Τη διεύρυνση της λίστας με τους κρατικούς αξιωματούχους που υποχρεούνται να παρευρίσκονται σε συνεδρίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών στοχεύει πρόταση νόμου, η συζήτηση της οποίας συνεχίζεται ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών.
Με τις προτεινόμενες αλλαγές επιδιώκεται όπως στα εν λόγω πρόσωπα συμπεριληφθούν οι υπουργοί, υφυ]πουργοί, κυβερνητικός εκπρόσωπος, ανεξάρτητοι κρατικοί αξιωματούχοι, Αρχηγός και Υπαρχηγός Αστυνομίας, Αρχηγός και Υπαρχηγός Εθνικής Φρουράς, διευθυντής Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας, γραμματέας Υπουργικού Συμβουλίου, επίτροπος, έφορος, ρυθμιστής ή πρόεδρος και μέλη Αρχής ή άλλου Σώματος που διορίζονται με βάση νόμο ή απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου, ο πρόεδρος και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου περιλαμβανομένων των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο δεν είναι δημόσιος υπάλληλος και κατέχει αξίωμα ή θέση για τα οποία ο μισθός ή η αντιμισθία ή η αποζημίωση ή η χορηγία καταβάλλεται από τη Δημοκρατία.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, σκοπός της πρότασης νόμου είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, ειδικά μετά τη θέση της κυβέρνησης, στη βάση σχετικής γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι οι υπουργοί της κυβέρνησης δεν υπόκεινται στον κοινοβουλευτικό έλεγχο και δεν είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται ενώπιον των κοινοβουλευτικών επιτροπών, σε αντίθεση με την καθιερωμένη πρακτική των τελευταίων δεκαετιών.
Την πρόταση νόμου της Ειρήνης Χαραλαμπίδου υπογράφουν επίσης οι Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, Χρύσης Παντελίδης, Χρίστος Σενέκης, Χρύσανθος Σαββίδης, Σταύρος Παπαδούρης και Κωστής Ευσταθίου.
Με την έναρξη της συζήτησης για το συγκεκριμένο θέμα αναμένεται να απασχολήσει έντονα κατά πόσο η πρόταση νόμου είναι αντισυνταγματική ή όχι. Επίσης αντικείμενο συζήτησης πιθανόν να αποτελέσει το κατά πόσο πρέπει να εξαιρείται ο Γενικός Εισαγγελέας ή όχι από τη λίστα των αξιωματούχων που θα υποχρεούνται διά νόμου να παρευρίσκονται στις συνεδρίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Η γνωμάτευση Τορναρίτη
Το θέμα της υποχρέωσης των υπουργών να παρίστανται σε συνεδρίες κοινοβουλευτικών επιτροπών απασχόλησε εκτενώς το 1979. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας, Κρίτων Τορναρίτης, είχε γνωματεύσει επί τούτου υποστηρίζοντας ότι είναι αντισυνταγματικό. Το σχετικό σημείωμα με τη γνωμάτευσή του βρίσκεται ενώπιον της Επιτροπής Νομικών. Τότε, είχε κατατεθεί πρόταση νόμου, η οποία τελικά αναπέμφθηκε χωρίς να ακολουθήσει άλλη συζήτηση.
Κατά τη συζήτηση της Πρότασης Νόμου του 1979, σύμφωνα με τα πρακτικά, «ο Γενικός Εισαγγελέας με σημείωμά του προς τη Βουλή έχει αποφανθεί ότι η νομοθετική ρύθμιση του θέματος που πραγματεύεται η πιο πάνω πρόταση νόμου αποτελεί άσκηση Νομοθετικής Εξουσίας στα πλαίσια των ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων και δεν βρίσκεται σε αντίθεση μ' αυτές. Από την άλλη, ο Γενικός Εισαγγελέας, πραγματευόμενος το όλο θέμα σε συνάρτηση με το ισχύον σύστημα του σαφούς διαχωρισμού των εξουσιών που προνοείται στο Κυπριακό Σύνταγμα, εξέφρασε τη γνώμη ότι, αν υπάρχει ανάγκη για νομοθετική ρύθμιση του θέματος αυτού σε κράτη που κυβερνώνται με το κοινοβουλευτικό σύστημα, τούτο ισχύει ιδιαίτερα και επιβάλλεται ακόμα περισσότερα στα κράτη που η διακυβέρνησή τους στηρίζεται στο προεδρικό σύστημα, όπως είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.
Σύμφωνα με τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, n συλλογή πληροφοριών που σχετίζονται με το νομοθετικό έργο που η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει να επιτελέσει πρέπει να θεωρηθεί ως προπαρασκευαστική φάση της ενέργειας στην οποία έχει να προβεί το συλλογικό όργανο που θα πρέπει να πάρει την απόφασή του και ότι ένα καλά πληροφορημένο Κοινοβούλιο μπορεί να ανταποκριθεί πληρέστερα στις προσδοκίες της λαϊκής δύναμης την οποία εκφράζει.
Εφόσον κατά τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα οι κοινοβουλευτικές επιτροπές ασχολούνται με νομοθετική εργασία και έχουν αρμοδιότητα να καλέσουν πρόσωπα και ιδίως δημοσίους υπαλλήλους για να τις πληροφορήσουν για τα θέματα που έχουν να πραγματευθούν, πρέπει να έχουν και τα μέσα για να εξαναγκάζουν την εμφάνιση ενώπιόν τους των προσώπων και υπαλλήλων αυτών. Επομένως οι διατάξεις που προτείνονται στην εν λόγω πρόταση νόμου δεν μπορούν να θεωρηθούν αντισυνταγματικές».
Ο νόμος
Σύμφωνα με τον νόμο περί καταθέσεως στοιχείων και πληροφοριών στη Βουλή, οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, κατά την άσκηση των εργασιών τους στα πλαίσια των κατά νόµο αρµοδιοτήτων τους, έχουν εξουσία να ζητούν πληροφορίες, γραπτές ή προφορικές, από τις διάφορες δηµόσιες ύπηρεσίες της ∆ηµοκρατίας, από τα νοµικά πρόσωπα και τους οργανισµούς δηµοσίου δικαίου, από τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και από τους ιδιώτες, και να ζητούν την προσαγωγή εγγράφων, δηµόσιων ή ιδιωτικών, που κατά την κρίση τους δύνανται να υποβοηθήσουν στην εκτέλεση του έργου τους, στο υπό εξέταση από τις κοινοβουλευτικές επιτροπές θέµα. Προβλέπεται επίσης ότι, ανεξάρτητοι αξιωµατούχοι, δηµόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες, εµφανιζόµενοι ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής κατά τον ορισµένο τόπο και χρόνο, οφείλουν να καταθέτουν τα αληθή και να µην αρνούνται ή αποκρύπτουν οτιδήποτε τελεί σε γνώση τους, υπό τον έλεγχο ή την κατοχή τους και να προσαγάγουν οποιαδήποτε δηµόσια ή ιδιωτικά έγγραφα τα οποία µπορούν, κατά την κρίση της κοινοβουλευτικής επιτροπής, να υποβοηθήσουν στην εκτέλεση του έργου της, στο υπό εξέταση από αυτή θέμα.