Είχα γνωρίσει τον Χριστάκη Χατζηπροδρόμου πριν από 11 χρόνια, στις 4 Απριλίου 2011, στο σπίτι του στον Στρόβολο - με πήρε εκεί για συνέντευξη η αγαπημένη μου φίλη Μαρία Γεωργιάδου από την Κυθρέα. Ο Χριστάκης Χατζηπροδρόμου ήταν από το Βαρώσι και οι γονείς του ήταν «αγνοούμενοι» από το Βαρώσι από το 1974. Ήταν σπουδαίος συλλέκτης αρχαιοτήτων/αντικών, γνώριζε και ήταν φίλος με πολλούς Τουρκοκύπριους. Πριν από το 1974 επισκεπτόταν τουρκοκυπριακά χωριά για να βρει αντίκες. Μέχρι το 1973 μπορούσες να είσαι ιδιώτης συλλέκτης αρχαιοτήτων/αντικών με την άδεια της κυβέρνησης. Όπως μου είπε, είχε λοιπόν μια τεράστια συλλογή από αρχαιότητες/αντίκες (συνολικά 1.900 κομμάτια) που αποτέλεσε τη βάση του σημερινού Μουσείου του Αποστόλου Βαρνάβα. Έκανε μήνυση στις τουρκικές αρχές για τις αρχαιότητες/αντίκες του που εκτίθενται στο Μουσείο του Αποστόλου Βαρνάβα και όταν τον συνάντησα στο διαμέρισμά του για τη συνέντευξη, η υπόθεση εκδικαζόταν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μερικές από αυτές τις αρχαιότητες/αντίκες ήταν 9 χιλιάδων ετών και εφόσον το σπίτι του ήταν το πρώτο που άνοιξε στη λεωφόρο Ελευθερίας, το τουρκοκυπριακό τμήμα αρχαιοτήτων κωδικοποίησε όλες αυτές τις αρχαιότητες/αντίκες ως «1975/1». Μερικές από αυτές είχαν κλαπεί. Μερικά από αυτά που κλάπηκαν, τα αγόρασαν κάποιοι πλούσιοι Τουρκοκύπριοι και τα εξέθεταν στα σπίτια τους και κάποια από αυτά μεταφέρθηκαν λαθραία από το νησί και πωλήθηκαν στην Ελβετία, τις ΗΠΑ και την Αγγλία και ο κ. Χριστάκης προσπαθούσε να τα εντοπίσει.
[caption id="attachment_752473" align="alignnone" width="513"]

Η οικογένειά του
Η οικογένεια του Χριστάκη ήταν οι ιδιοκτήτες του Omega Hotel Apartment στο Βαρώσι και ήταν τόσο ξακουστό που το 1974 είχαν αρχίσει να χτίζουν και ένα δεύτερο ξενοδοχείο. «Δουλεύαμε με πληρότητα 120%» μου είπε και οι περισσότεροι πελάτες τους ήταν από τη Σουηδία, την Αγγλία και τη Γερμανία. Γεννήθηκε στο Βαρώσι στις 21 Ιανουαρίου 1929, ήταν 82 ετών όταν του πήρα συνέντευξη. Αυτό που δεν ήξερα τότε και μέχρι τώρα ήταν ότι έφυγε από τη ζωή το 2013. Δύο χρόνια μετά τη συνέντευξη τον χάσαμε. «Η μητέρα μου, από μια παλιά οικογένεια της Αμμοχώστου, η Μαρία. Ο πατέρας μου Παναγιώτης από τα Λιμνιά, δίπλα από τον Άγιο Σέργιο. Αλλά είχε φύγει από το χωριό και είχε πάει στην Αμμόχωστο». Η μητέρα του πατέρα του είχε πεθάνει όταν ήταν παιδί και ο παππούς του ξαναπαντρεύτηκε και ως μικρό παιδί ο πατέρας του ήταν πολύ δυστυχισμένος. Έτσι σε νεαρή ηλικία έφυγε και πήγε στην Αμερική. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1926, παντρεύτηκε με την κυρία Μαρία από την Αμμόχωστο και μετά γεννήθηκε ο μικρός Χριστάκης το 1929. Ήταν μοναχοπαίδι. Ο Χριστάκης σπούδασε νομικά στην Αμερική και στο Λονδίνο και επέστρεψε στην Κύπρο το 1955. Όταν επέστρεψε στο Βαρώσι, η πόλη ήταν περισσότερο αγροτική και μόνο μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας άρχισε μια γρήγορη ανάπτυξη, αλλά η μεγαλύτερη ανάπτυξη ήταν μετά το 1968. «Το Βαρώσι δεν αφορούσε μόνο τον τουρισμό, υπήρχε το λιμάνι της Αμμοχώστου - το 70% όλων των εισαγωγών και εξαγωγών γίνονταν μέσω του λιμανιού. Αλλά η εσωτερική ανάπτυξη βασίστηκε στον τουρισμό», μου εξήγησε.
[caption id="attachment_752474" align="alignnone" width="464"]

Το 1956 ο κ. Χριστάκης παντρεύτηκε με την Άρτεμις Σαβοπούλου και απέκτησαν ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Και αυτή ήταν από το Βαρώσι. «Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, μια πραγματική κυρία. Ήταν ψηλή και όμορφη. Μαγείρευε περισσότερο κυπριακά φαγητά και τα τρώγαμε με ευχαρίστηση. Είχε μάθει να μαγειρεύει από τη μητέρα μου τη Μαρία που ήταν υπέροχη μαγείρισσα. Πέθανε από καρκίνο το 1983». Το 1958 του προτάθηκε να γίνει δικαστής στην περιοχή της Μόρφου και της Λεύκας και αποδέχτηκε. Μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε αρχίσει να αναλαμβάνει δικαστικές υποθέσεις στη Λεύκα μαζί με τον Ulfet Emin, έναν πολύ γνωστό Τουρκοκύπριο δικαστή. Ήταν μεικτό δικαστήριο. Ήξερε επίσης τον Zeka Bey. Παραιτήθηκε το 1961, θεωρώντας ότι η Μόρφου ήταν πολύ μακριά και άρχισε ξανά να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου.
Οι εντάσεις
Παρά τις εντάσεις το 1963-64, διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους. Θυμήθηκε ότι κάποιοι Τουρκοκύπριοι στο Βαρώσι «εξαφανίστηκαν» από τους χώρους εργασίας τους. Ένας από αυτούς ήταν ο Ertoghrul Veli που τον είχαν πάρει από τη δουλειά του στην Barclays Bank και έγινε «αγνοούμενος». «Γνώριζα τον Ertoghrul Veli, ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Μετά την 11η Μαΐου 1964, υπήρξαν πολύ ατυχή και θλιβερά γεγονότα, αλλά εγώ προσωπικά, ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα με τους Τουρκοκύπριους, ποτέ. Ακόμη και μετά το 1964, επισκεπτόμουν πολλά τουρκοκυπριακά χωριά χωρίς να έχω κανένα πρόβλημα. Είχα και έναν καλό φίλο με τον οποίο πηγαίναμε στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου, χωρίς κανένα πρόβλημα. Μετά το 1968, το Βαρώσι βρίσκονταν σε μια πορεία ταχείας ανάπτυξης. Το 1969 είχα ξεκινήσει την οικοδόμηση του Omega Hotel Apartments στην παραλία. Στο ισόγειο υπήρχαν καφετέρια και καταστήματα και πάνω υπήρχαν εννέα όροφοι με δωμάτια. Κανένας δεν είχε βοήθεια από το κράτος, ο καθένας έκανε τις δικές του επενδύσεις. Το 1972, ήταν τόσο επιτυχημένο και υπήρχε τόσο μεγάλη ζήτηση, ήταν στο 120% η ζήτηση! Είχαμε λοιπόν ξεκινήσει την κατασκευή ενός δεύτερου ξενοδοχείου στην ίδια περιοχή που θα αποτελούνταν από 20 δωμάτια. Θα τελείωνε στα τέλη του 1974. Είχαμε ακόμα υπογράψει και συμβόλαια για τα διαμερίσματα για την 1η Μαρτίου 1975!».
Στις 7 Ιουλίου 1974 ο κ. Χριστάκης πήγε διακοπές με τη γυναίκα και τα παιδιά του. «Ακόμα κι αν υπήρχε ένταση, δεν το είχα προσέξει και επιπλέον δεν υπήρχαν Τουρκοκύπριοι στο Βαρώσι οπότε γιατί να υπάρχει κίνδυνος; Υπήρχε ένταση έξω, σε μέρη όπως ο Άγιος Σέργιος, αλλά όχι μέσα στο Βαρώσι. Οι άνθρωποι στο Βαρώσι ήταν πιο προοδευτικοί στις επιχειρήσεις και στη ζωή. Ήταν περισσότερο συνδεδεμένοι με την επιχείρησή τους και την οικογενειακή τους ζωή. Δεν σκέφτονταν όπως αυτοί της ΕΟΚΑ Β». Οι διακοπές του ήταν μεγάλες σε διάρκεια και λόγω του πολέμου δεν μπόρεσε να επιστρέψει για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ο πόλεμος
«Από όσο καταλαβαίνω αν και έφυγαν όλοι, οι γονείς μου έμειναν στο Βαρώσι. Έμεναν στο Omega Hotel Apartments. Στις 16 ή 17 Αυγούστου 1974 βγήκαν έξω από το ξενοδοχείο και συνάντησαν τέσσερις Ελληνοκύπριους στρατιώτες πάνω σε δύο μοτοσυκλέτες. «Τι κάνετε εδώ; Όλη η πόλη έχει αδειάσει. Οι Τούρκοι μπαίνουν στο Βαρώσι». Έτσι ο πατέρας και η μητέρα μου αποφάσισαν να φύγουν χωρίς να πάρουν τίποτα. Οι δύο Ελληνοκύπριοι στρατιώτες τους συνόδευσαν και πήραν το αυτοκίνητο της γυναίκας μου, ένα γαλαζωπό-γκρίζο Morris και προσπάθησαν να φύγουν. Μετά συνάντησαν τανκς. «Αυτά πρέπει να είναι τα τανκς μας» είπε ένας από τους στρατιώτες στο αυτοκίνητο και τους οδήγησαν προς τα τανκς όπου τους συνέλαβαν και τους σκότωσαν εν ψυχρώ στην Κάτω Δερύνεια. Δεν κατάφερα να επιστρέψω παρά μόνο το φθινόπωρο του 1975. Μείναμε στο Λονδίνο για περισσότερο από έναν χρόνο. Όμως είχα ακούσει ότι τους σκότωσαν 15 μέρες μετά. Ο Ελληνοκύπριος δημοσιογράφος Δημήτρης Ανδρέου είχε πάει και κινηματογράφησε έναν ομαδικό τάφο και ενώ κινηματογραφούσε κάποιοι στρατιώτες τους κυνήγησαν και μετά περίφραξαν την περιοχή έτσι ώστε να μην μπει κανένας στην περιοχή του ομαδικού τάφου. Ένας μάρτυρας είχε δει ότι είχαν θαφτεί εκεί ο πατέρας και η μητέρα μου με τους δύο Ελληνοκύπριους στρατιώτες. Και ένα φορτηγό είχε μεταφέρει περισσότερα πτώματα, έτσι σε αυτόν τον ομαδικό τάφο πρέπει να υπήρχαν κι άλλοι».
[caption id="attachment_752475" align="alignnone" width="480"]

Πέθανε καθώς τους περίμενε
Τα οστά της μητέρας και του πατέρα του, μαζί με τους δύο Ελληνοκύπριους στρατιώτες βρέθηκαν, δεν βρέθηκαν όμως άλλων, όπως μας είπε. Ο Χριστάκης είχε ήδη πεθάνει όταν γίνονταν οι εκσκαφές της Κυπριακής Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων στη Δερύνεια και η κηδεία του πατέρα του και της μητέρας του. Η μητέρα και ο πατέρας του τάφηκαν στις 29 Ιανουαρίου 2022 στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης δίπλα στον γιο τους, αλλά δεν πρόλαβε να δει ότι τα οστά τους που είχαν βρεθεί. Πέθανε καθώς τους περίμενε. Ας αναπαυθούν όλοι εν ειρήνη.
Χαίρομαι που κατάφερα να του πάρω συνέντευξη για να διατηρήσουμε τη μνήμη του. Θέλω να ολοκληρώσω το άρθρο αυτό με τα λόγια του για το πώς ένιωθε ως πρόσφυγας και για το Βαρώσι: «Όταν ήρθα από το Λονδίνο, δεν είχα τόπο για να επιστρέψω. Ζούσα στη Λευκωσία. Αλλά ήμασταν άνθρωποι της θάλασσας. Είχα μεγαλώσει δίπλα στη θάλασσα. Ο πατέρας μου ήταν ένας από τους πρώτους που είχαν κτίσει σπίτι δίπλα στη θάλασσα το 1935. Πάντοτε ζούσαμε δίπλα στη θάλασσα. Τώρα όμως έπρεπε να ζήσω στη Λευκωσία και να συνεχίσω τη νομική. Δεν έχασες μόνο το σπίτι σου ή την περιουσία σου. Έχασες τον φίλο σου, έχασες τον τρόπο ζωής σου, έχασες τις συνήθειές σου, χάνεις τα πάντα. Το πιο τραυματικό πράγμα στο να είσαι πρόσφυγας είναι αυτό - να είσαι πρόσφυγας στη χώρα σου. Ονειρεύομαι το Βαρώσι. Πρώτα από όλα ήταν ο τόπος που γεννήθηκα, που μεγάλωσα. Ό,τι αγάπησα ήταν εκεί. Λατρεύω τη θάλασσα και το Βαρώσι είναι μία από τις πιο υπέροχες παραλίες στον κόσμο. Μου λείπουν οι φίλοι μου, μου λείπουν τα μέρη που πήγαινα. Φυσικά όλα αυτά τα μικρά πράγματα είναι τα πράγματα που κάνουν τη ζωή να αξίζει. Δεν νομίζω ότι το Βαρώσι θα επιστραφεί όσο συνεχίζεται το κυπριακό πρόβλημα».
Sevgul Uludag
caramel cy@yahoo.com
Τηλ: 99966518