Η θέση του ΠτΔ Νίκου Χριστοδουλίδη είναι η επίτευξη συμφωνίας για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για συνολική λύση, στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου από το σημείο που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017, με διασφάλιση των μέχρι τότε συγκλίσεων. Μια σωστή προσέγγιση, η οποία θα ήταν ιδανική για να βρεθεί μια λύση στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα.
Πριν το καταστροφικό Κραν Μοντανά και την τραγική παρουσία της πλευράς μας, αυτό θα ήταν αποδεκτό από όλους. Συνομιλίες, άλλωστε, υπήρξαν για μισό αιώνα και το πλαίσιο λύσης ήταν αυτό. Δυστυχώς όμως σήμερα, αυτό που επί μισό αιώνα ήταν το αυτονόητο, θεωρείται, όχι μόνο από την άλλη πλευρά αλλά και από τον διεθνή παράγοντα, ως πρόταξη. Αυτό δηλαδή που για μας ήταν ένας οδυνηρός συμβιβασμός σήμερα είναι πρόταξη.
Μπορεί ο διεθνής οργανισμός και η ΕΕ να μιλούν για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, αλλά μόνο το ότι αναζητούν κοινό έδαφος μεταξύ των πλευρών, αποδεικνύει ότι η λύση που αναζητείται είναι ένα νέο μόρφωμα στο οποίο να διασφαλίζονται τα τρία singles (μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια, μια διεθνής προσωπικότητα) εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σιγά - σιγά θα παραμερίζεται η ονοματολογία της λύσης και ο οδυνηρός συμβιβασμός θα καταλήξει ένας ανέφικτος εθνικός στόχος. Το απορριπτικό μέτωπο, όταν αντιληφθεί ότι η γνωστή βάση λύσης είναι πλέον ανέφικτη, θα την αποκαλεί από διχοτομική σε σωτήρια.
Η πολιτική ισότητα, την οποία ουδέποτε αποδεχθήκαμε, όπως την περιγράφουν τα ΗΕ, έγινε τώρα κυριαρχική ισότητα. Μπορεί το αίτημα αυτό των Τ/Κ να είναι για την πλευρά μας κόκκινη γραμμή, αλλά ίσως θα πρέπει να το αναλύσουμε περισσότερο. Ασφαλώς η εξωτερική κυριαρχία παραπέμπει σε λύση δυο κρατών, κάτι που είναι συνώνυμο με την οριστική διχοτόμηση. Μήπως όμως υπάρχει μια διαβάθμιση της κυριαρχίας την οποία δεν θέλουμε να μελετήσουμε; Μήπως μπορεί να συνυπάρξει η εσωτερική κυριαρχία, δηλαδή η ενισχυμένη πολιτική ισότητα, η οποία μπορεί να διασφαλίσει τη μια οντότητα στο εξωτερικό του νέου καθεστώτος που θα προκύψει;
Πριν την ένταξη της Κύπρου στην ενωμένη Ευρώπη, υπήρχαν δαιδαλώδη θέματα στα οποία θα έπρεπε να βρεθεί η κοινή συνισταμένη. Σήμερα όμως το ότι το νέο κράτος που θα προκύψει, σε περίπτωση λύσης, θα είναι ισότιμο μέλος της ΕΕ καθιστά πολλά από τα δύσκολα θέματα ως μη θέματα. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ζήτημα οικονομίας γιατί αυτό ρυθμίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Δεν υπάρχει θέμα εξωτερικής πολιτικής γιατί κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ακολουθεί την κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Δεν θα υπάρχει πλέον θέμα ασφάλειας γιατί αυτό θα αναληφθεί από την Ευρώπη. Η σχεδιαζόμενη νέα ευρωπαϊκή ασφάλεια θα είναι υπεύθυνη για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του κράτους που θα προκύψει. Συνεπώς, οι εγγυήσεις πλέον θα περιοριστούν στην εύρυθμη εφαρμογή της λύσης. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι «μητέρες πατρίδες» δεν είναι και οι δύο μέλη της ΕΕ.
Οι Τ/Κ αυτό που θέλουν να διασφαλίσουν, ή καλύτερα να αποφύγουν, είναι ότι δεν θα υπάρξουν καταστάσεις του 1963-1964. Δυστυχώς οι αντεθνικές και καταστροφικές πράξεις του «εθνάρχου», όσα χρόνια και να περάσουν, θα μας κατατρέχουν.
Επεμβατικά δικαιώματα δεν θα υπάρξουν γιατί δεν θα έχουν νόημα. Πώς μπορεί η ΕΕ να επιτρέψει την επέμβαση μιας τρίτης χώρας σε ένα κράτος μέλος; Από την άλλη, πώς μπορεί μια Τουρκία, όσο ισχυρή και να είναι, να βρεθεί στρατιωτικά απέναντί σε μια στρατιωτικά αναβαθμισμένη Ευρώπη;
Για μένα, τρία σοβαρά θέματα απομένουν. Το εδαφικό, το δικαίωμα απόσχισης του ενός από τα δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη και το θέμα των αποζημιώσεων. Αρχίζοντας από το εύκολο, αυτό των αποζημιώσεων, θα υπάρξουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να αποζημιωθούν οι ιδιοκτήτες που δεν θα επιστρέψουν. Αυτό έχει και μια άλλη διάσταση. Αν οι αποζημιώσεις είναι ικανοποιητικές, θα είναι ένα κίνητρο για υπερψήφιση ενός προτεινόμενου σχεδίου. Για 60 και πλέον χρόνια έχουμε ταλαιπωρήσει τόσο πολύ τη διεθνή κοινότητα, που θα είναι όλοι έτοιμοι να πληρώσουν για να απαλλαγούν από τον βραχνά που λέγεται Κυπριακό.
Στο εδαφικό, το επόμενο δύσκολο θέμα, μπορεί να υπάρξει μια διευθέτηση που να είναι ικανοποιητική για όλους. Αν νομίζουμε ή ελπίζουμε ότι θα υποβληθεί ξανά ο χάρτης Ακιντζί, όπως κατατέθηκε από τον Τ/Κ ηγέτη στο Μον Πελεράν το 2016, ή όπως προνοούσε το σχέδιο Ανάν το 2004, τότε ονειροβατούμε. Με τα σημερινά δεδομένα, επιστροφή Αμμοχώστου, Μόρφου και άλλων περιοχών υπό ε/κ διοίκηση δεν θα υπάρξει. Η αντιμετώπιση του θέματος αυτού μπορεί να γίνει μόνο με την εισαγωγή μιας τρίτης διοίκησης. Εκτός της ε/κ και τ/κ διοίκησης θα πρέπει να υπάρξει και μια ομοσπονδιακή. Οι περιοχές αυτές θα μπορούσαν να διοικούνται από την κεντρική κυβέρνηση. Σε τέτοια περίπτωση, η διασφάλιση των δικαιωμάτων των κατοίκων των περιοχών αυτών θα διασφαλίζεται από την πολιτική ισότητα και την αποτελεσματική συμμετοχή των δυο κοινοτήτων στο κεντρικό κράτος.
Μπορεί το τρίτο θέμα, αυτό του δικαιώματος απόσχισης, να είναι για μας μια άλλη κόκκινη γραμμή και κατάρα, αλλά αν μελετηθεί σωστά και αντικειμενικά θα διαφανεί ότι τέτοιος κίνδυνος δεν θα υπάρξει ποτέ. Το δικαίωμα απόσχισης θα πρέπει να δοθεί μόνο σε περίπτωση που η δική μας πλευρά προχωρήσει «πραξικοπηματικά» στη διάλυση των θεσμών και κανόνων που διασφαλίζουν την ισότητα των δύο κοινοτήτων. Ας μην ξεχνούμε ότι το 1963 εμείς διαλύσαμε το κράτος της Ζυρίχης. Στην πράξη όμως τέτοια περίπτωση αποκλείεται. Μπορεί η νομικίστικη προσέγγιση να μην το αντιλαμβάνεται, αλλά στην πράξη τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Δηλαδή, υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι οι Τ/Κ θα αφήσουν το ευρωπαϊκό τους καθεστώς και θα επιστρέψουν στην απομόνωση; Ακόμα και η Τουρκία, είναι ποτέ δυνατόν να οδηγήσει τους Τ/Κ εκτός Ευρώπης και να χάσει την οποιαδήποτε φωνή την οποία, μέσω των Τ/Κ, έμμεσα θα έχει στην Ευρώπη;
Επί μισό αιώνα οι νομικοί φωστήρες που ασχολούνται με το Κυπριακό, στόχο έχουν να εντοπίσουν και να ελαχιστοποιήσουν, όσο το δυνατό, τα ρίσκα μιας λύσης. Αυτό όμως που δεν μελετούν και δεν αντιλαμβάνονται είναι τα τεράστια και προφανή ρίσκα της μη λύσης.
Μπορεί τα πιο πάνω να θεωρούνται απαράδεκτες μέχρι και μειοδοτικές υποχωρήσεις, αλλά υπάρχει κανείς που προτείνει μια άλλη εφικτή διευθέτηση; Η μόνη εναλλακτική είναι να συνεχίσουμε τα «ηρωικά» μας ΟΧΙ, με αποτέλεσμα να χαθεί οριστικά η μισή μας πατρίδα, με την άλλη μισή να έχει ένα αμφίβολο μέλλον.
Ό ρεαλισμός και η αναγνώριση των πραγματικοτήτων δεν μπορεί να θεωρείται μειοδοσία. Μειοδοσία, όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις, ήσαν τα ΟΧΙ μας και οι ανέφικτες στρατηγικές. Μειοδοσία ήταν η απόρριψη του δυτικού σχεδίου το 1978, το δακρύβρεκτο ΟΧΙ του 2004 και, τέλος, η συμπεριφορά μας το 2017 στο Κραν Μοντανά. Αν προχωρήσουμε με τα ίδια μυαλά και τις καταστροφικές νομικίστικες προσεγγίσεις στο εθνικό θέμα, τα γεγονότα που συνιστούν μειοδοσία θα αυξάνονται, η μισή πατρίδα θα χάνεται και η άλλη μισή θα συρρικνώνεται με κίνδυνο αφανισμού. Συνεπώς, ας μην κατηγορούν κάποιοι όσους αντιλαμβάνονται τις πραγματικότητες και υιοθετούν τον ρεαλισμό ως μειοδότες, γιατί η μόνη ηρωική αντιμετώπιση του εθνικού μας θέματος είναι ο ρεαλισμός, ασφαλώς όχι ο νέος που κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό.