Του Ορέστη Μάτσα*
Η οικονομία του τόπου μας, εδώ και χρόνια, δεν δουλεύει για εμάς, αλλά για εκείνους τους λίγους που εξυπηρετούν και εξυπηρετούνται από την εξουσία.
Ακόμα κι αν για ορισμένους δεν ήταν μέχρι σήμερα αισθητό στην καθημερινότητα, η πρόσφατη έρευνα για την οικονομική ανισότητα στην Κύπρο, από τα στοιχεία Παγκόσμιας Βάσης Δεδομένων Ανισότητας του ΟΗΕ, κατατάσσει τη χώρα μας, στην πρώτη θέση παγκοσμίως ως προς την αύξηση της συγκέντρωσης του πλούτου στο πλουσιότερου 1% του πληθυσμού, για την τελευταία 20ετία.
Αν το ότι, σήμερα, το 1/100 του πληθυσμού συγκεντρώνει το 1/3 του πλούτου της χώρας και το αντίστοιχο 1/10 του πληθυσμού συγκεντρώνει τα 2/3 του πλούτου, δεν είναι επιβεβαίωση για το ότι η οικονομία μας δουλεύει για τους λίγους, τότε τι είναι; Το μοναδικό ερώτημα που έχει αξία σε μια τέτοια συζήτηση, δεν είναι αν δουλεύει για εμάς ή όχι η οικονομία, αλλά αν αυτό μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά, ώστε η καθημερινότητα και η ζωή μας να σταματήσουν να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.
Δεν είναι μόνο στη Λεμεσό που το ισχυρό ξένο και ντόπιο κεφάλαιο έχει χωρίσει τον πληθυσμό σε δύο κατηγορίες. Οι συνέπειες της μυωπικής οικονομικής πολιτικής της τελευταίας δεκαετίας εξαπλώνονται ταχύτατα και σε όλες τις υπόλοιπες πόλεις της Κύπρου. Όσο αναβάλλουμε αυτήν την ουσιώδη συζήτηση για το μέλλον του τόπου μας, τόσο περισσότεροι συμπολίτες μας θα βλέπουν την οικονομική τους θέση να επαναπροσδιορίζεται προς τα κάτω.
Για την αθρόα και ανέλεγκτη εισροή ξένου κεφαλαίου στην Κύπρο και για το πως αυτή εξαγοράζει με κυριολεκτικούς όρους την πολιτική εξουσία και τις αποφάσεις της, έχουν γράψει και μιλήσει πολλοί, από το Netflix και τα διεθνή μέσα, μέχρι την εγχώρια ερευνητική δημοσιογραφία και όσους θεσμούς λειτουργούν ακόμα. Αυτό, ωστόσο, που δεν έχει αφομοιωθεί από την κοινωνία και για το οποίο οφείλουμε να μιλήσουμε καθαρά, είναι για τις πραγματικές συνέπειες της πολιτικής αυτής στην ίδια μας τη ζωή.
Για ένα ζευγάρι και πολύ περισσότερο για ένα άτομο της γενιάς μας το ενοίκιο δεν είναι απλώς ένα πάγιο έξοδο που θα πληρωθεί με ευκολία από τον μηνιαίο μισθό, αλλά μια στοιχειώδης ανάγκη που για να καλυφθεί αφαιρεί το μισό ή και περισσότερο από το μηνιάτικο εισόδημα. Η αγορά σπιτιού -δε-, ειδικά όταν δεν υπάρχει δυνατότητα υποστήριξης από το οικογενειακό περιβάλλον, καταγράφεται περισσότερο ως ανέκδοτο, παρά ως ρεαλιστικό ή δυνητικά εφικτό πλάνο. Δεν είναι τυχαίο που οι νέοι στον τόπο μας φεύγουν από το γονικό τους σπίτι σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ότι οι ευρωπαίοι συνομήλικοί τους.
Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να έχουν κοινωνικές προεκτάσεις, αφού οι καθημερινές οικονομικές ή διαπροσωπικές θυσίες, προσθέτουν άγχος, εντείνουν την κοινωνική εσωστρέφεια και υποβαθμίζουν την ποιότητα της καθημερινότητας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα European Social Survey, αναφορικά με τα επίπεδα ευτυχίας των νέων στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας οι νέοι μεταξύ 15 και 34 ετών, στην Κύπρο κατατάσσονται ως οι πιο δυστυχισμένοι ανάμεσα σε 24 χώρες της Ευρώπης.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα της στέγασης, η πρόσφατη έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας δείχνει πως 4 στις 10 πωλήσεις ακινήτων πέρυσι κατέληξαν σε χέρια μη Κυπρίων. Η στέγη στα μέτρα των δυνατοτήτων των Κυπρίων βρίσκεται στον πάτο των προτεραιοτήτων τόσο του ιδιωτικού κεφαλαίου όσο και της πολιτείας, μιας και οι πολυτελείς κατοικίες και τα ογκώδη επιχειρηματικά γραφεία είναι πιο επικερδή. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η στεγαστική πολιτική της κυβέρνησης για το 2025 θα εξαντληθεί στο συγκριτικά ασήμαντο ποσό των 35 εκατομμυρίων ευρώ, σε συνδυασμό με αποσπασματικές πολιτικές που δεν συνεισφέρουν σε μια ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Αν στη μεγάλη εικόνα προσθέσουμε τους υπέρογκους λογαριασμούς ενέργειας που πληρώνουν κοινωνία και μικρομεσαίοι, χάρη στο φιάσκο της ενεργειακής στρατηγικής, την ακρίβεια στις υπεραγορές, στα τρόφιμα, σε υπηρεσίες και προϊόντα όπου τα καρτέλ αλωνίζουν, η κατάσταση δεν προκαλεί ιδιαίτερη αισιοδοξία.
Και πώς να προκαλεί άλλωστε; Ο μέσος Κύπριος καλείται να τα βγάλει πέρα με 1.600 ευρώ τον μήνα. Αυτό είναι το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με την Στατιστική Υπηρεσία για το 2024 (διάμεσος μισθός: 1.881 ευρώ μεικτά). Για ποια ακριβώς αγορά ή ενοικίαση σπιτιού μιλάμε; Για ποια αξιοπρεπή διαβίωση;
Η πολιτική της κυβέρνησης στον τομέα αυτό, καθώς και της άτυπης συμμαχίας κεντροδεξιάς-ακροδεξιάς εντός του Κοινοβουλίου που φοβάται μη χάσει το στήριγμά της στα δύσκολα, είναι ενδεικτικά για τον τρόπο που επιλέγει να πορεύεται και στα υπόλοιπα ζητήματα.
Κάποια ενδεικτικά παραδείγματα. Με το υδατικό στην Κύπρο στην ιστορικά πιο κακή του φάση, πέντε ιδιωτικά γήπεδα γκολφ υδροθοτήθηκαν με 6,7 εκατομμύρια τόνους νερού τα τελευταία 5 χρόνια. Με συνεχή ευρωπαϊκά πρόστιμα και κάκιστες κατατάξεις στους περισσότερους περιβαλλοντικούς δείκτες, οι μεγάλες ιδιωτικές αναπτύξεις σε ευαίσθητες περιοχές και τα ρυπογόνα συμφέροντα συνεχίζουν να αδειοδοτούνται ανελλιπώς. Με τα καταθετικά επιτόκια στον πάτο της ευρωζώνης, οι τράπεζες εξακολουθούν να αβγατίζουν τα υπερκέρδη τους, με κάθε ιδέα περί έκτακτης εισφοράς κοινωνικής αλληλεγγύης να αντιμετωπίζεται ως «αδικία» προς τους μετόχους των τραπεζών.
Όσο συνεχίζουμε να πορευόμαστε με βάση τους μακροοικονομικούς δείκτες και όχι τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας που αισθάνεται πως «κάθε πέρσι και καλύτερα», τόσο το να ζεις και να εργάζεσαι στον τόπο σου θα μοιάζει με αδιέξοδο.
Όσοι κέρδισαν πολλά από αυτή την στρεβλή οικονομική φιλοσοφία, δείχνουν να γνωρίζουν πολύ καλά τα συμφέροντά τους - και το αποδεικνύουν διαρκώς. Πρέπει και εμείς να συνειδητοποιήσουμε πως απ’ αυτή τη φιλοσοφία, έχουμε μόνο να χάσουμε και πως πρέπει να προτεραιοποιήσουμε την ποιότητα της καθημερινότητάς μας, πάνω από κενές υποσχέσεις βασισμένες σε ένα επαναλαμβανόμενα αποτυχημένο οικονομικό και πολιτικό μοντέλο.
Η αξιοπρεπής ζωή δεν χαρίζεται. Διεκδικείται.
*Μέλους κοινωνικής συμμαχίας






