*Του Παναγιώτη Αγησιλάου
Ο ανταγωνισμός αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ελεύθερης οικονομίας, με καθοριστικές επιδράσεις στη λειτουργία των αγορών και την καθημερινότητα των πολιτών. Ωστόσο, παρά τη σημασία του, η κατανόησή του από τους πολίτες δεν είναι πάντοτε δεδομένη, καθώς συχνά συνοδεύεται από εσφαλμένες αντιλήψεις και ελλιπείς γνώσεις.
Πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης που διενεργήθηκε από την εταιρεία ερευνών Noverna Analytics & Research για λογαριασμό της Trojan Economics επιχειρεί να αποτυπώσει τις αντιλήψεις και τις γνώσεις των πολιτών γύρω από τον ανταγωνισμό.
Σε επίπεδο αντιλήψεων, η πλειοψηφία των πολιτών δηλώνει ότι κατανοεί πλήρως τι σημαίνει «ανταγωνισμός στην αγορά» και «μονοπώλιο/ολιγοπώλιο». Ωστόσο, η έννοια του «καρτέλ» φαίνεται να παραμένει πιο δυσνόητη, αφού περίπου δύο στους πέντε πολίτες δηλώνουν περιορισμένη ή καθόλου κατανόηση του όρου. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρατηρούνται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις αντιλήψεις των πιο πάνω εννοιών μεταξύ δημογραφικών ομάδων. Συγκεκριμένα, υψηλότερα επίπεδα κατανόησης παρατηρούνται στους άνδρες, σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και με ανώτερη εκπαίδευση, ενώ χαμηλότερα επίπεδα καταγράφονται στις γυναίκες, στους νεότερους και σε άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο.
Όσον αφορά τη συνολική επάρκεια του ανταγωνισμού στην Κύπρο, οι πολίτες εμφανίζονται διχασμένοι. Περίπου το 41% θεωρεί ότι υπάρχει επαρκής ανταγωνισμός, ενώ σχεδόν το 30% εκτιμά ότι αυτό ισχύει μόνο σε συγκεκριμένους κλάδους. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι μόλις τρεις στους δέκα θεωρούν πως ο ανταγωνισμός επηρεάζει θετικά την καθημερινότητά τους, ενώ σχεδόν τέσσερις στους δέκα δηλώνει ότι επηρεάζεται αρνητικά.
Όσον αφορά ειδικότερα τις θετικές επιδράσεις του ανταγωνισμού, οι πολίτες θεωρούν ότι αυτές συνδέονται κυρίως με την ύπαρξη περισσότερων επιλογών, την ενθάρρυνση της καινοτομίας και τη βελτίωση της ποιότητας, ενώ η σύνδεση του ανταγωνισμού με καλύτερες τιμές για τον καταναλωτή παραμένει ισχνή.
Περαιτέρω, η έρευνα καταδεικνύει ότι οι πολίτες θεωρούν ότι υπάρχουν υψηλότερα επίπεδα ανταγωνισμού σε τομείς όπως η εστίαση και οι υπεραγορές, ενώ αντίθετα θεωρούν ότι στις τράπεζες και στην ηλεκτρική ενέργεια η ανταγωνιστική ένταση είναι περιορισμένη.
Σε επίπεδο πραγματικής γνώσης, η εικόνα διαφοροποιείται αισθητά. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (άνω του 70%) απαντά σωστά ότι μια αγορά με πολλές μικρές επιχειρήσεις είναι κατά κανόνα πιο ανταγωνιστική από μια αγορά που κυριαρχείται από μία μεγάλη επιχείρηση. Εξίσου ισχυρή είναι η ορθή αναγνώριση στοιχείων υγιούς ανταγωνισμού, όπως η εύκολη είσοδος νέων επιχειρήσεων στην αγορά, η δυνατότητα αλλαγής προμηθευτή και η ύπαρξη πολλών ανεξάρτητων επιχειρήσεων.
Ωστόσο, εντοπίζεται ένα σημαντικό έλλειμμα γνώσης, καθώς αρκετοί πολίτες θεωρούν εσφαλμένα ότι ο κρατικός έλεγχος των τιμών ή οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων για τη διατήρηση σταθερών τιμών αποτελούν δείγματα υγιούς ανταγωνισμού. Αντίστοιχα, ενώ οι περισσότεροι αναγνωρίζουν σωστά ότι δεν είναι νόμιμο για μια μεγάλη επιχείρηση να καταχράται τη δύναμή της (77%) ή για τις επιχειρήσεις να συνεννοούνται σχετικά με τις τιμές (63%), παρατηρείται χαμηλότερο επίπεδο γνώσης σε ό,τι αφορά τα καρτέλ. Ένα σημαντικό μέρος των ερωτηθέντων (περίπου ένας στους τρεις) θεωρεί ότι τα καρτέλ δημιουργούνται μόνο στο εξωτερικό και μόνο από μεγάλες επιχειρήσεις, γεγονός που υποδηλώνει ανεπαρκή κατανόηση της συγκεκριμένης έννοιας.
Η διάσταση που παρατηρείται μεταξύ των δηλωμένων αντιλήψεων και της πραγματικής γνώσης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Παρότι οι πολίτες θεωρούν ότι κατανοούν τους βασικούς όρους και τον τρόπο λειτουργίας του ανταγωνισμού, η έρευνα αναδεικνύει κενά και παρερμηνείες σε θεμελιώδεις έννοιες. Το γεγονός αυτό έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες, καθώς η ελλιπής κατανόηση του ανταγωνισμού οδηγεί σε εσφαλμένες προσδοκίες για τη λειτουργία της αγοράς και τον ρόλο του κράτους, ενώ περιορίζει την ικανότητα των πολιτών να εντοπίζουν πρακτικές με πιθανές αρνητικές επιδράσεις στα συμφέροντά τους.
Συμπερασματικά, η εμπειρική έρευνα τεκμηριώνει την ανάγκη ενίσχυσης της οικονομικής παιδείας και της ενημέρωσης του κοινού γύρω από βασικές αρχές του ανταγωνισμού, με στόχο την απόκτηση ολοκληρωμένων γνώσεων και την υπέρβαση εσφαλμένων αντιλήψεων. Μια τέτοια στρατηγική μπορεί να καλλιεργήσει μια πιο ώριμη κουλτούρα κατανάλωσης και να ενισχύσει τη δυνατότητα των πολιτών να λειτουργούν ως ενεργοί συμμετέχοντες στην αγορά, συμβάλλοντας στην ενεργοποίηση της πλευράς της ζήτησης στη διαμόρφωση και εδραίωση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού.
*Διευθυντή Trojan Economics, ιδρυτή Cyprus Forum on Competition Policy