Του Ανδρέα Γρ. Ορφανίδη*
Στην πολιτική -και δη στην άσκηση της εξουσίας- ένα από τα πιο καίρια αλλά και υποτιμημένα ερωτήματα είναι ποιον επιλέγει να ακούει πραγματικά ένας ηγέτης. Εμπιστεύεται τη φωνή του πανεπιστημιακού που, με γνώση και τεκμηρίωση, του ασκεί δημόσια κριτική; Ή προτιμά τον καθησυχαστικό λόγο ενός προσώπου από τον στενό του οικογενειακό ή πολιτικό κύκλο, που τον επαινεί, τον επιβεβαιώνει και του προσφέρει ψυχολογική ασφάλεια; Η επιλογή αυτή, όσο καθημερινή και ανθρώπινη κι αν φαίνεται, έχει πολιτικούς, ηθικούς και κοινωνικούς αντίκτυπους, και πολύ συχνά, καθορίζει την πορεία μιας διακυβέρνησης.
Η εξουσία, όταν ασκείται χωρίς αληθινή αντίσταση ή έλεγχο, έχει την ικανότητα να αλλοιώνει την ανθρώπινη συμπεριφορά και να επηρεάζει αρνητικά τη συνείδηση και τις πράξεις εκείνου που την κατέχει. Η απουσία ουσιαστικής λογοδοσίας δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου ο ηγέτης δεν νιώθει την ανάγκη να ελέγχει τις αποφάσεις του ή να αναλογίζεται τις συνέπειες των πράξεών του. Αυτή η ανεξέλεγκτη εξουσία ενδέχεται να ενισχύσει φαινόμενα αλαζονείας, αυταρχισμού και απομάκρυνσης από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Ο ηγέτης, όπως κάθε άλλος άνθρωπος, έχει ψυχολογικές ανάγκες, μία από τις σημαντικότερες είναι η ανάγκη για επιβεβαίωση. Αυτή η επιθυμία, όταν δεν ικανοποιείται με υγιή τρόπο, μπορεί να γίνει αιτία να περιβάλλεται από άτομα που τον κολακεύουν, όχι επειδή πιστεύουν στις πράξεις ή τις ιδέες του, αλλά επειδή επιδιώκουν να αποκτήσουν προνόμια ή να παραμείνουν σε μια θέση εξουσίας κοντά του.
Η κριτική, ακόμη κι όταν είναι τεκμηριωμένη, καλόπιστη και εποικοδομητική, προκαλεί συχνά αμυντικά αντανακλαστικά. Δεν είναι ποτέ εύκολο να ακούσει κανείς λόγια που αμφισβητούν ή αναδεικνύουν αδυναμίες του, πολλώ δε μάλλον όταν αυτά εκφέρονται δημόσια και από άτομα με ισχυρό κοινωνικό ή επιστημονικό κύρος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ηγέτης μπορεί να αισθανθεί ότι απειλείται το γόητρό του ή ακόμη και η θέση του. Αντιδρά, λοιπόν, ενίοτε με αποστασιοποίηση, υποτίμηση ή και απόρριψη της κριτικής, αντί να την αξιοποιήσει δημιουργικά. Από την άλλη πλευρά, η κολακεία είναι ευχάριστη, εύπεπτη και δίνει άμεση συναισθηματική ανταμοιβή. Χαϊδεύει το «εγώ» του ηγέτη, του προσφέρει την ψευδαίσθηση ότι είναι αλάνθαστος και ανώτερος, ενώ παράλληλα διαμορφώνει γύρω του ένα προστατευτικό περιβάλλον όπου η αυταπάτη του μεγαλείου δεν αμφισβητείται. Αυτή η ψευδής ασφάλεια όμως είναι επικίνδυνη. Ο ηγέτης που περιβάλλεται αποκλειστικά από ανθρώπους που τον επαινούν και τον εξυμνούν, κινδυνεύει να αποκοπεί από την πραγματικότητα. Δεν λαμβάνει την αναγκαία πληροφόρηση για τις αληθινές ανάγκες και τα προβλήματα της κοινωνίας που καλείται να υπηρετήσει. Στην ουσία, ζει μέσα σε έναν «ηχόχωρο» όπου ακούει μόνο αυτό που θέλει να ακούσει. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις, στην πτώση της δημοτικότητάς του, στην αποδυνάμωση της δημοκρατικής λειτουργίας και, τελικά, στην απαξίωση του ίδιου του θεσμού που εκπροσωπεί.
Αυτός είναι ο λόγος που, ιστορικά, οι περισσότεροι ηγέτες τείνουν να περιβάλλονται από ένα προστατευτικό «τείχος» ανθρώπων που τους καθησυχάζουν και τους αποθεώνουν. Αυλικοί, κομματικοί φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες, όλοι συνήθως αναπαράγουν ένα ενιαίο αφήγημα, ότι ο ηγέτης έχει δίκιο, ο λαός είναι μαζί του, τα προβλήματα είναι συγκυριακά και προσωρινά, και οι επικριτές κακόβουλοι. Αυτή η μορφή πολιτικής εσωστρέφειας δεν είναι νέο φαινόμενο. Από την αρχαιότητα, με παραδείγματα όπως του Νέρωνα ή του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, μέχρι σύγχρονες δημοκρατίες όπου η προσωπολατρία και η επικοινωνιακή διαχείριση υπερισχύουν της ουσίας, η εικόνα του ηγέτη που αποκόπτεται από την πραγματικότητα είναι οικεία.
Από την άλλη πλευρά, οι διανοούμενοι και οι πανεπιστημιακοί -όταν δεν συνδέονται άμεσα με κόμματα ή κέντρα εξουσίας- μπορούν να προσφέρουν κάτι πολύ πιο πολύτιμο: κριτική σκέψη, επιστημονική προσέγγιση, ανεξαρτησία. Η κριτική τους δεν στοχεύει στην αποδόμηση της εξουσίας, αλλά στη βελτίωσή της. Το πανεπιστήμιο, άλλωστε, ιδίως σε μια δημοκρατία, αποτελεί ένα από τα τελευταία προπύργια ελεύθερης σκέψης. Όταν ένας ακαδημαϊκός μιλά δημόσια -με επιχειρήματα, τεκμήρια, αναλύσεις- απευθύνεται όχι μόνο στον ηγέτη αλλά και στην κοινωνία. Του υπενθυμίζει ότι η εξουσία οφείλει να είναι υπόλογη.
Ωστόσο, το να δεχθεί ένας ηγέτης αυτή την κριτική δεν είναι εύκολο. Προϋποθέτει πολιτική ωριμότητα, αυτογνωσία και, κυρίως, την αναγνώριση ότι η ηγεσία δεν σημαίνει παντογνωσία. Υπάρχουν, βεβαίως, φωτεινά παραδείγματα. Ο Αβραάμ Λίνκολν, για παράδειγμα, δεν φοβήθηκε να τοποθετήσει στο Υπουργικό του Συμβούλιο πολιτικούς του αντιπάλους, γνωρίζοντας ότι η διαφορετικότητα απόψεων θα ενίσχυε τις αποφάσεις του. Ο Φράνκλιν Ρούσβελτ, σε μια άλλη εποχή, δεν δίστασε να στραφεί σε οικονομολόγους και πανεπιστημιακούς όταν χρειάστηκε να επανασχεδιάσει την αμερικανική οικονομία μετά το κραχ του 1929. Όμως, αυτά είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Στην πραγματικότητα, πολλοί ηγέτες, ειδικά σε πολιτικά συστήματα όπου δεν υπάρχουν ισχυροί θεσμοί ελέγχου και λογοδοσίας, επιλέγουν τη σιωπή των ειδικών και την ενίσχυση των φωνών που τους επαινούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η κριτική παρουσιάζεται ως «αντιπολίτευση», «μικροπολιτική» ή ακόμη και «προδοσία», ενώ η κολακεία βαφτίζεται «στήριξη» και «πολιτική ενότητα». Το τίμημα αυτής της επιλογής συνήθως έρχεται αργά αλλά βαρύ: λάθος αποφάσεις, απώλεια επαφής με την κοινωνία, πολιτική φθορά.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η επιλογή ανάμεσα στην κριτική και στην κολακεία δεν αφορά μόνο τον ηγέτη ως άτομο. Αφορά και την κοινωνία που τον ανέχεται ή τον αμφισβητεί, τα ΜΜΕ που, είτε ασκούν έλεγχο είτε λειτουργούν ως μηχανισμοί αναπαραγωγής της εξουσίας, και φυσικά την εκπαιδευτική και πολιτιστική μας παιδεία. Όσο περισσότερο εκπαιδευόμαστε ως πολίτες να ακούμε τη δυσάρεστη αλήθεια, τόσο περισσότερο θα την απαιτούμε κι από τους ηγέτες μας. Στο πλαίσιο αυτό, η στάση ενός ηγέτη απέναντι στην ακαδημαϊκή κριτική αποτελεί τεστ πολιτικής ωριμότητας. Ένας ηγέτης που αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ως διαχειριστή της εξουσίας εκ μέρους του λαού, και όχι ως αυθεντία υπεράνω όλων, θα επιζητήσει τις φωνές εκείνες που θα τον βοηθήσουν να αποφύγει τα λάθη και αστοχίες, ακόμη κι αν τον φέρουν αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Ένας ηγέτης, όμως, που βασίζεται αποκλειστικά στους κόλακες του περιβάλλοντός του, διατρέχει τον κίνδυνο να κυβερνά έναν κόσμο που δεν υπάρχει.
Στον σημερινό κόσμο των γρήγορων εξελίξεων, της κοινωνικής δυσαρέσκειας και των κρίσεων που απαιτούν επιστημονική και τεκμηριωμένη προσέγγιση, από την πανδημία και την οικονομική κρίση μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη και την κλιματική αλλαγή, η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να πορεύεται με πυξίδα την αυλή της. Χρειάζεται να στηριχθεί στη γνώση, στη σύνθεση απόψεων, στη δημιουργική τριβή με την αλήθεια, όσο ενοχλητική κι αν είναι. Η Ιστορία έχει δείξει ξανά και ξανά πως η κριτική είναι συχνά η πιο πολύτιμη συμβουλή που μπορεί να λάβει ένας ηγέτης. Το ερώτημα είναι αν έχει το θάρρος και τη βούληση να την ακούσει.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη