεθνών επενδύσεων, ειδικότερα αυτών που αφορούν τις άμεσες επενδύσεις της χώρας στο εξωτερικό, επηρέασαν δυσμενώς την οικονομική επίδοση, σπρώχνοντας την Κύπρο χαμηλότερα στη συνολική κατάταξη ανταγωνιστικότητας του 2025.
Στη φετινή αξιολόγηση αποτυπώνονται, εντονότερα συγκριτικά με προηγούμενα χρόνια, συσσωρευμένες ελλείψεις στις ενεργειακές υποδομές, στην παραγωγή ενέργειας, στο κόστος ηλεκτρισμού, στην ποιότητα των αερομεταφορών, καθώς και στη διαχείριση των υδάτινων πόρων και των πόλεων.
Μεταξύ των κριτηρίων που χειροτέρευσαν έντονα σε σχέση με την περσινή αξιολόγηση συγκαταλέγονται η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου, καθώς και η σημαντική επιδείνωση πτυχών των βασικών υποδομών.
Ανεξάρτητος φορέας μεταρρυθμίσεων
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας, Δημήτρη Γεωργιάδη, η μεγαλύτερη πρόκληση δεν είναι ο καθορισμός του τι πρέπει να γίνει, αλλά η υλοποίησή τους, έστω και μερική, έστω και σταδιακά.
«Το ότι πρέπει να βελτιωθεί το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, να περιοριστεί η γραφειοκρατία και να προχωρήσει η διείσδυση της τεχνολογίας στον τρόπο λειτουργίας της κρατικής μηχανής και στις συναλλαγές με τον πολίτη, να αρθούν αχρείαστα εμπόδια που υπάρχουν σε τομείς και επαγγέλματα, να μειωθεί το κόστος της ενέργειας και να λυθούν τα προβλήματα εξεύρεσης ανθρώπινου δυναμικού και άλλα, είναι γνωστά σε όλους και χιλιοειπωμένα. Έχουν καταγραφεί πολλές φορές και από πολλούς θεσμούς και ειδικούς, τόσο εντός όσο και εκτός Κύπρου», τονίζει.
Δυστυχώς, αναφέρει, «ενώ όλοι γνωρίζουν το τι πρέπει να γίνει, κατά κανόνα, όλα προσκρούουν στις αντιστάσεις και παρεμβάσεις οργανωμένων συνόλων, οι οποίες ενθαρρύνονται εκούσια και ακούσια τόσο από την έλλειψη πολιτικής βούλησης, όσο και από την απροθυμία σύγκρουσης με αυτά».
Τελικά, υποδεικνύει, ίσως η καλύτερη μεταρρύθμιση είναι η ανάθεση των μεταρρυθμίσεων, ή τουλάχιστον της εποπτείας τους, σε έναν πιο ανεξάρτητο μηχανισμό που θα είναι πιο αποτελεσματικός και λιγότερο επιρρεπής σε πιέσεις και παρεμβάσεις από τρίτους.
Ενδιαφέρουσες αυξομειώσεις
Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σωφρόνης Κληρίδης αναφέρει στον «Π» ότι η θέση της Κύπρου είναι περίπου σταθερή τα τελευταία τρία χρόνια, παρουσιάζονται όμως ενδιαφέρουσες αυξομειώσεις σε επιμέρους δείκτες.
«Μία από τις μεγαλύτερες πτώσεις της Κύπρου φέτος είναι στον δείκτη Διεθνείς Επενδύσεις, όπου έπεσε από την 8η στην 23η θέση. Αυτό ίσως φαίνεται περίεργο, όμως είναι γνωστό ότι ο εν λόγω δείκτης παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις από χρόνο σε χρόνο, κάτι που κάνει δύσκολη την ερμηνεία των αυξομειώσεων», σημειώνει.
Σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, περισσότερη σημασία πρέπει να δίνεται σε δείκτες όπου διαχρονικά η Κύπρος κατατάσσεται χαμηλά. Τέτοιοι είναι οι δείκτες που εντάσσονται στην κατηγορία «Αποδοτικότητα των επιχειρήσεων», και περιλαμβάνουν την παραγωγικότητα, την αγορά εργασίας, τη χρηματοδότηση, τις πρακτικές διοίκησης και τις αξίες και νοοτροπίες.
«Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η Κύπρος κατατάσσεται σχετικά υψηλά στην κατηγορία της κρατικής αποτελεσματικότητας λόγω των καλών δημοσιονομικών επιδόσεων, του φορολογικού συστήματος, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του κοινωνικού κράτους», παρατηρεί.
Να βελτιώσουμε υποδομές
Ο διευθυντής Οικονομίας και Διοίκησης της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) Αντώνης Φραγκούδης μιλώντας στον «Π», ανέφερε ότι για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, θα πρέπει να βελτιώσουμε τις υποδομές, τονίζοντας ότι βασική παράμετρος παραμένει η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Σύμφωνα με τον αξιωματούχο της ΟΕΒ, στην υποκατηγορία βασικές υποδομές η Κύπρος είναι στον πάτο, καταλαμβάνοντας την 68η θέση από το σύνολο των 69 χωρών.
Σε όρους υποδομών, η Κύπρος κατατάσσεται 46η από τις 69 χώρες, υποχωρώντας τέσσερις βαθμίδες σε σχέση με το 2024 και καταγράφοντας τη χειρότερή της επίδοση από το 2017 που συμμετέχει στην κατάταξη.
Η αποδυνάμωση της θέσης της Κύπρου το 2025 προήλθε κυρίως από την περαιτέρω επιδείνωση στην υποκατηγορία των βασικών υποδομών, για την οποία η χώρα τοποθετείται στην προτελευταία βαθμίδα της κατάταξης.
Κριτήρια των βασικών υποδομών - όπως η ενεργειακή υποδομή, η παραγωγή ενέργειας, το κόστος ηλεκτρισμού, η ποιότητα των αερομεταφορών, αλλά και η διαχείριση των υδάτινων πόρων και των πόλεων στα οποία η Κύπρος αντιμετώπιζε ήδη σοβαρές ελλείψεις, χειροτέρευσαν εκ νέου το 2025.
Ο κ. Φραγκούδης παραδέχεται ότι στην έρευνα περιλαμβάνονται κριτήρια που ρίχνουν τις επιδόσεις της Κύπρου όπως είναι το μέγεθος της αγοράς και η έλλειψη βασικών υποδομών όπως είναι τα τρένα και τα τραμ.
Στα θετικά, περιλαμβάνεται η βελτίωση της αποδοτικότητας του κράτους και των επιχειρήσεων.
Στην έκδοση IMD World Competitiveness Yearbook 2025 που δημοσίευσε το Παγκόσμιο Κέντρο Ανταγωνιστικότητας της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων IMD στην Ελβετία, αξιολογείται η ανταγωνιστικότητα 69 οικονομιών.
To Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου και η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) συμμετέχουν σε αυτό το έργο ως συνεργαζόμενοι φορείς.