Τώρα, που πέρασε κάποιος χρόνος, μπορούμε ψύχραιμα και νηφάλια να αποτιμήσουμε τη σημασία των γεγονότων που έφεραν στο φως τη βαθιά επίδραση του ποδοσφαίρου στην πολιτική μας ζωή. Όλα ξεκίνησαν όταν ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Παναγιώτου, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου την προηγούμενη μέρα που θα εμφανίζονταν στο δικαστήριο στελέχη συγκεκριμένου σωματείου για τις οφειλές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναφέρθηκε ονομαστικά στην εταιρεία ΑΠΟΕΛ. Η αναφορά του ονόματος του σωματείου πυροδότησε θύελλα αντιδράσεων από τους οργανωμένους οπαδούς και οδήγησε σε συμπεριφορές που δεν τιμούν τον πολιτικό μας πολιτισμό. Οι αντιδράσεις ήταν τέτοιες ως εάν ο υπουργός να έκανε έγκλημα καθοσίωσης. Τι έκανε στ’ αλήθεια; Έδωσε το όνομα του εν λόγω σωματείου που όφειλε να πληρώσει τα χρέη του. Δηλαδή είτε γινόταν αναφορά στο όνομα της ομάδας είτε όχι αλλάζει τίποτε; Τα χρέη εκατομμυρίων προς το κράτος δεν πρέπει να πληρώνονται;
Η στήλη δεν κάμνει διάκριση μεταξύ των σωματείων και τα ίδια θα έγραφε εάν επρόκειτο για την ΟΜΟΝΟΙΑ, την Ανόρθωση ή τον Απόλλωνα. Το ότι αναφέρθηκε το όνομα και αν ήταν λάθος αυτό είναι το έλασσον σε σχέση με τα όσα ακολούθησαν που είναι το μείζον. Για να κατευνάσει τους πολυπληθείς οπαδούς, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης έσπευσε να αδειάσει τον υπουργό του λέγοντας «πως ήταν λανθασμένη η αναφορά του υπουργού δημόσια σε συγκεκριμένη ομάδα». Προηγήθηκε επιστολή των οργανωμένων οπαδών προς τον υπουργό σε σκαιό, ανοίκειο και υβριστικό ύφος που κανονικά έπρεπε να επιστραφεί ως απαράδεκτη και προσβλητική. Και ακόμη οι οργανωμένοι απευθυνόμενοι στον Πρόεδρο τού είπαν «αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία σου θητεία». Εδώ πρέπει να δεχτούμε ότι σκόπευσαν ακριβώς στο αδύνατό του σημείο! Αφού είναι σε όλους γνωστό ότι όλες οι ενέργειές του αποβλέπουν στην προσωπική του προβολή με τελικό στόχο την επανεκλογή του. Έτσι δεν δίστασε να πουλήσει τον υπουργό του για να μην δυσαρεστήσει τους δυνητικούς ψηφοφόρους του. Διακηρύξεις ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο ξεχάστηκαν για να μην έχει πολιτικό κόστος.
Ωστόσο το ζήτημα που ανέκυψε δεν είναι μεμονωμένο και δείχνει τη νοοτροπία της κυβέρνησης η οποία εκβιάζεται από ομάδες φανατικών προκειμένου να μην χάσει ψήφους. Και τι θα γίνει εάν κάποτε φτάσουμε σε ακτίνα συμφωνίας στο Κυπριακό αλλά η στάση μιας ομάδας ακραίων επηρεάσει προς άλλη κατεύθυνση την κυβέρνηση και ανατρέψει τα πάντα; Οι αποφάσεις της δημοκρατικά εκλεγμένης ηγεσίας και της πλειοψηφίας θα αλλάζουν λόγω των παρεμβάσεων κάποιων οπαδών;
Ούτε λίγο ούτε πολύ οι οργανωμένοι οπαδοί απαιτούσαν να μην εφαρμόζονται οι νόμοι, να μην πληρώνουν τα χρέη τους και η ομάδα τους να τυγχάνει χαριστικής μεταχείρισης σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Με τη στάση τους πιστεύουν ότι μπορούν να περιφρονούν τους θεσμούς και να αγνοούν το κράτος και τα όργανά του. Καταπατούν θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας όπως η ισονομία και η ισοπολιτεία. Και το πιο τραγικό είναι ότι βρίσκουν συμπαραστάτες τα κόμματα ΔΗΣΥ, ΕΛΑΜ και ΔΗΚΟ που με τη στάση τους ανέχτηκαν και ενθάρρυναν την παρανομία. Οι καθ’ ύλην θεματοφύλακες της τήρησης των νόμων, αυτοί που τους ψηφίζουν, δηλαδή τα κόμματα, με τη στάση τους να μην καταδικάσουν χωρίς περιστροφές τις ενέργειες των οργανωμένων οπαδών δυναμιτίζουν τα θεμέλια της δημοκρατίας.
Αυτό που προσλαμβάνει ο κόσμος από την εξέλιξη των σχετικών γεγονότων, αφενός μεν με τη στάση του Προέδρου ο οποίος με γαλιφιές και καλοπιάσματα καθησυχάζει τους οπαδούς και αφετέρου με τη χλιαρή αντίδραση των κομμάτων που ουσιαστικά αποδέχονται την παρανομία, είναι ότι οι απειλές και οι εκβιασμοί μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, έστω και ενάντια στον νόμο.
Ο οπαδικός εκβιασμός αποτελεί σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, των πελατειακών σχέσεων μεταξύ κομμάτων και πολιτών. Σε μερικά σωματεία ο πυρήνας των οπαδών τους ανήκει σε συγκεκριμένο κόμμα και από αυτούς τους οπαδούς τα κόμματα αντλούν τους ψηφοφόρους τους. Αυτοί λειτουργούν ως «πελάτες» και ως εκ τούτου έχουν τις απαιτήσεις τους και έτσι ερμηνεύεται το θράσος τους να εκβιάζουν κόμματα και κυβέρνηση.