Η ισχύς της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής εξαρτάται από τον βαθμό αβεβαιότητας στην οικονομία, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σε blog που υπογράφουν οι Andrea Falconio και Julian Schumacher αναφέρεται ότι για να επιτευχθεί ένα δεδομένο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να ενεργήσουν πιο δυναμικά σε περιόδους υψηλής αβεβαιότητας παρά σε περιόδους χαμηλής αβεβαιότητας.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει πάντα να χαλαρώνουν ή να αυστηροποιούν τη νομισματική πολιτική τους πιο επιθετικά σε περιόδους υψηλής αβεβαιότητας», υποδεικνύεται.
Σύμφωνα με τους συντάκτες, οι ασταθείς οικονομικές συνθήκες είναι πιθανό να κάνουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πιο διστακτικά να δαπανήσουν για κατανάλωση και επενδύσεις ανεξάρτητα από τις ενέργειες της κεντρικής τράπεζας.
«Ενώ μια τέτοια επιβράδυνση της δραστηριότητας κλίνει προς την ίδια κατεύθυνση στην οποία οι κεντρικές τράπεζες θέλουν να κατευθύνουν την οικονομία κατά τη διάρκεια ενός κύκλου σύσφιξης, λειτουργεί αντίθετα με τις επιπτώσεις που συνήθως επιδιώκει να επιτύχει μια χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής», προστίθεται.
Όταν η οικονομική αβεβαιότητα είναι χαμηλή, προστίθεται, μια απροσδόκητη μείωση του επιτοκίου οδηγεί σε υψηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ανεργία, όπως ακριβώς υποδηλώνει η οικονομική θεωρία.
Παράλληλα, όταν η αβεβαιότητα είναι υψηλή, το ίδιο σοκ έχει πολύ πιο ήπιο αντίκτυπο στην οικονομία. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι οικονομικοί παράγοντες προφανώς αντιδρούν λιγότερο στις μεταβολές του κόστους δανεισμού.
Για τον πληθωρισμό, η μέγιστη επίδραση ενός σοκ νομισματικής πολιτικής, που επιτυγχάνεται μετά από δύο χρόνια, είναι περίπου 9 μονάδες βάσης χαμηλότερη και δεν διαφέρει στατιστικά από το μηδέν όταν η αβεβαιότητα είναι υψηλή. Για την ανεργία, η μέγιστη επίδραση μετά από ένα έτος είναι περίπου 17 μονάδες βάσης μικρότερη υπό υψηλή αβεβαιότητα.
Αύξηση αβεβαιότητας
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της ΕΚΤ, η οικονομική αβεβαιότητα έχει αυξηθεί πρόσφατα λόγω γεωπολιτικών συγκρούσεων και εμπορικών εντάσεων.
Σημειώνεται ότι οι αλλαγές στα επιτόκια καθιστούν φθηνότερη ή ακριβότερη για τις επιχειρήσεις τη λήψη δανείου ή και για τα νοικοκυριά τη λήψη στεγαστικού δανείου. Αλλά όταν το οικονομικό μέλλον είναι αβέβαιο, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι λιγότερο πιθανό να επενδύσουν σε μεγάλα, μακροπρόθεσμα σχέδια εξαρχής. Αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται να μην αντιδρούν τόσο πολύ στις αλλαγές των επιτοκίων όσο θα αντιδρούσαν υπό πιο προβλέψιμες συνθήκες.
Οι αλλαγές στη νομισματική πολιτική έχουν ασθενέστερο αντίκτυπο στην οικονομία της ζώνης του ευρώ όταν η αβεβαιότητα είναι υψηλή, αναφέρουν οι συντάκτες
Στις αρχές του 2025, ο δείκτης οικονομικής αβεβαιότητας έφτασε στο υψηλότερο επίπεδό της από την πανδημία COVID-19. Πριν από αυτό, τέτοια επίπεδα σημειώθηκαν μόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους της ζώνης του ευρώ. Η πρόσφατη αύξηση είναι πιθανό να αντανακλά τις επιπτώσεις των παγκόσμιων εμπορικών τριβών και των γεωπολιτικών εντάσεων.