Του Ανδρέα Δ. Μαυρογιάννη
(Η Ρουθ Κεσισιάν, πρωθιέρεια του κυπριακού βιβλίου, έφυγε στις 6 Αυγούστου 2025)
Για τη Ρουθ το βιβλίο είναι ένα δέντρο που επιστρέφει:
Oπως ο κύκλος της ζωής και της ανθρώπινης πορείας, έτσι και η δική της παλινόστηση, στα μέσα της δεκαετίας του '90, ήταν για να αναλάβει τον Εκδοτικό Οίκο Mouflon και το ομώνυμο βιβλιοπωλείο. Το ίδρυσε το 1967 ο πατέρας της, Κεβόρκ Κεσισιάν, στην οδό Σοφούλη, μια κοιτίδα που έμελλε να καταστεί ο φάρος, η πυξίδα, το γραφείο κινήσεως, ο φιλόξενος χώρος και το ληξιαρχείο του βιβλίου και όλων των κυπρολογικών μελετών και εκδόσεων στον τόπο μας και πέρα από αυτόν. Για έξι σχεδόν δεκαετίες, ένα ατελεύτητο νόστιμον ήμαρ, στην ιστορία, στην παράδοση και στην πολιτιστική παραγωγή. Τι να πω δε για το εντυπωσιακό της αρχείο, ακριβή κληρονομιά, κατά το πλείστον, θησαυρός ανεξερεύνητος;
Όπως το ενδημικό αγρινό (mouflon) είναι συνυφασμένο με την Κύπρο και μόνιμο σύμβολο του τόπου από τον πάλαι ποτέ εθνικό μας αερομεταφορέα μέχρι τη νομισματοκοπία, έτσι το βιβλιοπωλείο και η Ρουθ Κεσισιάν είναι άρρηκτα συνυφασμένοι με την ταυτότητα και την ποικιλομορφία του πολιτισμού της Κύπρου. Ενσάρκωσαν και προσωποποίησαν ένα μοναδικό φιλοσοφικό, πολιτισμικό, γλωσσικό, εθνοτικό και ίσως και κάποιον οιονεί θρησκευτικό συγκρητισμό. Η ίδια πάντα σεμνή, ταπεινή, διακριτική και σπουδαία. Αστείρευτη πηγή γνώσης και έμπνευσης, κωδικοποιούσε την ώσμωση, τη φιλοδοξία και το όραμα για μια αρμονική συνύπαρξη που να δημιουργεί και να οικοδομεί, μέσα από έναν αυτονόητο βολονταρισμό και την υπευθυνότητα πλατωνικών φιλοσόφων-βασιλέων, έναν κόσμο πιο κοντά στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις της κοινωνίας και έναν πολιτισμό που θα είναι περισσότερο από το άθροισμα των επιμέρους συστατικών του. Ταγμένη εσαεί στην αποκρυπτογράφηση του απείρου, την αγάπη της για στους Κυπρίους δημιουργούς, την προσήλωσή της στις πανανθρώπινες αξίες, στην αρμενική και κυπριακή της ταυτότητα, τη βρετανική της παιδεία, στην περιπλάνησή της στην παγκόσμια λογοτεχνία και την τέχνη ευρύτερα, στην κοσμοπολίτικη και οικουμενική της προοπτική.
Η δική μου συναναστροφή με τη Ρουθ ήταν μια ισόβια εκκρεμότητα. Κάθε φορά που συζητούσαμε σκεφτόταν κάτι, μου έβρισκε συνήθως και κάτι που αναζητούσα μια προηγούμενη φορά και μιλούσαμε για κάτι που θα προσπαθούσε να μου εντοπίσει, πάντα κάτι έβρισκε, πάντα κάτι έλειπε, πάντα κάτι ψάχναμε και το περιμέναμε, ποτέ όμως δεν το ξεχνούσε και συνήθως ερχόταν η μαγική του ώρα. Τη γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του '80 στην πρώτη έδρα του βιβλιοπωλείου, το παλιό αρχοντικό στη Σοφούλη, επισκέπτρια τότε στον ναό όπου ιερουργούσε ο πατέρας της. Έζησα τις μεταμορφώσεις και τις μετακινήσεις, στο μαγαζί απέναντι πάλι στη Σοφούλη, στον πρώτο όροφο στο κτήριο της Μνασιάδου, δεν έτυχε όμως να τη δω τους τελευταίους μήνες στην υπό διαμόρφωση νέα έδρα, στις παρυφές της παλιάς μεγάλης βιβλιοθήκης της Φανερωμένης.
Είμαι βέβαιος όμως πως διακρίνω ακόμα εκείνο το γλυκό μειδίαμα που ζωγράφισε στο πρόσωπό της η βεβαιότητα πως η μόνιμη έγνοια της για την αέναη συνέχιση του δρόμου που χάραξε ο Κεβόρκ και υπηρέτησε η ίδια για τριάντα χρόνια είχε καταλαγιάσει με την όμορφη διαδοχή που μας έφερε τον Κρις στο πηδάλιο του εγκατασταθέντος πλέον, στον όμορφο μεγάλο και πολυεπίπεδο χώρο, ανάμεσα στη Φανερωμένη και στο οδόφραγμα, βιβλιοπωλείου. Για να συνεχίσει την αναζήτηση, ακολουθώντας τ' αχνάρια της. Για όλους εμάς που μας μύησε στα μυστήρια των σημείων της γνώσης, του ονείρου και της φαντασίας.