Υπάρχει περιθώριο για νέες τράπεζες στην Κύπρο, αλλά είναι περιορισμένο, εκτιμά ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Χριστόδουλος Πατσαλίδης.
Σε συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Έκδοση του «Π», ο κ. Πατσαλίδης, σημειώνει ότι για να δοθεί μια νέα τραπεζική άδεια, «βλέπουμε κατά πόσο το επιχειρηματικό της μοντέλο είναι βιώσιμο, αν έχει τα κεφάλαια και την καταλληλόλητα των μετόχων και του διοικητικού οργάνου. Η χορήγηση τραπεζικής άδειας λειτουργίας είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΚΤ στη βάση από κοινού αξιολόγησης με την εθνική αρχή και σχετικής πρότασης».
Απαντώντας στο ερώτημα εάν υπάρχουν αιτήσεις καθώς είναι γνωστή η κίνηση για τον νέο Συνεργατισμό, απάντησε: «Υπάρχει ενδιαφέρον, αλλά δεν έχουμε αιτήσεις».
Κληθείς να σχολιάσει πώς βλέπει την είσοδο νέων επενδυτών στις υφιστάμενες τράπεζες, επεσήμανε ότι «η είσοδος επενδυτών σε πιστωτικά ιδρύματα, υπό προϋποθέσεις, είναι θεμιτή και δείχνει την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα. Λέγοντας αυτά, η ΚΤΚ οφείλει να προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας των προσώπων, σε περίπτωση απόκτησης σημαντικής θέσης, να ελέγξει το επιχειρηματικό πλάνο σε περίπτωση που αυτό απαιτηθεί, και ακολούθως να δώσει τη γνώμη της στην ΕΚΤ, η οποία θα πάρει τις τελικές αποφάσεις».
Θετικές οι εξαγορές και συγχωνεύσεις
«Χρειαζόμαστε γερές και δυνατές τράπεζες. Υπάρχει συζήτηση για το κατά πόσο οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές που έχουν πραγματοποιηθεί είναι αρνητικές ή θετικές. Θεωρώ θετικό το γεγονός, δεδομένου ότι οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων τραπεζών», ανέφερε.
«Παρά τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων τραπεζών, η Κύπρος όπως όλες οι μικρές χώρες χαρακτηρίζεται από ολιγοπωλιακό ανταγωνισμό στους πλείστους τομείς της οικονομίας. Συνεπώς είναι σημαντικό να επιδεικνύεται κοινωνική ευαισθησία. Γι' αυτό και είναι απαραίτητο όπως το συνολικό όφελος της κοινωνίας προσμετράται στην εκπόνηση της στρατηγικής τους και της λήψης των αποφάσεων. Αυτή η κοινωνική υπευθυνότητα είναι σημαντική για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αξιοπιστία τους», τόνισε.
Μπορούν να αντέξουν κραδασμούς
Αναφορικά με την κατάσταση του τραπεζικού τομέα, σημείωσε ότι μετά το 2013 έγιναν πολλές και δύσκολες αλλαγές.
«Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από 50% σε περίπου 6%. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (CET1 25,9%), ρευστότητας (LCR 339%) και αποδοτικότητας (RoE 16,7%) είναι από τους υψηλότερους στην ευρωζώνη. Οι κυπριακές τράπεζες σήμερα μπορούν να αντέξουν σοβαρούς κραδασμούς».
Ωστόσο, επεσήμανε ότι το ευρύτερο περιβάλλον αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων, όπως και οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και την κυβερνοασφάλεια, καθώς και οι εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας επιβάλλουν συνεχή επαγρύπνηση.
Την ίδια ώρα η ΚΤΚ, μεταξύ άλλων, αξιοποίησε μακροπροληπτικά εργαλεία προκειμένου να ενισχύσει περαιτέρω την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων για απορρόφηση δυνητικών ζημιών. Αναφέρθηκε στην αύξηση του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας στο 1,5% με ισχύ τον Ιανουάριο του 2026.
Απόσταση μεταξύ καταθετικών και δανειστικών επιτοκίων
Σε σχέση με τις διαφορές στα δανειστικά και καταθετικά επιτόκια, ο κ. Πατσαλίδης ανέφερε ότι η Κύπρος έχει μια τεράστια πλεονασματική ρευστότητα, που συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες στην ευρωζώνη και επομένως είναι φυσιολογικό τα καταθετικά επιτόκια να είναι χαμηλά.
Σε ό,τι αφορά τα δανειστικά επιτόκια, σημείωσε έχουν μειωθεί αισθητά και είμαστε πολύ κοντά στη διάμεσο της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (Ιούνιος 2025) το περιθώριο μεταξύ των κυπριακών δανειστικών επιτοκίων και της διάμεσου της ευρωζώνης περιορίζεται στο 0,1% και 0,4% για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για τα υφιστάμενα υπόλοιπα, ενώ ευθυγραμμίζεται πλήρως όσον αφορά τις νέες δανειοδοτήσεις.
Εποπτεία ασφαλιστικού τομέα
Όσον αφορά το ενδεχόμενο η Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει την εποπτεία των ασφαλιστικών εταιρειών και των ταμείων προνοίας, απάντησε ότι είναι μια πιθανότητα που μελετάται.
«Η ΚΤΚ ως ανεξάρτητη αρχή, μπορεί να συμβάλει στην ουσιαστική ενδυνάμωση της μικρο-προληπτικής εποπτείας αλλά και στην πιο αποτελεσματική μακρο-προληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα, ενισχύοντας τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και δημιουργώντας προϋποθέσεις για αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των συστημικών κινδύνων», υπέδειξε.