Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη και πολλές άλλες περιοχές του κόσμου βιώνουν μια ανησυχητική άνοδο της ακροδεξιάς. Πολιτικές δυνάμεις που κάποτε κινούνταν στο περιθώριο, πλέον διεκδικούν ή και συμμετέχουν στην εξουσία. Με ρητορική εθνικιστική, ξενοφοβική, αντισυστημική και συχνά ανοιχτά συνωμοσιολογική, αυτές οι δυνάμεις δεν περιορίζονται μόνο στην πολιτική επιρροή. Η παρουσία τους έχει και βαθιές, απειλητικές συνέπειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Η κλιματική αλλαγή απαιτεί διεθνή συνεργασία, επιστημονική τεκμηρίωση, εμπιστοσύνη στους θεσμούς και συλλογική δράση. Όλα αυτά είναι στοιχεία που η ακροδεξιά υπονομεύει συστηματικά. Ο εθνικιστικός της λόγος αρνείται την ανάγκη για διακρατική συνεργασία, προτάσσοντας την «εθνική κυριαρχία» έναντι των παγκόσμιων υποχρεώσεων. Η επιστημονική γνώση αμφισβητείται ή παραποιείται, με την ακροδεξιά να καλλιεργεί τον σκεπτικισμό και την άρνηση απέναντι στην επιστήμη, συχνά παρουσιάζοντας την κλιματική αλλαγή ως «πράσινη προπαγάνδα» της παγκοσμιοποίησης.
Παράλληλα, η ακροδεξιά πολιτική συνδέεται στενά με μεγάλα συμφέροντα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, της εντατικής γεωργίας και της κτηνοτροφίας, προβάλλοντας έναν ψευδεπίγραφο οικονομικό ρεαλισμό που αντιτίθεται σε κάθε πολιτική περιβαλλοντικής προστασίας. Όταν η «ανάπτυξη» ταυτίζεται αποκλειστικά με την εκμετάλλευση της φύσης, τότε η βιωσιμότητα γίνεται απειλή, όχι στόχος.
Πολλές ακροδεξιές κυβερνήσεις ή κόμματα, όπως στην Ουγγαρία, την Πολωνία, τις ΗΠΑ επί Τραμπ ή τη Βραζιλία επί Μπολσονάρο, είτε αρνήθηκαν την ύπαρξη της κλιματικής κρίσης, είτε την αντιμετώπισαν με επιφανειακά και αναποτελεσματικά μέτρα. Η καταστροφή του Αμαζονίου, οι επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα και οι επιθέσεις σε περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι μόνο μερικά από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής.
Στην Ευρώπη, η ακροδεξιά αντιτάσσεται ανοιχτά στην Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, τη μεγαλύτερη στρατηγική για τη βιώσιμη μετάβαση. Με το επιχείρημα της εθνικής οικονομίας» και του «κόστους για τους πολίτες», προσπαθεί να υπονομεύσει την κοινή περιβαλλοντική δράση. Ταυτόχρονα καλλιεργεί τον φόβο και την ανασφάλεια, στρέφοντας τη δημόσια συζήτηση από την κλιματική επιβίωση προς θέματα «τάξης», «παραδοσιακών αξιών» και «απειλών από τους ξένους».
Ακόμα πιο επικίνδυνο, όμως, είναι το γεγονός ότι η ακροδεξιά επιδιώκει να απονομιμοποιήσει τους νέους — αυτούς που βγαίνουν στους δρόμους, διαδηλώνουν, δημιουργούν κινήματα, διεκδικούν ένα βιώσιμο μέλλον.
Τους χαρακτηρίζει «μαριονέτες», «χρήσιμους ηλίθιους», «τρομοκράτες με οικολογική προβιά». Και μαζί με αυτούς, στοχοποιεί τους επιστήμονες, τους εκπαιδευτικούς, τις οικολογικές οργανώσεις. Δηλαδή, όσους προσπαθούν να αντιστρέψουν την πορεία προς την καταστροφή.
Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι απλώς πολιτική μετατόπιση. Είναι μια επίθεση στη βιώσιμη προοπτική της ανθρωπότητας. Μια συντηρητική αντεπανάσταση απέναντι σε καθετί που ενώνει τους ανθρώπους παγκοσμίως: το κλίμα, τη βιοποικιλότητα, το δικαίωμα των μελλοντικών γενεών να ζήσουν. Αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά για πράσινη μετάβαση, δεν αρκούν οι τεχνολογίες και τα σχέδια. Πρέπει να απομονώσουμε πολιτικά τις δυνάμεις που βλέπουν το μέλλον σαν απειλή και να στηρίξουμε όσους το οραματίζονται ως κοινό καλό. Η κλιματική κρίση είναι παγκόσμια, διαγενεακή και επείγουσα. Η αντιμετώπισή της περνά μέσα από την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της επιστήμης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ίδιας της λογικής. Και αυτά είναι ακριβώς όσα η ακροδεξιά προσπαθεί να κατεδαφίσει.
*Mέλους Κινήματος Οικολόγων