Σήμερα θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα άρθρο του Αυστραλοκύπριου φίλου μας Constantinos Emmanuelle, ο οποίος διατηρεί ένα πρόγραμμα με την ονομασία «Tales of Cyprus» και μια ιστοσελίδα www.talesofcyprus.com.
Πρόκειται για Αυστραλοκύπριο καθηγητή, το τελευταίο άρθρο του οποίου -που έχει μοιραστεί μαζί μας στα κοινωνικά δίκτυα- αφορούσε το πώς ήταν η ζωή σχετικά με «τον νόμο και την τάξη» στην Κύπρο πριν από περίπου 80 χρόνια… Υπό τον τίτλο «Νόμος και τάξη και δικαιοσύνη του χωριού στην Κύπρο», ο Constantinos Emmanuelle συνοπτικά μας λέει τα ακόλουθα:
«[…] Από τότε που άρχισα την έρευνά μου για το 'Tales of Cyprus', πριν από μερικά χρόνια, έχουν έρθει στην επιφάνεια κάποιες μυστηριώδεις δολοφονίες. Δυστυχώς, όταν προσπαθώ να διερευνήσω τα γεγονότα, έρχομαι αντιμέτωπος με φήμες, εικασίες και διαδόσεις. Δυστυχώς, πολλά από αυτά τα 'οικογενειακά' εγκλήματα που συνέβηκαν πριν από ογδόντα περίπου χρόνια είναι αδύνατον να ερευνηθούν ή να επιβεβαιωθούν. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιες 'παγωμένες υποθέσεις' στην Κύπρο.
Λένε ότι οι δύσκολοι καιροί κάνουν τους απελπισμένους ανθρώπους να κάνουν απελπισμένα πράγματα. Αυτό σίγουρα ίσχυε στην Κύπρο πριν από πολλά χρόνια. Η φτώχεια ήταν τόσο έντονη που στην πραγματικότητα ένας πατέρας δεν είχε επιλογή παρά να κλέψει ένα αρνί ή ένα σάκο σιτάρι ή ίσως να κάνει επιδρομή σε ένα δέντρο με φρούτα στον κήπο κάποιου άλλου έτσι ώστε να ταΐσει την οικογένειά του. Οι νόμοι ήταν στην καλύτερη περίπτωση δυσανάλογοι και δεν έδειχναν κανένα οίκτο σε σχέση με την οικονομική ύφεση που υπήρχε εκείνη την εποχή, και συχνά ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν. Ο πεινασμένος πληθυσμός πολλές φορές δεν είχε επιλογή παρά να αντισταθεί και να αγνοήσει τους νόμους που του επιβάλλονταν.
Όταν η τουρκική διοίκηση της Κύπρου έληξε το 1878, οι Βρετανοί βρήκαν το νησί σε μια άθλια και υπανάπτυκτη κατάσταση. Το άδικο οθωμανικό σύστημα φορολογίας, ιδιαίτερα αυτό της 'δεκάτης' ('tithe') (η υποχρέωση να δώσεις στην κυβέρνηση το ένα δέκατο από όσα καλλιεργούσες ή σου ανήκε), βασάνιζε πολλούς Κύπριους, ιδιαίτερα αυτούς που ζούσαν στις αγροτικές κοινότητες.
Επιπλέον, η αδίστακτη εκμετάλλευση των αγροτών από τους τοκογλύφους δανειστές (με τα υπέρογκα ποσοστά τόκων) σήμαινε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν τα χρέη τους και κατά συνέπεια τους έστελναν στη φυλακή. Με εξαίρεση περιπτώσεις στις οποίες βρισκόταν ένας συγγενής ή φίλος που ήταν πρόθυμος να ξοφλήσει το χρέος (με τους συσσωρευμένους τόκους), ο κατηγορούμενος αναμενόταν να μαραζώνει για χρόνια πίσω από τα σίδερα. Κάποτε, η μόνη διέξοδος από τη φυλακή για αυτές τις άθλιες ψυχές ήταν να αφήσουν το Στέμμα να πουλήσει την περιουσία τους για να πληρώσουν τα χρέη τους. Όταν συνέβαινε αυτό, ο απελευθερωμένος αγρότης ανακάλυπτε ότι ολόκληρος ο τρόπος ζωής του έπαυε να υπάρχει και αναγκαζόταν είτε να μάθει ένα νέο επάγγελμα είτε να υιοθετήσει μια ζωή ως βοσκός ή -χειρότερα- ζητιάνος.
Φωτογραφία από τα χρόνια της Αγγλοκρατίας, ιστοσελίδα της κυπριακής Αστυνομίας.
Φωτογραφία από την περίοδο της Αγγλοκρατίας, ιστοσελίδα της κυπριακής Αστυνομίας.
Στο βιβλίο του 'Λεονάρισσο και Βασίλι: ένα ταξίδι στο παρελθόν', ο Αντώνης Φελλά ισχυρίζεται ότι πολλοί αγρότες ένιωσαν ντροπή και ταπείνωση μετά την αναγκαστική πώληση της γης τους. Ο μουχτάρης του χωριού μπορεί να αναρτούσε μια γραπτή ειδοποίηση στην πόρτα του καφενείου της κοινότητας που να έλεγε ότι το χωράφι του 'τάδε' τέθηκε σε δημοπρασία για να ξοφληθούν τα χρέη του. Ο Φελλά ανακάλυψε ότι πολλοί τοκογλύφοι κυνηγούσαν τους φτωχούς αγρότες στα δικαστήρια για να τους αναγκάσουν να υποθηκεύσουν τα σπίτια τους ή τα χωράφια τους έτσι ώστε να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Αυτή ήταν μια εποχή που οι πλούσιοι και ισχυροί έκαναν ό,τι ήθελαν σε βάρος των φτωχών και αδυνάτων.
Ο πρωτοπόρος ταξιδιωτικός συγγραφέας Olive Murray Chapman παρατήρησε ότι επειδή οι Κύπριοι προτιμούσαν να επενδύουν όλα τα λεφτά τους σε γη δεν είχαν τα οικονομικά μέσα για να οργώσουν ή να σπείρουν τη γη τους. Ως εκ τούτου, ήταν αναγκασμένοι να δανείζονται λεφτά με τεράστιο τόκο (κάποτε πέραν του 12%).
Τα εξωπραγματικά υψηλά επίπεδα φορολογίας και χρέους που επιβάλλονταν σε μια κυρίως αδαή αγροτική κοινότητα ανάγκασαν πολλούς Κύπριους να καταφύγουν σε μια ζωή μικροεγκλημάτων. Οι αστάθμητοι παράγοντες της μητέρας φύσης, που επέφεραν καταστροφικές επιπτώσεις στις περιουσίες τους με συχνές ξηρασίες, επιδημίες και πυρκαγιές, επιβάρυναν τη δυσχερή οικονομική τους θέση.
O Samuel White Baker στο βιβλίο του 'Η Κύπρος όπως την είδα το 1879' περιγράφει τους κοινούς ντόπιους ως ευγενικούς, ήπιους και στοργικούς, αλλά εθισμένους στις μικροκλοπές. Επιβεβαιώνει ότι οι κλοπές προβάτων ήταν η πιο κοινή παράβαση και ότι οι κλέφτες σπάνια συλλαμβάνονταν, αφού συνήθως έκλεβαν μερικά ζώα όταν ένα μεγάλο κοπάδι ίσως να έφευγε από τον βοσκό του σε μια απομακρυσμένη και ακατοίκητη περιοχή στα βουνά.
Στις πρώτες μερικές δεκαετίες της Αγγλοκρατίας θεσπίστηκε μια μεγάλη σειρά από νόμους, στο πλαίσιο της προσπάθειας να ανακοπεί και να μειωθεί η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Πολλοί Κύπριοι, όμως, επέλεξαν να αγνοήσουν τον νόμο σε μια απελπισμένη πράξη ανυπακοής. Ένα παράδειγμα αυτού ήταν ο νόμος για τα δάση που θεσπίστηκε το 1913. Πολλοί αιγοπροβατοτρόφοι και κάτοικοι των ορεινών χωριών αντεπιτέθηκαν στον νόμο αυτό βάζοντας σκόπιμα φωτιά στα δάση. Αυτοί οι εμπρησμοί σύντομα έγιναν συχνοί στην Κύπρο.
Οι περισσότερες περιπτώσεις που ήχθησαν ενώπιον των δικαστηρίων αφορούσαν ασήμαντα θέματα, όπως επιθέσεις ή μη πληρωμή χρεών. Όμως κάθε τόσο υπήρχε μια περίπτωση μαχαιρώματος, που ήταν συνήθως το αποτέλεσμα μιας διαμάχης μεθυσμένων και όχι μια πραγματική απόπειρα δολοφονίας. Το σύστημα των φυλακών σύντομα έγινε ανεπαρκές, με υπερπληθυσμό, γεγονός που εθεωρείτο από πολλούς ιδιαίτερα ανησυχητικό.
Στο βιβλίο του ‘Σε ένα Μαγεμένο Νησί (1889)’ ο συγγραφέας William H. Mallock είναι συγκλονισμένος μετά την επίσκεψή του μαζί με τον οικοδεσπότη του, συνταγματάρχη Falkland, σε μια από τις φυλακές στη Λευκωσία. Στην περιγραφή του αναφέρει πως, παρ’ όλη την ευχάριστη αρχιτεκτονική εξωτερική όψη, το εσωτερικό αυτής της φυλακής περιείχε σκήτες που οδηγούσαν σε σκοτεινά και καταθλιπτικά κελιά φυλακής. Σε ένα τμήμα, ομάδες αντρών και αγοριών στέκονταν ή κάθονταν ασχολούμενοι με διάφορα επαγγέλματα, όπως κατασκευή παπουτσιών, κατασκευή σχοινιού και ράψιμο παντελονιών. Φαίνεται ότι όλοι μοιράζονταν την ίδια παράβαση, την κλοπή προβάτων.
Σε ένα άλλο τμήμα της φυλακής το σκηνικό γίνεται ακόμα πιο οδυνηρό για τον Mallock. Περιορισμένοι μαζί σε σκοτεινά μουχλιασμένα κελιά που μύριζαν ήταν μεγάλες ομάδες αντρών και αγοριών που κατηγορούνταν για φόνο. Ο τεράστιος αριθμός αυτών των φτωχών χειραφετημένων ανθρώπων εκπλήσσει τον Mallock. ‘Πώς μπορεί ένα νησί με μόλις 160.000 κατοίκους να έχει τόσους πολλούς δολοφόνους;’ ρωτά τον συνταγματάρχη Falkland. Του λέει ότι στην Κύπρο υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός εγκλημάτων σε αναλογία πληθυσμού παρά σε οποιαδήποτε άλλη γνωστή χώρα στον κόσμο. Πολλές από τις δολοφονίες που διαπράχθηκαν είναι αποτέλεσμα μιας διαμάχης ή μιας φιλονικίας μισομεθυσμένων σε ένα γάμο. ‘Το κρασί ρέει ελεύθερα, προκύπτει μια διαμάχη από το γέλιο και ξαφνικά, απρόσμενα, αστράφτει ένα μαχαίρι και γίνεται κόκκινο σε δευτερόλεπτα». Οι διαμάχες που καταλήγουν σε δολοφονία μπορεί επίσης να συνδέονται με κλοπές προβάτων ή μια διαφωνία για τα όρια της γης και τα δικαιώματα νερού.
Ο Mallock επίσης ανακαλύπτει ότι η τιμή της οικογένειας μπορεί επίσης να είναι η αιτία πίσω από μια δολοφονία και λέει πως ο πατέρας σκότωσε τον γιο του τη μέρα που αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή επειδή ατίμασε την οικογένεια.
Πολλές γυναίκες έχουν επίσης σταλεί στη φυλακή, κυρίως για κλοπή, αλλά λίγες για συνωμοσία στη δολοφονία ενός αντιπάλου που εμπόδιζε τη σχέση τους με έναν πιθανό θαυμαστή ή ίσως μια επικείμενη κληρονομιά. Ο Mallock παρατήρησε ότι κάποιες γυναίκες γέννησαν στη φυλακή, γεγονός που αμφισβητεί τον λόγο της φυλάκισής τους. Ήταν ένοχες λόγω απιστίας ή είχαν σεξουαλική επαφή πριν από τον γάμο; Ίσως υπήρξαν θύματα βιασμού και ως αποτέλεσμα έμειναν έγκυες, κάτι που θα εθεωρείτο και έγκλημα και αμαρτία. Σε κάθε περίπτωση τα καημένα αθώα βρέφη ήταν αναγκασμένα να ζουν στην ίδια αθλιότητα και βρομιά με τους ενήλικες που βρίσκονταν γύρω τους.
Όσο για τους ‘τρελούς’ στη φυλακή, ο Mallock τους περιγράφει ως αρκετά ηλικιωμένους και ότι ζουν μόνοι τους σε ερειπωμένα κελιά. ‘Πρέπει να τους συγχαίρουμε για την παρούσα τους κατάσταση’, λέει. ‘Διότι η τρέλα τούς δίδαξε να χαμογελούν, όταν η λογική δεν μπορούσε».
Στις αγροτικές περιοχές, η Αστυνομία ή οι ζαπτιέδες είναι γενικά πολύ μακριά από τη σκηνή ενός εγκλήματος για να προσφέρουν οποιαδήποτε υπηρεσία. Ήταν επίσης πολύ λίγοι σε αριθμό για τη σωστή εποπτεία του νησιού. Υπήρχε σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμός μια αίσθηση απογοήτευσης από τους κατοίκους, ιδιαίτερα στις αγροτικές κοινότητες, καθώς ένιωθαν ότι ούτε προστατεύονταν ούτε τους σεβόντουσαν.
Στην περιοχή της Καρπασίας πολλοί εγκληματίες ήταν ατιμώρητοι απλώς διότι το δικαστήριο που βρισκόταν στην Αμμόχωστο ήταν πολύ μακριά για να ταξιδέψουν πολλά από τα θύματα. Ένα άρθρο εφημερίδας αναφέρει πως πέντε ένοπλοι άντρες διέρρηξαν ένα σπίτι στη Γιαλούσα, έδεσαν το ζευγάρι που ζούσε εκεί και απήγαγαν τη δωδεκάχρονή τους κόρη. Ο Οθωμανός ζαπτιές κλήθηκε την επόμενη μέρα και όχι μόνο έφτασε αργά, αλλά επίσης ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει την τοπική γλώσσα. Αυτού του είδους οι καθυστερήσεις και εμπόδια επέτρεπαν σε πολλούς παραβάτες να διαφεύγουν τη σύλληψη και κυριολεκτικά να ξεφεύγουν έπειτα από τα εγκλήματά τους.
Η δωροδοκία ήταν επίσης σύνηθες φαινόμενο στην Κύπρο στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και αρχές του εικοστού, ιδιαίτερα μεταξύ των λειτουργών των δικαστηρίων και των κατηγορουμένων. Ο Scott-Stevenson ανακάλυψε ότι ο Ε., ένας άντρας που ήταν ο διερμηνέας του επιτρόπου στο δικαστήριο της Κερύνειας, συχνά απειλούσε κάποιον κατηγορούμενο ότι θα έχανε στην υπόθεσή του, εκτός και αν τον πλήρωνε με κάποιο χρηματικό ποσό.
Σύμφωνα με τον Scott-Stevenson, το χωριό Καζάφανι στην επαρχία Κερύνειας είχε τη φήμη ότι είχε τους μεγαλύτερους κλέφτες. Ακόμα και ο ηλικιωμένος παχύς μουχτάρης Μ… Effendi έβγαλε πολλά λεφτά προστατεύοντας τους κλέφτες. Προφανώς, όποτε επιβαλλόταν πρόστιμο σε κάποιον επειδή έκλεψε καλαμπόκι ή άφησε τον γάιδαρό του να μπει παράνομα στο χωράφι ενός γείτονα, ο μουχτάρης κατάφερνε με κάποιο τρόπο να επωφελείται.
Όταν διαβάζω ιστορίες για ‘τον νόμο και την τάξη’ στην Κύπρο πριν από ογδόντα ή εκατό χρόνια, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν οι σύγχρονοι Κύπριοι (ιδιαίτερα οι αρχές) έχουν πράγματι εξελιχθεί καθόλου. Οι ‘συμπεριφορές που ανέπτυξαν’ σχετικά με τον νόμο μπορεί να έχουν διαμορφωθεί και επηρεαστεί από το παρελθόν. ‘Ζω με την ελπίδα’ ότι μια μέρα οι εφημερίδες στην Κύπρο θα κάνουν αναφέρουν όλο και λιγότερες ιστορίες εγκλήματος, διαφθοράς και απληστίας.
Τουλάχιστον οι κλοπές προβάτων έχουν σταματήσει…»
(Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες κείμενο του άρθρου του στο www.talesofcyprus.com)
Αστυνομικές ειδήσεις, 3 Μαΐου 1890.
Φωτογραφία από την περίοδο της Αγγλοκρατίας, ιστοσελίδα της κυπριακής Αστυνομίας.