Η πρόθεση για αναθεώρηση του κατώτατου μισθού είναι θεμιτή και ανταποκρίνεται στις πιέσεις που ασκούνται στα νοικοκυριά, αναφέρει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, Μιχάλης Περσιάνης τονίζοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να ασκηθεί εξαιρετικά προσεκτική κρίση και εκ των προτέρων ανάλυση ούτως ώστε να αποφευχθούν παράπλευρες επιπτώσεις από μια βεβιασμένη απόφαση.
Συγκεκριμένα, σημειώνει, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη συγκεκριμένα δεδομένα της οικονομίας:
- Ότι οι μέσοι και διάμεσοι μισθοί στη βάση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με τις εκτιμήσεις στη βάση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. «Το δεύτερο αντικατοπτρίζει πιο σωστά το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Κύπρο και είναι πιο σχετικό με την πραγματικότητα. Η παραπλανητική εκ του μακρόθεν ανάλυση στη βάση του ΑΕΠ, δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα καθώς τα στοιχεία είναι επιμολυσμένα -και καθοδηγούνται- από μικρό αριθμό κλάδων της οικονομίας», εκτιμά.
-Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, παρά τις συνεχιζόμενες συνθήκες πλήρους απασχόλησης, το γεγονός ότι υφίσταται υψηλή ανεργία ανάμεσα στους νέους και δη τους νεοεισερχόμενους (12.7%), των οποίων η απασχόληση δέχεται επιπλέον πιέσεις από το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της Κύπρου και τις νέες τεχνολογίες.
-Η καμπύλη Beveridge της κυπριακής οικονομίας, η οποία καταγράφει τη σχέση κενών θέσεων εργασίας με τα επίπεδα ανεργίας, έχει μετακινηθεί σημαντικά τα τελευταία 3 έτη, και δείχνει πως οι πιέσεις στην οικονομία προκύπτουν από την ασυμμετρία αναγκών-κατάρτισης (skills mismatch). Έτσι, η απασχόληση των νέων καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη.
-Θα πρέπει να προστατευθεί η μικρομεσαία επιχείρηση και ιδίως η μικρή κάτω των 10 υπαλλήλων, οι οποίες απασχολούν σχεδόν το 40% των εργαζομένων. Οι εν λόγω επιχειρήσεις καταγράφουν επίσης υψηλό μεικτό εισόδημα και έχουν οικογενειακό χαρακτήρα.
«Γενικότερα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται έχοντας κατά νουν τις μεγάλες επιχειρήσεις, επηρεάζουν δυσανάλογα, τις μικρές, και δη τις πολύ μικρές (micro, κάτω των 10 ατόμων) οι οποίες όμως αποτελούν το 94.8% των επιχειρήσεων του τόπου. Με μια βεβιασμένη απόφαση, μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η απασχόληση στις εν λόγω επιχειρήσεις και να τεθεί σε κίνδυνο η γενικότερη εικόνα της οικονομίας», τονίζει.
-Οι εμπορικοί όροι της κυπριακής οικονομίας συνεχίζουν να υποχωρούν, αντικατοπτρίζοντας έτσι μειωμένη ανταγωνιστικότητα, εάν εξαιρεθούν από τα στοιχεία οι υψηλής τεχνολογίας επιχειρήσεις, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό αλλοδαπώς ελεγχόμενες. Η διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας αποτελεί κλειδί για την διατήρηση των σημερινών ρυθμών ανάπτυξης αλλά και των επιπέδων απασχόλησης, ιδίως για τους μόνιμους κατοίκους Κύπρου και τους νέους.
Δεν είναι ένδειξη για το μέλλον
Σύμφωνα με τον κ. Περσιάνη, σε κάθε περίπτωση, «πρέπει να έχουμε υπόψη πως η σημερινή εικόνα των μακροσκοπικών δεικτών της οικονομίας δεν αποτελεί ένδειξη για την πορεία της τα επόμενα χρόνια. Οι αποφάσεις θα υλοποιηθούν και σε περιόδους μειωμένης ανάπτυξης, αυξημένης ανεργίας και αυξημένου δομικού πληθωρισμού και ο σχεδιασμός τους δεν πρέπει να υποφέρει από την μυωπικότητα που λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά τις σημερινές περιστάσεις».
«Η κυπριακή οικονομία καταγράφει γενικότερα δείκτες ανταγωνιστικότητας οι οποίοι υποχωρούν σταδιακά. Οι σημερινές συνθήκες αβεβαιότητας τόσο ενδογενούς όσο και εξωγενούς, καθιστούν τις αποφάσεις σημαντικές για το μέλλον της απασχόλησης και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Θα πρέπει οι αποφάσεις να ληφθούν κάτω από το πρίσμα, όχι των άμεσων εντυπώσεων, αλλά της μακροπρόθεσμης επίδρασης που θα έχουν», τονίζει.
«Όπως έχει το ΔΣΚ σημειώσει στην πρόσφατη Τελική του Έκθεση για το 2025, η εικόνα της οικονομίας είναι θετική, και πιστεύουμε πως θα δείξει ικανοποιητικές αντοχές στις αναμενόμενες πιέσεις του 2026. Την ίδια ώρα, και ενώ τα επίπεδα αβεβαιότητας είναι αυξημένα, σημειώνουμε πως δεν καταγράφεται αύξηση μισθών οριζόντια σε όλες τις βιομηχανίες του τόπου, με αποτέλεσμα να εντοπίζουμε σημαντικές, και αυξανόμενες αποκλίσεις στις απολαβές μεταξύ τομέων της οικονομίας», υποστηρίζει.






